1/5/10

Οι Συμβουλές του Λένιν και η κρίση του 2010!


Πέτρος Παπακωνσταντίνου.
Η τρέχουσα κρίση μας σπρώχνει σε μια καινούργια περίοδο ταξικών αγώνων, τερματίζοντας τον κύκλο που άνοιξε το 1989-’90. Η επαναστατική Αριστερά σήμερα επιβάλλεται να διαμορφώσει μια πολιτική γραμμή μαζών, καθώς αναδεικνύονται τα κεντρικά ζητήματα της οικονομίας και του κράτους, του πλούτου και της εξουσίας. Χρήσιμες σ’ αυτή την προσπάθεια οι προσεγγίσεις του Λένιν το 1917.
Από το οικονομικό σοκ στην πολιτική αφύπνιση!
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ!
Η οξεία οικονομική κρίση την οποία διανύουμε αφύπνισε ευρύτατες λαϊκές μάζες από τον πολιτικό λήθαργο. Και στο τελευταίο καφενείο γίνεται λόγος, έστω και ελέω TV, για σπρεντς και ελλείμματα, ευρώ και ΔΝΤ, έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και στάση πληρωμών. Η απότομη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, η οποία κάποτε γίνεται πραγματική αγωνία για την επιβίωση, ωθεί σε αναζητήσεις ρηξικέλευθων πολιτικών απαντήσεων, αν και από μόνη της δεν προδικάζει την κατεύθυνσή τους. Τίποτα δεν αποκλείει να αφομοιωθούν αυτές οι αναζητήσεις από ανοιχτά αντιδραστικές, ρατσιστικές, απολυταρχικές κατευθύνσεις, στη λογική του εθνοτικού - αστυνομικού κράτους εναντίον των μεταναστών και του κοινού εγκλήματος, το οποίο θρέφεται αναπότρεπτα από τη φτώχεια και την ανεργία. Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό ότι η τρέχουσα κρίση μας έσπρωξε θέλοντας και μη σε μια καινούργια περίοδο ταξικών αγώνων, τερματίζοντας τον κύκλο που άνοιξε το 1989-’90 με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και τη στρατηγική αποδυνάμωση του δυτικού, εργατικού κινήματος. Αν μέχρι χθες το βάρος στις προσπάθειες των διάσπαρτων δυνάμεων της επαναστατικής Αριστεράς έπεφτε, μοιραία ως ένα βαθμό, στην ιδεολογική ανασυγκρότηση, σε μια αναγκαστική «πορεία στην έρημο», σήμερα επιβάλλεται να πέσει στη χάραξη και υλοποίηση μιας πολιτικής γραμμής μαζών. Κι αν μέχρι χθες η αντισυστημική πολιτική είχε αναδιπλωθεί, σε μεγάλο βαθμό, στις σφαίρες του πολιτισμού, της θεωρίας και των κατακερματισμένων κινημάτων, σήμερα επιστρέφει στα κεντρικά ζητήματα της οικονομίας και του κράτους, του πλούτου και της εξουσίας. Φυσικά, το «πριν» και το «τώρα» δεν χωρίζονται με σινικά τείχη: Η αλλαγή ατμόσφαιρας είχε προετοιμαστεί, κατά κάποιο τρόπο, από οικονομικές κρίσεις με διεθνή αντίκτυπο, όπως η κρίση της Ν.Α. Ασίας, το 1997-’98, που έδρασε καταλυτικά για να γεννηθεί το ρεύμα του Σιάτλ και της Γένοβας και η κρίση του Νάσνταγκ, το 2001, που απομυθοποίησε τη «Νέα Οικονομία» και έβαλε την Αμερική στην αδιέξοδη τροχιά του νεοσυντηρητισμού και της Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, η οξύτητα της σημερινής κρίσης και των πολιτικών της διακυβευμάτων δεν σημαίνουν ότι οδηγούμαστε σε μία αποφασιστική μάχη, όπου θα κριθούν τα πάντα, στο εγγύς μέλλον – άλλωστε οι δυνάμεις της κοινωνικής αλλαγής, στην Ελλάδα και διεθνώς, είναι πάρα πολύ ασθενικές, ακόμη, ώστε να μπορεί κανείς να ελπίζει στα σοβαρά σε νίκη, σε μια τέτοια περίπτωση. Το πιθανότερο είναι ότι έχουμε εισέλθει σε μια ολόκληρη σειρά σοβαρών αναμετρήσεων με ορίζοντα δεκαετίας, που θα κρίνουν την αναγέννηση της κομμουνιστικής προοπτικής και της μισθωτής εργασίας για μια ολόκληρη ιστορική εποχή.
ΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 2010!
Η αλλαγή της κατάστασης επιβάλλει αλλαγή των μεθόδων σκέψης και δράσης. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που δεν αποκλείεται να αναδειχθεί σε έναν από τους αδύναμους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας λόγω της εξαιρετικής συμπύκνωσης αντιθέσεων, που οδηγούν τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό σε μια τριπλή κρίση, σαν κι αυτές που συμβαίνουν μια φορά στα πενήντα χρόνια: Κρίση πρωτίστως οικονομική - κοινωνική, που οδηγεί σε απότομη επιδείνωση την πλειονότητα του «λαού», δηλαδή των εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων ταυτόχρονα. Κρίση «εθνική», καθώς διαμορφώνονται συνθήκες πραγματικής λεηλασίας από το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο, υποβάθμισης της Ελλάδας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και οικονομικής «κατοχής» από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις ΗΠΑ και ΕΕ. Και κρίση πολιτική, κρίση του αστικού κοινοβουλευτισμού που απαξιώνεται ραγδαία, καθώς τον ένα μήνα οι πολίτες λιντσάρουν εκλογικά τη Νέα Δημοκρατία, αναδεικνύοντας ένα ΠΑΣΟΚ που υπόσχεται αναδιανομή του πλούτου, ενώ τον άλλο μήνα εισπράττουν ένα νεοφιλελευθερισμό χειρότερο κι από εκείνον του Καραμανλή. Το γεγονός ότι ΠΑΣΟΚ - ΝΔ και ΛΑΟΣ έχουν συγκροτήσει ενιαίο μέτωπο στήριξης του Προγράμματος Σταθερότητας, αποτελεί αδιάψευστο δείγμα χρεοκοπίας και παρακμής της ελληνικής αστικής τάξης, η οποία δεν τολμά να διαπραγματευτεί το παραμικρό με τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, με τις οποίες συμπράττει άνευ όρων για να τσακίσει προληπτικά τον «εσωτερικό εχθρό». Η κατάπτωση της εγχώριας αστικής τάξης και των πολιτικών - πνευματικών της ελίτ διαλαλούν ότι μόνο η εργατική τάξη μπορεί να αναδειχθεί σε πραγματικά «εθνική τάξη», ικανή να οδηγήσει τη χώρα στην οικονομική, δημοκρατική και πολιτιστική αναγέννηση, επικεφαλής ενός ευρύτερου λαϊκού συνασπισμού, σε ρήξη με το κεφάλαιο. Όπως έγραφε όμως ο Λένιν λίγους μήνες πριν τον Οκτώβρη, «όταν η ιστορία κάνει μια απότομη στροφή, συμβαίνει πολύ συχνά, ακόμη και τα πρωτοπόρα κόμματα να μη μπορούν για ένα λίγο - πολύ μακρόχρονο διάστημα να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση» και επαναλαμβάνουν μηχανικά συνθήματα που «έχουν χάσει το νόημά τους τόσο ξαφνικά, όσο ξαφνική ήταν η απότομη στροφή της ιστορίας». Ανάλογη δύναμη αδράνειας εκδηλώνεται σήμερα σε μέρος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αγωνιστές και ρεύματα που συνέβαλαν θετικά στο να κρατηθούν ζωντανές, τα «πέτρινα χρόνια» της δεκαετίας του ’90, η κομμουνιστική ιδέα και η επαναστατική προοπτική, αντιμετωπίζουν την τρέχουσα κρίση είτε ως στρατήγημα των αστών «για να μας τα πάρουν» (η περίπτωση του ΚΚΕ είναι τυπική), είτε ως απλή αφορμή για την ιδεολογική αποκάλυψη των ρεφορμιστών, πάντως όχι ως πεδίο κρισιμότατης μάχης και ευκαιρία πολιτικής παρέμβασης με όρους εργατικής ηγεμονίας. Υπό αυτό το πρίσμα, οποιαδήποτε θετική πολιτική θέση μεταφράζεται ως διαχειριστική, όπως η αναφορά στο έθνος θεωρείται εξ ορισμού εθνικισμός, στην παραγωγικότητα παραγωγισμός, στην οικονομία οικονομισμός, στη μεταρρύθμιση ρεφορμισμός και στο κράτος κρατισμός.Ασφαλώς, ο φόβος της ενσωμάτωσης στα μικροαστικά, ρεφορμιστικά ρεύματα, που αναπτύσσονται στο έδαφος της κρίσης είναι μια κατ’ αρχήν υγιής αντίδραση στους κόλπους της κομμουνιστικής Αριστεράς. Γίνεται, όμως, αυτοκαταστροφική στο βαθμό που οδηγεί σε πολιτική παράλυση και «επαναστατική» κλειστοφοβία, που εμποδίζει τις πιο μάχιμες δυνάμεις να βγουν από τα λαγούμια τους, στο πεδίο της ανοιχτής, μαζικής δράσης, που σημαίνει αναγκαστικά δράση με εργαζόμενους πολύ διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων.Στις συλλογικές μας αναζητήσεις για μια μαχητική γραμμή απάντησης στην κρίση, θα μπορούσαμε, ενδεχομένως, να αντλήσουμε πολλά χρήσιμα πράγματα από ένα κριτικό ξαναδιάβασμα του Λένιν. Συγκεκριμένα, θα προτείναμε την μπροσούρα του Η καταστροφή που μας απειλεί και πως πρέπει να την καταπολεμήσουμε, όπως και το σύνολο των άρθρων και υλικών που περιέχονται στον Τόμο 34, στα Άπαντα (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή). Το σύνολο αυτών των κειμένων γράφτηκαν από τις 23 Ιουλίου μέχρι τις 6 Νοεμβρίου του 1917, δηλαδή από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Κορνίλοφ μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση.Αυτό που κάνει ιδιαίτερα χρήσιμα για τις σύγχρονες αναζητήσεις μας αυτά τα κείμενα (χωρίς βέβαια να τα καθιστά τυφλοσούρτη) είναι ότι γράφονται σε μια περίοδο όπου η σκιά της οικονομικής χρεοκοπίας και αποδιοργάνωσης πέφτει βαριά πάνω από την καπιταλιστική Ρωσία και ότι οι απότομες εναλλαγές της πολιτικής κατάστασης –όπου ο κίνδυνος της απολυταρχικής στροφής συνυπάρχει με τις επαναστατικές δυνατότητες– φέρνουν σε πρώτο πλάνο την ανάγκη αποτελεσματικής πολιτικής τακτικής. Χαρακτηριστικό του αδογμάτιστου, επαναστατικού ρεαλισμού του Λένιν είναι το γεγονός ότι στο διάστημα των τριών μηνών που καλύπτει ο συγκεκριμένος τόμος, άλλαξε ισάριθμες φορές θέσεις αναφορικά με το κατά πόσον τα σοβιέτ ήταν ή όχι ξεπερασμένα κι αν έμπαινε ή όχι ζήτημα ειρηνικής εξέλιξης της επανάστασης – ένα μάθημα για την ευελιξία που πρέπει να έχει η επαναστατική τακτική σε συνθήκες ασυνήθιστης ρευστότητας στο συσχετισμό των δυνάμεων και στην αλλαγή των πολιτικών συνθηκών.Στο άρθρο του «Σχετικά με τα συνθήματα», ο Λένιν υπερασπίζεται τη θέση ότι το σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ», που ήταν σωστό από τη δημοκρατική επανάσταση του Φλεβάρη μέχρι τα αντεπαναστατικά γεγονότα του Ιούλη, «ήταν σύνθημα ειρηνικής εξέλιξης της επανάστασης προς τα εμπρός». Προσθέτει δε ότι «αυτό θα ήταν το πιο εύκολο, το πιο σύμφορο για το λαό. Ένας τέτοιος δρόμος θα ήταν ο πιο ανώδυνος, και γι’ αυτό ακριβώς έπρεπε να αγωνιστούμε για το δρόμο αυτό με τον πιο δραστήριο τρόπο. Τώρα όμως ο αγώνας αυτός, ο αγώνας για το έγκαιρο πέρασμα της εξουσίας στα σοβιέτ έχει τελειώσει. Ο ειρηνικός δρόμος έχει γίνει ανέφικτος. Άρχισε ο μη ειρηνικός, ο πιο επίμονος δρόμος». Αργότερα, στο άρθρο «Ένα από τα θεμελιακά ζητήματα της επανάστασης», θα επέστρεφε στην ίδια προβληματική: «Η εξουσία στα σοβιέτ είναι το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει την παραπέρα εξέλιξη βαθμιαία, ειρηνική, ήσυχη, τέτοια που να ανταποκρίνεται απόλυτα στο επίπεδο της συνείδησης και της απόφασης της πλειοψηφίας των λαϊκών μαζών, στο επίπεδο της ίδιας τους της πείρας».Λίγο νωρίτερα, στο άρθρο του «Για τους συμβιβασμούς», ο Λένιν, αφού υπενθύμισε τη βιτριολική κριτική του Ένγκελς στους «ασυμβίβαστους» οπαδούς του ανόθευτου κομμουνισμού εδώ και τώρα, επανέφερε την πρόταση για ένα συμβιβασμό των μπολσεβίκων με τα μικροαστικά κόμματα των μενσεβίκων και των εσέρων στην εξής βάση: «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ, κυβέρνηση από εσέρους και μενσεβίκους υπόλογη απέναντι στα σοβιέτ». «Μόνο στο όνομα της ειρηνικής αυτής εξέλιξης της επανάστασης, δυνατότητας πολύ σπάνιας στην ιστορία και εξαιρετικά πολύτιμης», έγραφε ο Λένιν, είναι δυνατό κάτι τέτοιο. «Ο συμβιβασμός θα συνίστατο στο ότι οι μπολσεβίκοι, χωρίς να έχουν την αξίωση συμμετοχής στην κυβέρνηση (πράγμα αδύνατο για ένα διεθνιστή χωρίς ουσιαστική πραγματοποίηση των όρων της δικτατορίας του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς), θα παραιτούνταν από το να προβάλουν αμέσως τη διεκδίκηση για πέρασμα της εξουσίας στο προλεταριάτο και τους φτωχούς αγρότες, θα παραιτούνταν από τις επαναστατικές μεθόδους πάλης για τη διεκδίκηση αυτή».Στο κεντρικής σημασίας, για το ζήτημα που συζητάμε, κείμενο «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς να την καταπολεμήσουμε», ο Λένιν διαπιστώνει ότι «τη Ρωσία την απειλεί αναπότρεπτη καταστροφή» και χρεώνει στην αστική τάξη και στους μικροαστούς πολιτικούς την ανικανότητα να αντιμετωπίσουν το γενικό ξεχαρβάλωμα της παραγωγής, που έφερε ο πόλεμος. Προτείνει, εξ ονόματος των μπολσεβίκων ένα άμεσο πρόγραμμα πέντε σημείων για την αντιμετώπιση της κρίσης, με αιχμές τις εθνικοποιήσεις των τραπεζών και των μεγάλων μονοπωλιακών ενώσεων, τον εργατικό έλεγχο και την κατάργηση του εμπορικού απορρήτου. Διευκρινίζει μάλιστα ότι η εθνικοποίηση των τραπεζών «δεν αφαιρεί ούτε ένα απολύτως καπίκι από κανέναν ιδιοκτήτη», καθώς δεν απαλλοτριώνει κανέναν από τους τίτλους ιδιοκτησίας των κεφαλαιούχων και των καταθετών (μετοχές, ομόλογα, καταθέσεις κ.ά.). Επιπλέον, τονίζει ότι αυτά τα μέτρα θα ωφελούσαν όχι τόσο τους εργάτες, «που δεν έχουν πολλές δοσοληψίες με τις τράπεζες», όσο «τη μάζα των αγροτών και των μικροεπιχειρηματιών». Παρόμοια είναι η λογική του για το μέτρο που προτείνει περί υποχρεωτικής οργάνωσης των καπιταλιστών σε συνδικάτα. «Ένας τέτοιος νόμος (σ.σ. σαν τον γερμανικό), άμεσα, δηλαδή αυτός καθαυτός, δεν θίγει καθόλου τις σχέσεις ιδιοκτησίας, δεν αφαιρεί ούτε ένα καπίκι από κανέναν ιδιοκτήτη και δεν προδικάζει ακόμη αν ο έλεγχος θα γίνεται με αντιδραστική - γραφειοκρατική ή επαναστατική - δημοκρατική μορφή, κατεύθυνση, πνεύμα. Ανάλογοι νόμοι μπορούν και πρέπει να εκδοθούν αμέσως και στη χώρα μας, χωρίς να χάνουμε ούτε εβδομάδα πολύτιμου χρόνου και αφήνοντας στις ίδιες τις κοινωνικές συνθήκες να καθορίσουν πιο συγκεκριμένες μορφές εφαρμογής του νόμου».
Η δημοσιονομική κατάρρευση και οι μπολσεβίκοι!
«ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΠΙΟ ΟΔΥΝΗΡΑ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΤΙΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ»
Ξεχωριστή ενότητα της ίδιας μπροσούρας («Η καταστροφή που μας απειλεί...») αφιερώνεται στη «Δημοσιονομική χρεοκοπία και τα μέτρα για την αντιμετώπισή της». Εδώ ο Λένιν αναγνωρίζει ως πολύ σοβαρή τη δημοσιονομική κρίση γενικά και την απειλή του πληθωρισμού ιδιαίτερα. Γράφει σχετικά: «Η αύξηση αυτή (σ.σ. των τιμών των σιτηρών) σημαίνει πως θα έχουμε μια νέα χαώδη αύξηση της έκδοσης χαρτονομίσματος, ότι το προτσές της ανόδου της ακρίβειας θα κάνει ένα ακόμη βήμα προς τα μπρος, πως θα ενταθεί το δημοσιονομικό ξεχαρβάλωμα και θα πλησιάσει πιο πολύ η δημοσιονομική κατάρρευση». Αφού σημειώσει ότι οι εργάτες πληρώνουν πιο οδυνηρά από όλους τις συνέπειες του πληθωρισμού, ο Λένιν τονίζει: «Η απεριόριστη έκδοση χαρτονομίσματος ενθαρρύνει την κερδοσκοπία, δίνει τη δυνατότητα στους καπιταλιστές να κερδίζουν μ’ αυτήν εκατομμύρια και δημιουργεί τεράστιες δυσκολίες για την τόσο αναγκαία διεύρυνση της παραγωγής». Αργότερα, την περίοδο της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, έναν αναγκαστικό συμβιβασμό της εργατικής εξουσίας με το διεθνή καπιταλισμό που παρέμενε κυρίαρχος, ο Λένιν θα υπερασπιζόταν και πάλι την ανάγκη μιας σοσιαλιστικής δημοσιονομικής πειθαρχίας, με μέτρα καταπολέμησης του πληθωρισμού και ανόρθωσης του νομίσματος.Τέλος, αφού κάνει διάκριση ανάμεσα στον κατακτητικό, ιμπεριαλιστικό και τον επαναστατικό, προλεταριακό πόλεμο, ο Λένιν σημειώνει ότι τα μέτρα αντιμετώπισης της οικονομικής καταστροφής που εισηγείται «θα δυνάμωναν εξαιρετικά την αμυντική ικανότητα ή, για να το πούμε με άλλα λόγια, τη στρατιωτική ικανότητα της χώρας». Και παρακάτω: «Για να κάνουμε τη Ρωσία ικανή για άμυνα, για να πετύχουμε και σ’ αυτή θαύματα μαζικού ηρωισμού, πρέπει να σαρώσουμε με γιακωβίνικη σκληρότητα καθετί το παλιό και να ανανεώσουμε, να αναγεννήσουμε τη Ρωσία οικονομικά». Η σύντομη αυτή ξενάγηση στα κείμενα του Λένιν τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της Οκτωβριανής Επανάστασης δεν υπονοούν, βέβαια, ούτε ότι είχε σε όλα δίκιο, ούτε, πολύ περισσότερο, ότι οι λύσεις που πρότεινε για τη Ρωσία του 1917 μπορούν να μεταφερθούν δογματικά στην Ευρώπη του 2010. Ωστόσο, η γενική πολιτική φιλοσοφία και μεθοδολογία που αναδεικνύονται πίσω από τις γραμμές διατηρούν, πιστεύουμε, όλη την αξία τους στο σήμερα.
ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ!
Αριστερό πρόγραμμα εκτάκτου ανάγκης!
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ!
Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν έγκαιρα διατυπώσει προγραμματικές θέσεις για την αντιμετώπιση της βαθιάς οικονομικής κρίσης από τη σκοπιά των άμεσων και μακροπρόθεσμων εργατικών συμφερόντων. Η φιλοσοφία αυτών των θέσεων διαχωρίζεται από τις νεοκεϋνσιανές λογικές, που γνωρίζουν νέα έξαρση (ιδίως στο χώρο του ΣΥΝ - ΣΥΡΙΖΑ) και είναι όχι μόνο πολύ «μετριοπαθείς», αλλά και ανεδαφικές, καθώς η επέλαση του νεοφιλελελευθερισμού σε πρώτο χρόνο δεν έγινε δυνατή παρά μόνο πάνω στο έδαφος της χρεοκοπίας τους κεϋνσιανισμού. Εξίσου αποφασιστικά διαχωρίζεται από τον ιδεοληπτικό βολονταρισμό, που υπερπηδά το συσχετισμό δυνάμεων και τις άμεσες λαϊκές αγωνίες (π.χ. στην περίπτωση του ΚΚΕ, που θέτει ως άμεσο πολιτικό δίλημμα «αστική ή εργατική εξουσία») και χαράσσει με γραφειοκρατικό υποκειμενισμό σκληρές διαχωριστικές γραμμές με κριτήριο όχι την οικοδόμηση ενός νικηφόρου, μαζικού κινήματος, αλλά την «ιδεολογική αποκάλυψη» των άλλων αριστερών δυνάμεων. Η γενική λογική ενός άμεσου προγράμματος εκτάκτου ανάγκης απέναντι στην κρίση οφείλει να απαντά στις άμεσες αγωνίες πρωτίστως των εργατικών και, στη συνέχεια, των μικροαστικών μαζών χωρίς αυθαίρετα ιδεολογικά «προαπαιτούμενα», ποντάροντας στη δυνατότητα να οδηγηθούν οι μάζες αυτές σε μια συνολική, αντικαπιταλιστική λογική μέσα από την πείρα των ίδιων των αγώνων τους και τη διαλεκτική της κλιμάκωσης της ταξικής πάλης, όπου το ένα φέρνει το άλλο και ο κάθε κρίκος προετοιμάζει τον επόμενο. Γενικά, διαγράφουν ένα πρόγραμμα κλονισμού της αστικής κυριαρχίας και προσέγγισης της επαναστατικής προοπτικής, μέσα από τον κοινό αγώνα με κοινωνικές δυνάμεις που επηρεάζονται από το ρεφορμισμό - κεϋνσιανισμό και δεν έχουν πεισθεί ακόμη για τη δυνατότητα της επανάστασης.Στη σημερινή συγκυρία, που η υπαρκτή δημοσιονομική κρίση χρησιμοποιείται ως μοχλός ιδεολογικής τρομοκρατίας και κοινωνικής καταλήστευσης, οι δύο βασικοί κρίκοι για να ξεδιπλώσουμε μια αντικαπιταλιστική γραμμή μαζών είναι, κατά τη γνώμη μου, η στάση πληρωμών του δημοσίου χρέους και η ανατροπή του Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ. Το δεύτερο, με τις δρακόντειες, εντελώς εξωπραγματικές σε συνθήκες κρίσης, ρήτρες για το έλλειμμα και το χρέος (3% και 60% του ΑΕΠ αντίστοιχα) ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που άνοιξε, σε πρώτη φάση, τον κύκλο των κερδοσκοπικών επιθέσεων σε βάρος των ελληνικών ομολόγων και ο κύριος μηχανισμός πειρατικής ληστείας των μισθωτών. Η Αριστερά οφείλει να πάρει άμεσα πρωτοβουλίες για δημοψήφισμα ενάντια στο Σύμφωνο Σταθερότητας, κάτι που μπορεί να συσπειρώσει ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις και να γίνει γέφυρα συμμαχιών με προοδευτικά κινήματα της Ευρώπης. Μια τέτοια γραμμή θα συνοδεύεται από στόχους πάλης όπως η κατοχύρωση ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης, εγγυημένου από το κράτος, για κάθε ευρωπαίο πολίτη. Φυσικά, η ΕΕ της Μέρκελ δεν πρόκειται να δεχθεί την ανατροπή του Συμφώνου Σταθερότητας, οπότε θα ανοίξει ο δρόμος της απειθαρχίας - ανυπακοής στις ρήτρες του, αφήνοντας στις κυρίαρχες δυνάμεις της ΕΕ την ευθύνη για τον εξοστρακισμό της Ελλάδας απ’ αυτήν.Με τη σειρά της, αυτή η εξέλιξη θα συνοδευτεί από άμεση, μονομερή στάση πληρωμών (από την οποία θα ζημιωθούν κυρίως οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες), την επιβολή μέτρων εθνικού προστατευτισμού προς όφελος της αγροτικής οικονομίας και της βιομηχανίας, ενώ θα έρθει ως φυσική ανάγκη η εθνικοποίηση των τραπεζών με κοινωνικό έλεγχο για να αποτραπεί η κατάρρευσή τους και να περιοριστεί η φυγή κεφαλαίων. Μια τέτοια πολιτική, με τις αναγκαίες διεθνείς συμμαχίες για την κάλυψη των άμεσων αναγκών ρευστότητας, μπορεί να στηρίξει μια πολιτική πλήρους απασχόλησης με 35 ώρες εργασίας και αναδιανομή του πλούτου, εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο ταξικών συγκρούσεων που αργά ή γρήγορα, και μάλλον γρήγορα, θα θέσουν στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας.
**********

Δεν υπάρχουν σχόλια: