19/8/10

Σαν σήμερα στις 19-08-1936 δολοφονήθηκε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα!

Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ισπανικής ανατρεπτικής ποιητικής «Γενιάς του ΄27»- όπως έμεινε γνωστή.
Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1898 στην πόλη Φουέντε Βακέρος, κοντά στην Γρανάδα της Ανδαλουσίας, από πατέρα ευκατάστατο γαιοκτήμονα και μητέρα δασκάλα πιάνου.
Το 1909 η οικογένεια Λόρκα μετακομίζει στην Γρανάδα- τόπος ο οποίος «σημαδεύει» τον λόγο του ποιητή.
Το 1919 ο Λόρκα εγκαθίσταται στη Μαδρίτη, στη Φοιτητική Εστία, όπου θα γνωρίσει σημαντικά ονόματα της ισπανικής τέχνης, όπως ο σκηνοθέτης Λουίς Μπονιουέλ, οι ποιητές Δαμάσο Αλφόνσο, Πέδρο Σαλίνας, Ραφαέλ Αλμπέρτι, αλλά και ο ζωγράφος Σαλβαδόρ Νταλί. Με τον τελευταίο θα συνδεθεί στενά- σε μία σχέση η οποία φαίνεται ότι ξεπερνούσε την απλή φιλία.
Το 1929 με 1930 ο ποιητής εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Columbia, όπου, επηρεασμένος από τους χαοτικούς ρυθμούς της μεγαλούπολης, γράφει τη συλλογή «Ποιητής στη Νέα Υόρκη». Θα επιστρέψει στην Ισπανία το 1931 μετά την πτώση της δικτατορίας του Πρίμο ντε Ριβέρα.
Δημιουργεί την «Μπαράκα» ένα κινούμενο θέατρο με στόχο να «φέρει» Ισπανούς κλασσικούς στα απομακρυσμένα μέρη της Ισπανίας. Στην Ισπανία πλέον ασχολείται διεξοδικά με τη συγγραφή θεατρικών έργων. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκληρώνει τις πιο σημαντικές θεατρικές του δημιουργίες, τον «Ματωμένο Γάμο», το «Σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα», τη «Γέρμα».
Η καλλιτεχνική πορεία του θα διακοπεί απότομα: στις 19 Αυγούστου του 1936 εκτελείται σε ηλικία μόλις 38 ετών από τους φασίστες του Φράνκο στην περιοχή της Γρανάδας. Ο τάφος του δεν βρέθηκε ποτέ.
**************
********************

Στο βιβλίο του «Εκλογή Ποιημάτων» ο Λόρκα λέει για την Ποίηση:
«Μα τι να σου πω για την Ποίηση; Τι να σου γι' πω αυτά τα σύννεφα, γι' αυτό τον ουρανό; Να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω και τίποτ' άλλο. Καταλαβαίνεις πως ένας ποιητής δεν μπορεί να πει τίποτα για την Ποίηση· ας τ' αφήσουμε αυτά στους κριτικούς και τους δασκάλους. Μα ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε κανένας ποιητής, δεν ξέρουμε τι είναι Ποίηση. Είναι εκεί! κοίταξε. Έχω τη φωτιά μέσα στα χέρια μου, το ξέρω και δουλεύω τέλεια μαζί της, μα δεν μπορώ να μιλήσω γι' αυτή χωρίς να κάνω φιλολογία. Καταλαβαίνω όλες τις ποιητικές τέχνες. Θα μπορούσα να μιλήσω γι' αυτές, αν δεν άλλαζα γνώμη κάθε πέντε λεπτά. Δεν ξέρω. Ίσως μια μέρα ν' αγαπήσω πολύ την κακή ποίηση, όπως αγαπώ σήμερα την κακή μουσική, παράφορα. Θα κάψω ένα βράδυ τον Παρθενώνα για ν' αρχίσω να τον χτίζω το πρωί και να μην τον τελειώσω ποτέ. Στις διαλέξεις μου μίλησα κάποτε για την Ποίηση, αλλά το μόνο για το οποίο δεν μπορώ να μιλήσω είναι η ποίησή μου. Όχι γιατί δεν έχω συνείδηση του τι κάνω. Αντίθετα, αν είν' αλήθεια πως είμαι ποιητής από χάρη του Θεού -ή του δαίμονα- είναι εξίσου αλήθεια ότι είμαι ποιητής χάρη στην τεχνική και την προσπάθεια, και γιατί κατέχω απόλυτα του τι είναι ποίημα.»
*********************
Federico Garcia Lorca


Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ'αχαμνά του

Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια

Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: