Η αμεσότερη επαφή με την αρχαία ελληνική δημιουργία που παρατηρείται τον 10ο και τον 11ο αιώνα, ύστερα από την «αναγέννηση» του 9ου αιώνα, αποτέλεσμα της πνευματικής αναταραχής που προκάλεσε η εικονομαχία, αρχίζει βέβαια να ξανασυνδέει στη συνείδηση μερικών από τους σημαντικότερους αντιπροσώπους της κίνησης αυτής το πολιτιστικό παρόν με την ελληνική παράδοση. Η έννοια Έλλην-ελληνικός, χωρίς να πάψει να σημαίνει κυρίως τον ειδωλολάτρη, αρχίζει να ξαναποχτά για μερικούς το πολιτιστικό της περιεχόμενο. Ήδη στον Φώτιο, καθαρότερα στους ανθρωπιστές του 11ου αιώνα με κύριο εκπρόσωπο τον Ψελλό, διακρίνουμε καθαρά μια σταθερή προσπάθεια αποκατάστασης της καταδικασμένης ως τα τότε ελληνικής παιδείας και γενικότερα της ελληνικής σκέψης, με την προβολή των στοιχείων εκείνων που όχι μόνο δεν αντίκεινται στη χριστιανική πίστη, αλλά κατά κάποιον τρόπο την προετοίμαζαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο λόγιος μητροπολίτης Ιωάννης Μαυρόπους, δάσκαλος του Ψελλού, προσεύχεται στον Χριστό για τη σωτηρία της ψυχής του Πλάτωνα και του Πλουτάρχου, γιατί με τη ζωή τους και τη σκέψη τους ήταν κοντά στον νόμο που κήρυξε ο Χριστός. Η αποκατάσταση όμως αυτή της ελληνικής παιδείας, που ξεχωρίζεται από την ελληνική θρησκεία, δεν μπορεί ακόμα να επιβληθεί γενικά. Η ελληνική παράδοση δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόμα ως προγονική κληρονομιά. Εξακολουθεί να προκαλεί την αντίδραση της μεγάλης μερίδας των βυζαντινών λογίων και κυρίως του ορθόδοξου κλήρου, που υποστηρίζεται από το επίσημο κράτος. Οι περισσότεροι από τους αντιπροσώπους της αναγεννητικής αυτής κίνησης, ο Λέων ο Μαθηματικός (9ος αι.), ο Φώτιος (9ος-10ος αι.), ο Ψελλός (11ος αι.) και άλλοι κατηγορούνται ως ελληνίζοντες και μάγοι και υποχρεώνονται να απολογηθούν και να τονίσουν όχι μόνο την απόσταση που χωρίζει τη χριστιανική πίστη από την ελληνική σκέψη, αλλά και την ανωτερότητα του δικού τους βυζαντινού χριστιανικού πολιτισμού, που στηρίζεται στην αλήθεια, εν σχέσει με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, που, παρά τη θαυμαστή του λαμπρότητα της έκφρασης, εκήρυττε ψεύτικα ιδεώδη.
Το επίσημο λοιπόν αυτό πολιτιστικό ρεύμα, που κατευθύνεται από τους αυλικούς και γενικότερα από τους ανώτερους κοινωνικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης και μερικών άλλων μεγάλων κέντρων της Αυτοκρατορίας και απευθύνεται σε έναν περιορισμένο κύκλο γαιοκτημόνων-αξιωματούχων της Αυτοκρατορίας και της εκκλησίας, με ποικίλη εθνολογική προέλευση, εκφράζει κατά πρώτο λόγο, με το περιεχόμενό του, τον οικουμενικό και χριστιανικό χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας.
Συνοψίζοντας σε ένα γενικότατο διάγραμμα την ως εδώ εξέλιξη του Ελληνισμού, διακρίνουμε στην εξέλιξη τούτη δύο κύριες κατευθύνσεις. Πρώτα-πρώτα μια σταθερή πορεία προς την ενότητα: συγχώνευση των διαφόρων ελληνικών φύλων με τα αυτόχθονα στοιχεία της κυρίως Ελλάδας και των νησιών της, είσοδος στο πανελλήνιο τούτο σύνολο νέων βορειοτέρων λαών περισσότερο ή λιγότερο συγγενικών, στενότερος σύνδεσμος των διαφόρων ελληνικών ομάδων που βρίσκονται ήδη από την αρχαιότητα διασκορπισμένες στα διάφορα σημεία της Ανατολής. Η πορεία προς την ενότητα δεν διακόπτεται με την εξάπλωση του Ελληνισμού σε όλο και μεγαλύτερους χώρους, γιατί συνοδεύεται με τον εξελληνισμό ενός μεγάλου μέρους των ξένων εθνολογικά λαών, που ανάμεσά τους εγκαταστάθηκε ο Ελληνισμός, και με μια όλο και πιο βαθειά πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ενότητα. Η πορεία τούτη οδήγησε στη δημιουργία ενός ενιαίου ελληνικού λαού, μιας ελληνικής εθνότητας, με συνείδηση της ιστορικής του συνέχειας.
Έπειτα από την εμφάνιση μιας οικουμενικής τάσης, που αρχίζει να εμφανίζεται από την ελληνιστική εποχή, αναπτύσσεται κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και κυριαρχεί με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η ιδέα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο Χριστιανισμός που συνδέουν τώρα τον Ελληνισμό με τους άλλους λαούς που συγκροτούν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, προκαλούν ένα σοβαρό ρήγμα στη συνείδηση της ιστορικής του συνέχειας, ρήγμα που φαίνεται καθαρότερα στον επίσημο πολιτισμό της Αυτοκρατορίας, που, παρ’ όλο το ελληνικό του υπόστρωμα, θέλει να εκφράσει την οικουμενικότητα της Αυτοκρατορίας, και που το πολιτιστικό χάσμα που τη χαρακτηρίζει, τον απομακρύνει όλο και περισσότερο από τις λαϊκές του ρίζες. Η αυτοκρατορική και χριστιανική αυτή οικουμενικότητα αναστέλλει για κάμποσους αιώνες την ανάπτυξη στον λαό αυτό, ή στην εθνότητα αυτή, μιας εθνικής συνείδησης και τη μεταβολή της σε τελειωμένο έθνος, δεν είχε όμως διασπάσει την ενότητα του ως λαού, ως εθνότητας.
Πράγματι, η εθνολογική διάκριση ανάμεσα στους διαφόρους λαούς-εθνότητες της Αυτοκρατορίας, έστω και λόγω των γλωσσικών τους διαφορών, που για τους συγχρόνους ήταν δείγμα περισσότερο ή λιγότερο εθνολογικών διαφορών, δεν είχε πάψει να υφίσταται. Τα παραδείγματα αφθονούν. Απλή ανάγνωση των Βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων –το παράδειγμα του περί θεμάτων του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου είναι αρκετό– δείχνει τις εθνολογικές αυτές διακρίσεις. Οι Έλληνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δίπλα στο κοινό όνομα Ρωμαίος (Ρωμιός), που δίνεται σε όλους του υπηκόους της Αυτοκρατορίας ανεξάρτητα από εθνολογική προέλευση, χρησιμοποιούν ήδη από τον 6ο αιώνα τον όρο Γραικός, παλαιό όνομα των Ελλήνων, όταν θέλουν να δηλώσουν την ελληνική τους εθνότητα και να διακριθούν από τους μη ελληνικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας. Τον όρο Γραικός τον βρίσκουμε στον ιστορικό Πρίσκο (6ος αι.), που αναφέρει ότι κάποιος που μιλάει ελληνικά θεωρείται «Γραικός το γένος», στον Προκόπιο, που τον χρησιμοποιεί δίπλα στον όρο Έλλην για τους κατοίκους της Ελλάδας, στον Ησύχιο που ερμηνεύει «Γραικός, Έλλην», στον Θεόδωρο Στουδίτη, στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (10ος αι.), στον Κεδρηνό και σε άλλους. Στους μεταγενέστερους ιστορικούς ο όρος απαντά συχνότερα. Άλλωστε ο ίδιος ο όρος Έλλην, αν είχε χάσει την εθνολογική του σημασία για τους λογίους, είναι πολύ πιθανόν ότι διατηρήθηκε, δίπλα στον όρο Ρωμαίος, στον ελληνικό λαό, όπως φαίνεται από μερικά δημοτικά τραγούδια, που, μολονότι δεν είναι αρχαιότερα από τον 15ο αιώνα, μπορούν να απηχούν παλαιότερες καταστάσεις. Ιδιαίτερα ο όρος φαίνεται να διατηρήθηκε στους κατοίκους της Ελλάδας, η οποία κράτησε άλλωστε το όνομά της ως όνομα γεωγραφικής ενότητας, και στην οποία το όνομα ελλαδικός που δίδεται στους κατοίκους, ήδη πριν από τον 6ο αιώνα, υπενθυμίζει την ελληνική τους καταγωγή· ακόμη, σε περιοχές όπως τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, και κυρίως τα παράλια του Πόντου, όπου η ανάμνηση της ελληνικής καταγωγής των κατοίκων τους έμεινε ζωντανή. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος διακρίνει εθνολογικά τους κατοίκους της Μάνης από τους γείτονες Σλάβους του Ταϋγέτου και ξέρει ότι κατάγονται «εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων», και, ακόμη, ότι στην εποχή του «παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται», γιατί σε παλαιότερα χρόνια ήταν ειδωλολάτρες «κατά τους παλαιούς Έλληνας». Ο ίδιος, μιλώντας για το θέμα Παφλαγονίας και το «έθνος» των Παφλαγόνων, διακρίνει τις παραθαλάσιες πόλεις (Σινώπη, Αμάσεια, Τήιον και Αμινσός), για τις οποίες γράφει: «Ελληνίδες εισί πόλεις και Ελλήνων άποικοι». Το θέμα Χαλδαίας και η Τραπεζούς «Ελλήνων εισί αποικίαι». Ας προστεθεί, ακόμα, ότι η γλώσσα που μιλούν οι Έλληνες της Αυτοκρατορίας δεν έπαψε να ονομάζεται ελληνική.
Η χρήση αυτή του όρου Έλλην με την εθνολογική του σημασία και η κάποια ταύτιση του όρου Ρωμαίος με τον όρο Έλλην θα γενικευθούν στους κατοπινούς αιώνες. Από τους ελληνιστικούς λοιπόν χρόνους, και κυρίως από τον 3ο μ.Χ. αιώνα, μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ύστερα στο Βυζάντιο, η εξάπλωση του αρχαίου Ελληνισμού στην Ανατολή και η συνεχής αφομοίωση ξένων στοιχείων, εθνολογικών και πολιτιστικών, καταλήγει στον σχηματισμό μιας νέας ιστορικής σύνθεσης, με διαφορετικές εθνολογικές αναλογίες και διαφορετικό συνειδησιακό περιεχόμενο, στον μεσαιωνικό ή βυζαντινό Ελληνισμό. Οι διαφορές αυτές, που τονίζονται άλλωστε από τον ίδιο τον βυζαντινό Ελληνισμό, ως το σημείο που να ξεχωρίσει ο ίδιος τον εαυτό του από τον αρχαίο, να απαρνηθεί το ίδιο του το όνομα και να διακόψει στη συνείδησή του την πολιτιστική του συνέχεια, επιβάλλουν βέβαια την ποιοτική διαφοροποίηση του μεσαιωνικού Ελληνισμού από τον αρχαίο (το επίθετο μεσαιωνικός δεν εκφράζει εδώ μόνο μια χρονολογική αλλά και κάποια ποιοτική διαφορά). Όμως τα στοιχεία της αδιάκοπης πολιτιστικής και ως ένα σημείο της εθνολογικής συνέχειας, που, έστω και λανθάνοντα στη συνείδησή του, υπάρχουν και δρουν στην πραγματικότητα (το πιο χειροπιαστό είναι η ελληνική γλώσσα), εμποδίζουν να δούμε στον μεσαιωνικό Ελληνισμό έναν νέο λαό, μια καινούργια εθνότητα, άσχετη, ή με κάποια μόνο μακρινή σχέση με τον αρχαίο Ελληνισμό, αλλά μας κάνουν να βλέπουμε σε αυτόν μια νέα φάση του ίδιου λαού, που με την ενηλικίωση αλλάζει τη φυσιογνωμία του. 0 ίδιος αυτός λαός, η ίδια αυτή εθνότητα, όταν οι νέες συνθήκες θα προκαλέσουν το προοδευτικό αδυνάτισμα της Αυτοκρατορίας, ως τη διάλυσή της, και κατά συνέπεια την υποχώρηση της οικουμενικής χριστιανικής ιδέας, θα αρχίσει να παίρνει συνείδηση του εαυτού του και της ιστορικής του συνέχειας, να ξανασυνδέεται με τον αρχαίο Ελληνισμό και, γεφυρώνοντας το πολιτιστικό του χάσμα, να δημιουργεί ξανά έναν πολιτισμό με λαϊκές ρίζες, με έναν λόγο να δημιουργεί ελληνική εθνική συνείδηση.
Το επίσημο λοιπόν αυτό πολιτιστικό ρεύμα, που κατευθύνεται από τους αυλικούς και γενικότερα από τους ανώτερους κοινωνικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης και μερικών άλλων μεγάλων κέντρων της Αυτοκρατορίας και απευθύνεται σε έναν περιορισμένο κύκλο γαιοκτημόνων-αξιωματούχων της Αυτοκρατορίας και της εκκλησίας, με ποικίλη εθνολογική προέλευση, εκφράζει κατά πρώτο λόγο, με το περιεχόμενό του, τον οικουμενικό και χριστιανικό χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας.
Συνοψίζοντας σε ένα γενικότατο διάγραμμα την ως εδώ εξέλιξη του Ελληνισμού, διακρίνουμε στην εξέλιξη τούτη δύο κύριες κατευθύνσεις. Πρώτα-πρώτα μια σταθερή πορεία προς την ενότητα: συγχώνευση των διαφόρων ελληνικών φύλων με τα αυτόχθονα στοιχεία της κυρίως Ελλάδας και των νησιών της, είσοδος στο πανελλήνιο τούτο σύνολο νέων βορειοτέρων λαών περισσότερο ή λιγότερο συγγενικών, στενότερος σύνδεσμος των διαφόρων ελληνικών ομάδων που βρίσκονται ήδη από την αρχαιότητα διασκορπισμένες στα διάφορα σημεία της Ανατολής. Η πορεία προς την ενότητα δεν διακόπτεται με την εξάπλωση του Ελληνισμού σε όλο και μεγαλύτερους χώρους, γιατί συνοδεύεται με τον εξελληνισμό ενός μεγάλου μέρους των ξένων εθνολογικά λαών, που ανάμεσά τους εγκαταστάθηκε ο Ελληνισμός, και με μια όλο και πιο βαθειά πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ενότητα. Η πορεία τούτη οδήγησε στη δημιουργία ενός ενιαίου ελληνικού λαού, μιας ελληνικής εθνότητας, με συνείδηση της ιστορικής του συνέχειας.
Έπειτα από την εμφάνιση μιας οικουμενικής τάσης, που αρχίζει να εμφανίζεται από την ελληνιστική εποχή, αναπτύσσεται κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και κυριαρχεί με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η ιδέα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο Χριστιανισμός που συνδέουν τώρα τον Ελληνισμό με τους άλλους λαούς που συγκροτούν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, προκαλούν ένα σοβαρό ρήγμα στη συνείδηση της ιστορικής του συνέχειας, ρήγμα που φαίνεται καθαρότερα στον επίσημο πολιτισμό της Αυτοκρατορίας, που, παρ’ όλο το ελληνικό του υπόστρωμα, θέλει να εκφράσει την οικουμενικότητα της Αυτοκρατορίας, και που το πολιτιστικό χάσμα που τη χαρακτηρίζει, τον απομακρύνει όλο και περισσότερο από τις λαϊκές του ρίζες. Η αυτοκρατορική και χριστιανική αυτή οικουμενικότητα αναστέλλει για κάμποσους αιώνες την ανάπτυξη στον λαό αυτό, ή στην εθνότητα αυτή, μιας εθνικής συνείδησης και τη μεταβολή της σε τελειωμένο έθνος, δεν είχε όμως διασπάσει την ενότητα του ως λαού, ως εθνότητας.
Πράγματι, η εθνολογική διάκριση ανάμεσα στους διαφόρους λαούς-εθνότητες της Αυτοκρατορίας, έστω και λόγω των γλωσσικών τους διαφορών, που για τους συγχρόνους ήταν δείγμα περισσότερο ή λιγότερο εθνολογικών διαφορών, δεν είχε πάψει να υφίσταται. Τα παραδείγματα αφθονούν. Απλή ανάγνωση των Βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων –το παράδειγμα του περί θεμάτων του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου είναι αρκετό– δείχνει τις εθνολογικές αυτές διακρίσεις. Οι Έλληνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δίπλα στο κοινό όνομα Ρωμαίος (Ρωμιός), που δίνεται σε όλους του υπηκόους της Αυτοκρατορίας ανεξάρτητα από εθνολογική προέλευση, χρησιμοποιούν ήδη από τον 6ο αιώνα τον όρο Γραικός, παλαιό όνομα των Ελλήνων, όταν θέλουν να δηλώσουν την ελληνική τους εθνότητα και να διακριθούν από τους μη ελληνικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας. Τον όρο Γραικός τον βρίσκουμε στον ιστορικό Πρίσκο (6ος αι.), που αναφέρει ότι κάποιος που μιλάει ελληνικά θεωρείται «Γραικός το γένος», στον Προκόπιο, που τον χρησιμοποιεί δίπλα στον όρο Έλλην για τους κατοίκους της Ελλάδας, στον Ησύχιο που ερμηνεύει «Γραικός, Έλλην», στον Θεόδωρο Στουδίτη, στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (10ος αι.), στον Κεδρηνό και σε άλλους. Στους μεταγενέστερους ιστορικούς ο όρος απαντά συχνότερα. Άλλωστε ο ίδιος ο όρος Έλλην, αν είχε χάσει την εθνολογική του σημασία για τους λογίους, είναι πολύ πιθανόν ότι διατηρήθηκε, δίπλα στον όρο Ρωμαίος, στον ελληνικό λαό, όπως φαίνεται από μερικά δημοτικά τραγούδια, που, μολονότι δεν είναι αρχαιότερα από τον 15ο αιώνα, μπορούν να απηχούν παλαιότερες καταστάσεις. Ιδιαίτερα ο όρος φαίνεται να διατηρήθηκε στους κατοίκους της Ελλάδας, η οποία κράτησε άλλωστε το όνομά της ως όνομα γεωγραφικής ενότητας, και στην οποία το όνομα ελλαδικός που δίδεται στους κατοίκους, ήδη πριν από τον 6ο αιώνα, υπενθυμίζει την ελληνική τους καταγωγή· ακόμη, σε περιοχές όπως τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, και κυρίως τα παράλια του Πόντου, όπου η ανάμνηση της ελληνικής καταγωγής των κατοίκων τους έμεινε ζωντανή. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος διακρίνει εθνολογικά τους κατοίκους της Μάνης από τους γείτονες Σλάβους του Ταϋγέτου και ξέρει ότι κατάγονται «εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων», και, ακόμη, ότι στην εποχή του «παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται», γιατί σε παλαιότερα χρόνια ήταν ειδωλολάτρες «κατά τους παλαιούς Έλληνας». Ο ίδιος, μιλώντας για το θέμα Παφλαγονίας και το «έθνος» των Παφλαγόνων, διακρίνει τις παραθαλάσιες πόλεις (Σινώπη, Αμάσεια, Τήιον και Αμινσός), για τις οποίες γράφει: «Ελληνίδες εισί πόλεις και Ελλήνων άποικοι». Το θέμα Χαλδαίας και η Τραπεζούς «Ελλήνων εισί αποικίαι». Ας προστεθεί, ακόμα, ότι η γλώσσα που μιλούν οι Έλληνες της Αυτοκρατορίας δεν έπαψε να ονομάζεται ελληνική.
Η χρήση αυτή του όρου Έλλην με την εθνολογική του σημασία και η κάποια ταύτιση του όρου Ρωμαίος με τον όρο Έλλην θα γενικευθούν στους κατοπινούς αιώνες. Από τους ελληνιστικούς λοιπόν χρόνους, και κυρίως από τον 3ο μ.Χ. αιώνα, μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ύστερα στο Βυζάντιο, η εξάπλωση του αρχαίου Ελληνισμού στην Ανατολή και η συνεχής αφομοίωση ξένων στοιχείων, εθνολογικών και πολιτιστικών, καταλήγει στον σχηματισμό μιας νέας ιστορικής σύνθεσης, με διαφορετικές εθνολογικές αναλογίες και διαφορετικό συνειδησιακό περιεχόμενο, στον μεσαιωνικό ή βυζαντινό Ελληνισμό. Οι διαφορές αυτές, που τονίζονται άλλωστε από τον ίδιο τον βυζαντινό Ελληνισμό, ως το σημείο που να ξεχωρίσει ο ίδιος τον εαυτό του από τον αρχαίο, να απαρνηθεί το ίδιο του το όνομα και να διακόψει στη συνείδησή του την πολιτιστική του συνέχεια, επιβάλλουν βέβαια την ποιοτική διαφοροποίηση του μεσαιωνικού Ελληνισμού από τον αρχαίο (το επίθετο μεσαιωνικός δεν εκφράζει εδώ μόνο μια χρονολογική αλλά και κάποια ποιοτική διαφορά). Όμως τα στοιχεία της αδιάκοπης πολιτιστικής και ως ένα σημείο της εθνολογικής συνέχειας, που, έστω και λανθάνοντα στη συνείδησή του, υπάρχουν και δρουν στην πραγματικότητα (το πιο χειροπιαστό είναι η ελληνική γλώσσα), εμποδίζουν να δούμε στον μεσαιωνικό Ελληνισμό έναν νέο λαό, μια καινούργια εθνότητα, άσχετη, ή με κάποια μόνο μακρινή σχέση με τον αρχαίο Ελληνισμό, αλλά μας κάνουν να βλέπουμε σε αυτόν μια νέα φάση του ίδιου λαού, που με την ενηλικίωση αλλάζει τη φυσιογνωμία του. 0 ίδιος αυτός λαός, η ίδια αυτή εθνότητα, όταν οι νέες συνθήκες θα προκαλέσουν το προοδευτικό αδυνάτισμα της Αυτοκρατορίας, ως τη διάλυσή της, και κατά συνέπεια την υποχώρηση της οικουμενικής χριστιανικής ιδέας, θα αρχίσει να παίρνει συνείδηση του εαυτού του και της ιστορικής του συνέχειας, να ξανασυνδέεται με τον αρχαίο Ελληνισμό και, γεφυρώνοντας το πολιτιστικό του χάσμα, να δημιουργεί ξανά έναν πολιτισμό με λαϊκές ρίζες, με έναν λόγο να δημιουργεί ελληνική εθνική συνείδηση.
Νίκου Σβορώνου, Το Ελληνικό έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, πρόλογος Σπύρου Ασδραχά, Εκδόσεις “Πόλις”, Αθήνα 2004, σσ. 58-70.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου