7/3/10

Η λίμα, η γάτα και το «καλό κουράγιο»!

Tου Παντελή Μπουκάλα.

Πρέπει να ’ταν η πρώτη φορά που δεν μας συνεπήρε ο ενθουσιασμός ακούγοντας έναν ξένο να λέει, δίκην χαιρετισμού ή ευχής, λίγες λέξεις στα ελληνικά. Από τον μακρινό καιρό που ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν έλεγε τα ερασμιακά ελληνικά του στο Ζάππειο (δίνοντας την ευκαιρία στον Χάρρυ Κλυνν να τον παρωδήσει ελευθερόστομα) μέχρι τα επίσης ελληνόηχα συγχαρητήρια που μας χάρισε ο Ζακ Ρογκ στους Ολυμπιακούς, σαν ισχνότατη ανταμοιβή για την αυτοκαταστροφική σπατάλη μας, όποτε κάποιος περαστικός ξένος, πολιτικός, διάσημος τραγουδιστής ή ηθοποιός, ελληνίζει όπως το επιβάλλει μια κάποια διπλωματία που δεν της λείπει πάντοτε ο δημαγωγικός τόνος, βιαζόμαστε να χαρούμε χαρά μεγάλη και να εντοπίσουμε ένα επιπλέον αποδεικτικό της διεθνούς ακτινοβολίας μας· οι έδρες των ελληνικών σπουδών στο εξωτερικό, αβοήθητες, μπορεί να μην πηγαίνουν και τόσο καλά, φαίνεται όμως ότι μας αρκούν λίγες λέξεις στα ελληνικά από τους φιλοξενουμένους μας.
Με το «καλό κουράγιο» ωστόσο που μας ευχήθηκε ελληνιστί ο κοινοτικός επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Ολι Ρεν, λίγο πριν φύγει μαζί με τη συνοδεία του, υψηλόβαθμα στελέχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αφήνοντάς μας στη στενοχώρια μας, δεν υπήρχε το παραμικρό περιθώριο για παρεξηγήσεις, άρα ούτε και για ενθουσιασμούς (και μάλλον δεν ευθύνεται γι’ αυτό το ότι η λέξη «κουράγιο» έλκει ιταλική κι εκείθε λατινική την καταγωγή της, και όχι αρχαιοελληνική). Πάλι καλά που την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε και δεν μας σύστησε να διαβάσουμε όλοι μας το «Μάνα Κουράγιο» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, γιατί πιθανόν σκέφτηκε ότι δεν είναι τώρα η καταλληλότερη στιγμή να πει κανείς οτιδήποτε καλό σε ελληνικά αυτιά για γερμανικό «προϊόν», του μπρεχτικού έργου συμπεριλαμβανομένου.
«Ο λόγος σου μας χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το», θα μπορούσε να απαντήσει κανείς, ολίγον αγενώς, στον κ. Ρεν, αλλά οι θυμόσοφες φράσεις κάθε γλώσσας μεταφράζονται σε άλλη γλώσσα σχεδόν τόσο δύσκολα όσο κι η ποίηση. Η αλήθεια πάντως είναι ότι χρειαζόμαστε πολύ κουράγιο. Για ν’ αντέξουμε. Για ν’ αντέξουμε καταρχάς τους τόσο πολλούς ξένους φίλους μας, πολιτικούς, τραπεζίτες, οικονομικούς αναλυτές και εκδότες περιοδικών ή εφημερίδων, που ανταγωνίζονται ποιος θα μας σώσει μια ώρα αρχύτερα. Ν’ αντέξουμε τους ελεγκτές που καταφτάνουν με προσβλητικά βαρύ ύφος (βρήκαν βέβαια και τα κάνουν, από ανοιχτές θύρες πέρασαν), για να τραβήξουν το αυτί των «ατάκτων» και των «καλοπερασάκηδων» και να τους βάλουν επιτέλους στη σωστή ευρωπαϊκή ρότα. Πρόκειται πάνω - κάτω για την ίδια ρότα που ακολουθεί η Γερμανία και κλονίζονται τα οικονομικά της, την ίδια που ακολουθεί η Αγγλία και κινδυνεύει η στερλίνα της, που μπήκε τώρα κι αυτή στο στόχαστρο των κερδοσκόπων, την ίδια με της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, που πρέπει να το ένιωσαν πια ότι έρχεται η σειρά τους να τις συγκαταλέξουν στις «χώρες–παρίες». Ηδη άλλωστε οι χώρες αυτές συναριθμήθηκαν από κακόγουστα ευφυολόγους αναλυτές στην ομαδούλα με τα προς σφαγήν γουρουνάκια, αγγλιστί pigs. Σύμφωνα μ’ αυτό το λογοπαικτικό καλαμπουράκι, που έχει πατέρα του έναν Αγγλο, τραπεζικό στέλεχος, τα κακά γουρουνάκια ήταν πέντε στην αρχή, η δε κοινή ονομασία τους ήταν PIIGS, από το πρώτο γράμμα του ονόματος κάθε χώρας στα αγγλικά: Portugal, Ireland, Italy, Greece, Spain. Kι όταν η Ιρλανδία «βρήκε το δρόμο της» και βγήκε από τη μέση, τα άθλια γουρούνια έγιναν PIGS: Portugal, Italy, Greece, Spain. Σίγουρα έχουμε δει και σοφότερα δείγματα του διάσημου βρετανικού χιούμορ.
Για να επιστρέψουμε όμως στο «καλό κουράγιο» που μας ευχήθηκε ο κ. Ρεν (με αδιόρατη ειρωνεία; με χαιρεκακία; ο θεός του το ξέρει), το χρειαζόμαστε οπωσδήποτε για ν’ αντέξουμε όσους σπεύδουν, με αυτοθυσιαστικό πάθος, να δανείσουν την Ελλάδα, είτε για κράτη πρόκειται, αποδεδειγμένα αδιάφορα για τη διόγκωση της πολιτικής τους ισχύος διαμέσου του οικονομικού εξαναγκασμού, είτε για θηριώδεις τραπεζικούς οργανισμούς, διαπιστωμένα αφιλοχρήματους. Η ιστορία των δανείων της είναι η ιστορία της χώρας μας, από το 1821 μέχρι τώρα. Γράφοντας ακριβώς γι’ αυτές τις αχώριστα διαπλεκόμενες ιστορίες ο Νίκος Μπελογιάννης, στο βιβλίο του «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα», θυμάται και θυμίζει «τον μύθο τη γάτας που έγλειφε το λάδι το χυμένο πάνω σε μια λίμα», για να δείξει παραστατικά πόσο επικίνδυνη είναι για την οικονομία αλλά και την ίδια την κυριαρχία και ανεξαρτησία μιας χώρας η δανειοληψία με εξουθενωτικούς ή και ταπεινωτικούς όρους, η οποία συνήθως συνοδεύεται από τη διασπάθιση των δανείων για την εξυπηρέτηση όχι των πραγματικών και πραγματικά εθνικών αναγκών αλλά των πάσης φύσεως ημετέρων, κομματαρχών, τραπεζαρχών κ.τ.λ.
Τι απέγινε, λόγου χάρη, το πρώτο κιόλας δάνειο, το 1823, στην καρδιά της Επανάστασης, όταν χρειάζονταν χρήματα για ντουφέκια και βόλια; «Υστερα από τόσες περιπέτειες και προσπάθειες», λέει ο Μπελογιάννης μνημονεύοντας τη «γενναιοδωρία» των Αγγλων δανειστών, «η κυβέρνηση του Αργους πήρε 348.000 λίρες σε μετρητά και 11.900 σε πολεμοφόδια», αλλά «38.000 από τις 348.000 μείνανε στο Λονδίνο. Κατάντησε δηλαδή να πάρουμε μόλις 310.000 λίρες, ενώ στα βιβλία των τοκογλύφων η Ελλάδα ήταν χρεωμένη με 800.000!» Και επειδή οι κακόπιστοι ενδέχεται να σκεφτούν ότι όλα αυτά κατά των δανείων τα λέει ένας εκτελεσθείς «ανθέλλην», ιδού τι έγραφε το 1823 ο οπλαρχηγός Πανουργιάς σε άλλους καπεταναίους, βάλλοντας κατά του Μαυροκορδάτου και του σχεδίου του για σύναψη δανείου με τους Αγγλους: «Στοχαζόμεθα ότι δεν θέλετε συγκατανεύσει εις εν τοιούτον ποταπόν και βδελυρόν έργον, διότι θέλομεν θάψει ου μόνον την ην εις τρία έτη ήδη με ρύακας αίματος απεκτήσαμεν δόξαν διά του τοιούτου αλλά και επισωρευθώμεν με όνειδος και ύβρεις από τα αλλοδαπά φωτισμένα έθνη, διότι προδίδομεν και ρίπτομεν υπό ζυγόν τυραννικώτερον του πρώτου το ταλαίπωρον έθνος μας, το οποίον δεικνύεται ότι ενεπιστεύθη εις την δύναμιν του Υψίστου και των όπλων μας την ελευθερίαν του. Αδελφοί! Αυτός ο περί τα νυν πραγματευόμενος διά να δανεισθή [...] δεν βαδίζει ειμή να εξουθενώση την δύναμιν των όπλων μας. [...] Εξυπνήσατε, αδελφοί, τον λαόν από την πλάνην εις την οποίαν ο πανούργος με την υποκρισίαν του το έρριψε· πληροφορήσατέ τον, ότι ένεκα των δανείων η πατρίς πωλείται».
Τέλος, βέβαιο είναι ότι χρειαζόμαστε πολύ κουράγιο, ανεξάντλητο, για ν’ αντέξουμε τους δικούς μας σωτήρες και ναυαγοσώστες, όσους τώρα μας κυβερνούν, όσους μας κυβερνούσαν μέχρι λίγο πριν, κι όσους κρατούσαν τα ηνία ακόμα πιο πριν. Σαν αθώοι του αίματος πολιτεύονται τώρα. Σαν υπεράνω πάσης υποψίας και εκτός πάσης ευθύνης φέρονται. Θαρρείς και, για να ψηφοθηρήσουν (για να μην πούμε τίποτε χειρότερο), δεν επέτρεψαν στη διαφθορά να βασιλέψει. Θαρρείς και δεν διοίκησαν άφρονα, πελατειακά, δίχως μνήμη παρελθόντος, άρα και δίχως έγνοια μέλλοντος. Ωστε, τι άλλο, καλό μας κουράγιο...

Δεν υπάρχουν σχόλια: