Tου Παντελή Μπουκάλα.
Το ακούμε και το ξανακούμε, να το λένε με την πατερναλιστική σιγουριά τους οι εφημερεύοντες και διανυκτερεύοντες διαγνώστες των τηλεοπτικών παραθύρων, βουλευτές, κομματικοί αρχηγοί, αξιωματούχοι της ιεροσύνης, αλλά και στην παρέα μας, να το πετάνε κάποια στιγμή φίλοι και γνώριμοι σαν έσχατο «επιχείρημα». Το διαβάζουμε και το ξαναδιαβάζουμε, σε μακροσκελείς αναλύσεις, σε ακαριαία παραπολιτικά σχόλια, σε συνεντεύξεις. Και, παρασυρμένοι κι εμείς, σπεύδουμε, παρακινημένοι από τον στιγμιαίο θυμό μας ή την παροδική απογοήτευση, να πολιτογραφηθούμε υπήκοοι του Κοινού Τόπου και να επαναλάβουμε αυτό που χιλιάδες φορές ακούσαμε και διαβάσαμε και χαράχτηκε μέσα μας πιο βαθιά κι απ’ ό,τι οι δέκα εντολές στις πλάκες του Μωυσή. Οτι, δηλαδή, «αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα», «αυτή είναι η Ελλάδα», άρα, «τι να κάνουμε;», ή, ακόμα χειρότερα, «γιατί να κάνουμε οτιδήποτε, γιατί να προσπαθήσουμε να κάνουμε το παραμικρό αν τέτοια είναι η ρότα μας;».
Ο επισημότερος εκφραστής αυτής της αποκαρδιωμένης αλλά και αποκαρδιωτικής άποψης υπήρξε, αν θυμάμαι καλά, ο κ. Κώστας Σημίτης, μ’ εκείνο το ανοίκειο για κυβερνήτη «αυτή είναι η Ελλάδα», μετά το ναυάγιο του «Σαμίνα». Και ο τελευταίος, μέχρι στιγμής εννοείται, στην ακολουθία, ήταν ο μπασκετμπολίστας Θοδωρής Παπαλουκάς, ο οποίος, τις παραμονές του τελικού Κυπέλλου ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, και βλέποντας να ξαναστήνεται, κατά το έθιμο των τελευταίων ετών, ένα σκηνικό πολεμικό παρά γιορτινό, κατέληξε απογοητευμένος στο έτοιμο από πολύ καιρό συμπέρασμα, που ώρες ώρες μοιάζει σαν μοιρολόι δίχως κλάμα, σαν μια λαβή για να πιαστούμε κι ας μη στηρίζεται η ίδια πουθενά: «Αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα». Τι είναι ή τι νομίζουμε πως είναι αυτή η πραγματικότητα; Ενα μαγικό αντικλείδι πιστεύουμε πως είναι, ένα πασπαρτού, που, θαρρείς και συνοψίζει όλη τη σοφία της κοινωνιολογίας, της ανθρωπολογίας και της ψυχολογίας, υποτίθεται ότι μας επιτρέπει να ξεκλειδώσουμε άκοπα κάθε μυστικό και να ερμηνεύσουμε αυθεντικά κάθε μυστήριο, από αυτά που ανελλιπώς παράγει μια κοινωνία κατά τη διαδρομή της και μέσα από τις στάσεις και τις συγκρούσεις της.
Ιδού ελάχιστα από τα στοιχεία και τα γνωρίσματα που συνηθίζουμε να αποδίδουμε στην «ελληνική πραγματικότητα»: Να διδάσκουμε αθλητικό ιδεώδες την οικουμένη όλη, κληρονόμοι, θεματοφύλακες και εξαγωγείς ιδεών εμείς, αλλά, για να γυρίσουμε στο μπάσκετ, να διοργανώνουμε τελικούς με μισοάδειες τις εξέδρες, προληπτικώς, προς αποφυγήν επεισοδίων, και να καμαρώνουμε μάλιστα έπειτα επειδή τα καταφέραμε, χάρη στην πολιτισμένη αναλογία «δύο αστυνομικοί - ένας οπαδός». Να διπλοτριπλοπαρκάρουμε, «για μισό λεπτό» εννοείται, και με τα αλάρμ αναμμένα, κι αυτό εννοείται, αλλά να μας ανάβουν τα γλομπάκια και να κατεβάζουμε καντήλια όταν βλέπουμε άλλους διπλοπαρκαρισμένους, «για μισό λεπτό» εννοείται, που μας εμποδίζουν «με τον τσαμπουκά και τον ετσιθελισμό» τους, όπως τους κατακεραυνώνουμε. Να καθυβρίζουμε το βράδυ στην ταβέρνα με τους φίλους μας τους διεφθαρμένους των (γραφειο)κρατικών μηχανισμών και το πρωί να πηγαίνουμε στη μια ή την άλλη (γραφειο)κρατική υπηρεσία δι’ υπόθεσίν μας μ’ έναν τενεκέ λάδι στα χέρια (απ’ το χωριό εννοείται, αγνό), για να το προσφέρουμε έναντι του γρηγοροσήμου ή του παρατυποσήμου ή του παρανομοσήμου που έχουμε ανάγκη. Να χτίζουμε το άνετο αυθαιρετάκι μας στην καρδιά του περιαστικού δάσους, καλυμμένοι ενίοτε πίσω από την ταμπέλα κάποιου «Φυσιολατρικού Συλλόγου», κι όταν έρχεται η πυρκαγιά να ουρλιάζουμε στις κάμερες «πού είναι το κράτος;» Να ζούμε σε εποχή βαριάς υποτίθεται οικονομικής κρίσης και, με την απεργία των τελεωνειακών, να ακινητοποιούνται στο λιμάνι του Πειραιά καμιά πεντακοσαριά υπερπολυτελή αυτοκίνητα, παραγγελία δυσπραγούντων συμπολιτών μας, που προφανώς τα χρειάζονται για ψυχολογικούς λόγους, να πάνε τη βόλτα τους μ’ αυτά για να συνέρθουν απ’ όσα στενάχωρα ακούνε για εθνικές χρεοκοπίες και ευρωπαϊκές επιτηρήσεις. Να βγαίνουμε στα ραδιόφωνα και τα πρωινάδικα της τηλεόρασης και να στολίζουμε κάποιους που κλείνουν τους δρόμους με τη διαδήλωσή τους και σε πέντε - δέκα μέρες να κλείνουμε κι εμείς τους δρόμους με τη δική μας διαδήλωση και το δικό μας δίκιο και ν’ ακούμε από τα ραδιόφωνα και τα πρωινάδικα να μας στολίζουν εκείνοι οι ίδιοι που είχαν ακούσει νωρίτερα τα δικά μας κοσμητικά.
Ερώτημα πρώτο, λοιπόν: Είναι μοιραία αυτή η «ελληνική πραγματικότητα»; Και ποια νομοτέλεια, εξωιστορική, υπερβατική, ουρανοκατέβατη, γονιδιακή ή οτιδήποτε άλλο, την επιβάλλει, τη στερεώνει, την προστατεύει διαρκώς από μικρορωγμές ή σοβαρά ρήγματα; Ποιοι δαίμονες ή θεοί, ποιες μοίρες, πέρα από τις τρεις αρχαιόθεν γνωστές, συσκέφθηκαν και συναποφάσισαν ότι τα πράγματα σε τούτον τον τόπο θα πάρουν ένα δρόμο και θα παγώσουν εκεί, δίχως δυνατότητα επιστροφής, αναπροσανατολισμού, παρακαμπτηρίων, αλλαγής πλεύσεως; Κι ο κόσμος, οι άνθρωποι, τα άτομα, τα πρόσωπα, οι πολίτες, δεν είναι παρά μαριονέτες στα χέρια υπέρτερων δυνάμεων, οι οποίες δεν υπακούουν στην Ιστορία, αφού δεν μετέχουν καν σε αυτήν; Ετσι ορίζει η «ελληνική πραγματικότητα»; Κι αν ναι, αυτήν ποιος τελικά την ορίζει, νόμος της φύσεως είναι;
Ερώτημα δεύτερο: Μας ενοχλεί τελικά αυτή η «πραγματικότητα», έτσι όπως την υποθέτουμε, μας θλίβει και μας εξοργίζει, ή μήπως τη χρησιμοποιούμε πότε σαν άλλοθι και αυτοαπαλλακτικό πρόσχημα και πότε σαν ευκαιρία, μία επιπλέον, για να καμαρώνουμε και να παινευόμαστε; Και το λέω αυτό επειδή, έτσι όπως την τεντώνουμε για να χωρέσει τα πάντα, και τα αντιφατικά και τα άκρως αντίθετα, τείνουμε να τη μετατρέψουμε σε φυλετική μας αιγίδα αφενός, ικανή να μας προστατέψει από οποιαδήποτε επίκριση τρίτου αλλά και από την αυτοκριτική, σε τεκμήριο της διαφοράς μας αφετέρου (της υπεροχής μας μάλλον) από τους άλλους, που υποτίθεται ότι ζουν σε μια «πραγματικότητα» στενεμένη και αφυδατωμένη από νόμους και κανόνες, από πρέπει και καθηκοντολόγια.
Ερώτημα τρίτο, συναφές: Θέλουμε σίγουρα να την αλλάξουμε την «πραγματικότητα» αυτή, κι αν ναι, γιατί οι προσπάθειές μας εξαντλούνται στο ανάθεμα, που και ανέξοδο είναι και αυτοαθωωτικό χαρακτήρα έχει; Μήπως τελικά μάς βολεύει αυτή η δαιμονοποίηση μιας μάλλον πλασματικής «πραγματικότητας», η οποία μάλιστα συνυπάρχει με την αγιοποίησή της; Διότι πρέπει κι αυτό να το συνυπολογίσουμε: όσο εύκολα και ρηχά αυτοκαταδικαζόμαστε άλλο τόσο εύκολα αυτοδοξαζόμαστε και αυτοθαυμαζόμαστε σαν ξεχωριστοί και εκ κληρονομίας υπέρτεροι. Η ταχύτητα με την οποία ανεβοκατεβαίνουμε στη σκάλα της αυτοεκτίμηστης, από την έσχατη αυτοϋποτίμηση («δεν υπάρχει ελπίς, στην Ελλάδα ζεις») στην ύψιστη αυτοϋπερτίμηση («Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δεν έχει»), μόνο ζάλη μπορεί να προκαλέσει και σύγχυση. Και πάντως δεν υπηρετεί μια αυτογνωσία τίμια, άρα και αποτελεσματική.
Το ακούμε και το ξανακούμε, να το λένε με την πατερναλιστική σιγουριά τους οι εφημερεύοντες και διανυκτερεύοντες διαγνώστες των τηλεοπτικών παραθύρων, βουλευτές, κομματικοί αρχηγοί, αξιωματούχοι της ιεροσύνης, αλλά και στην παρέα μας, να το πετάνε κάποια στιγμή φίλοι και γνώριμοι σαν έσχατο «επιχείρημα». Το διαβάζουμε και το ξαναδιαβάζουμε, σε μακροσκελείς αναλύσεις, σε ακαριαία παραπολιτικά σχόλια, σε συνεντεύξεις. Και, παρασυρμένοι κι εμείς, σπεύδουμε, παρακινημένοι από τον στιγμιαίο θυμό μας ή την παροδική απογοήτευση, να πολιτογραφηθούμε υπήκοοι του Κοινού Τόπου και να επαναλάβουμε αυτό που χιλιάδες φορές ακούσαμε και διαβάσαμε και χαράχτηκε μέσα μας πιο βαθιά κι απ’ ό,τι οι δέκα εντολές στις πλάκες του Μωυσή. Οτι, δηλαδή, «αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα», «αυτή είναι η Ελλάδα», άρα, «τι να κάνουμε;», ή, ακόμα χειρότερα, «γιατί να κάνουμε οτιδήποτε, γιατί να προσπαθήσουμε να κάνουμε το παραμικρό αν τέτοια είναι η ρότα μας;».
Ο επισημότερος εκφραστής αυτής της αποκαρδιωμένης αλλά και αποκαρδιωτικής άποψης υπήρξε, αν θυμάμαι καλά, ο κ. Κώστας Σημίτης, μ’ εκείνο το ανοίκειο για κυβερνήτη «αυτή είναι η Ελλάδα», μετά το ναυάγιο του «Σαμίνα». Και ο τελευταίος, μέχρι στιγμής εννοείται, στην ακολουθία, ήταν ο μπασκετμπολίστας Θοδωρής Παπαλουκάς, ο οποίος, τις παραμονές του τελικού Κυπέλλου ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, και βλέποντας να ξαναστήνεται, κατά το έθιμο των τελευταίων ετών, ένα σκηνικό πολεμικό παρά γιορτινό, κατέληξε απογοητευμένος στο έτοιμο από πολύ καιρό συμπέρασμα, που ώρες ώρες μοιάζει σαν μοιρολόι δίχως κλάμα, σαν μια λαβή για να πιαστούμε κι ας μη στηρίζεται η ίδια πουθενά: «Αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα». Τι είναι ή τι νομίζουμε πως είναι αυτή η πραγματικότητα; Ενα μαγικό αντικλείδι πιστεύουμε πως είναι, ένα πασπαρτού, που, θαρρείς και συνοψίζει όλη τη σοφία της κοινωνιολογίας, της ανθρωπολογίας και της ψυχολογίας, υποτίθεται ότι μας επιτρέπει να ξεκλειδώσουμε άκοπα κάθε μυστικό και να ερμηνεύσουμε αυθεντικά κάθε μυστήριο, από αυτά που ανελλιπώς παράγει μια κοινωνία κατά τη διαδρομή της και μέσα από τις στάσεις και τις συγκρούσεις της.
Ιδού ελάχιστα από τα στοιχεία και τα γνωρίσματα που συνηθίζουμε να αποδίδουμε στην «ελληνική πραγματικότητα»: Να διδάσκουμε αθλητικό ιδεώδες την οικουμένη όλη, κληρονόμοι, θεματοφύλακες και εξαγωγείς ιδεών εμείς, αλλά, για να γυρίσουμε στο μπάσκετ, να διοργανώνουμε τελικούς με μισοάδειες τις εξέδρες, προληπτικώς, προς αποφυγήν επεισοδίων, και να καμαρώνουμε μάλιστα έπειτα επειδή τα καταφέραμε, χάρη στην πολιτισμένη αναλογία «δύο αστυνομικοί - ένας οπαδός». Να διπλοτριπλοπαρκάρουμε, «για μισό λεπτό» εννοείται, και με τα αλάρμ αναμμένα, κι αυτό εννοείται, αλλά να μας ανάβουν τα γλομπάκια και να κατεβάζουμε καντήλια όταν βλέπουμε άλλους διπλοπαρκαρισμένους, «για μισό λεπτό» εννοείται, που μας εμποδίζουν «με τον τσαμπουκά και τον ετσιθελισμό» τους, όπως τους κατακεραυνώνουμε. Να καθυβρίζουμε το βράδυ στην ταβέρνα με τους φίλους μας τους διεφθαρμένους των (γραφειο)κρατικών μηχανισμών και το πρωί να πηγαίνουμε στη μια ή την άλλη (γραφειο)κρατική υπηρεσία δι’ υπόθεσίν μας μ’ έναν τενεκέ λάδι στα χέρια (απ’ το χωριό εννοείται, αγνό), για να το προσφέρουμε έναντι του γρηγοροσήμου ή του παρατυποσήμου ή του παρανομοσήμου που έχουμε ανάγκη. Να χτίζουμε το άνετο αυθαιρετάκι μας στην καρδιά του περιαστικού δάσους, καλυμμένοι ενίοτε πίσω από την ταμπέλα κάποιου «Φυσιολατρικού Συλλόγου», κι όταν έρχεται η πυρκαγιά να ουρλιάζουμε στις κάμερες «πού είναι το κράτος;» Να ζούμε σε εποχή βαριάς υποτίθεται οικονομικής κρίσης και, με την απεργία των τελεωνειακών, να ακινητοποιούνται στο λιμάνι του Πειραιά καμιά πεντακοσαριά υπερπολυτελή αυτοκίνητα, παραγγελία δυσπραγούντων συμπολιτών μας, που προφανώς τα χρειάζονται για ψυχολογικούς λόγους, να πάνε τη βόλτα τους μ’ αυτά για να συνέρθουν απ’ όσα στενάχωρα ακούνε για εθνικές χρεοκοπίες και ευρωπαϊκές επιτηρήσεις. Να βγαίνουμε στα ραδιόφωνα και τα πρωινάδικα της τηλεόρασης και να στολίζουμε κάποιους που κλείνουν τους δρόμους με τη διαδήλωσή τους και σε πέντε - δέκα μέρες να κλείνουμε κι εμείς τους δρόμους με τη δική μας διαδήλωση και το δικό μας δίκιο και ν’ ακούμε από τα ραδιόφωνα και τα πρωινάδικα να μας στολίζουν εκείνοι οι ίδιοι που είχαν ακούσει νωρίτερα τα δικά μας κοσμητικά.
Ερώτημα πρώτο, λοιπόν: Είναι μοιραία αυτή η «ελληνική πραγματικότητα»; Και ποια νομοτέλεια, εξωιστορική, υπερβατική, ουρανοκατέβατη, γονιδιακή ή οτιδήποτε άλλο, την επιβάλλει, τη στερεώνει, την προστατεύει διαρκώς από μικρορωγμές ή σοβαρά ρήγματα; Ποιοι δαίμονες ή θεοί, ποιες μοίρες, πέρα από τις τρεις αρχαιόθεν γνωστές, συσκέφθηκαν και συναποφάσισαν ότι τα πράγματα σε τούτον τον τόπο θα πάρουν ένα δρόμο και θα παγώσουν εκεί, δίχως δυνατότητα επιστροφής, αναπροσανατολισμού, παρακαμπτηρίων, αλλαγής πλεύσεως; Κι ο κόσμος, οι άνθρωποι, τα άτομα, τα πρόσωπα, οι πολίτες, δεν είναι παρά μαριονέτες στα χέρια υπέρτερων δυνάμεων, οι οποίες δεν υπακούουν στην Ιστορία, αφού δεν μετέχουν καν σε αυτήν; Ετσι ορίζει η «ελληνική πραγματικότητα»; Κι αν ναι, αυτήν ποιος τελικά την ορίζει, νόμος της φύσεως είναι;
Ερώτημα δεύτερο: Μας ενοχλεί τελικά αυτή η «πραγματικότητα», έτσι όπως την υποθέτουμε, μας θλίβει και μας εξοργίζει, ή μήπως τη χρησιμοποιούμε πότε σαν άλλοθι και αυτοαπαλλακτικό πρόσχημα και πότε σαν ευκαιρία, μία επιπλέον, για να καμαρώνουμε και να παινευόμαστε; Και το λέω αυτό επειδή, έτσι όπως την τεντώνουμε για να χωρέσει τα πάντα, και τα αντιφατικά και τα άκρως αντίθετα, τείνουμε να τη μετατρέψουμε σε φυλετική μας αιγίδα αφενός, ικανή να μας προστατέψει από οποιαδήποτε επίκριση τρίτου αλλά και από την αυτοκριτική, σε τεκμήριο της διαφοράς μας αφετέρου (της υπεροχής μας μάλλον) από τους άλλους, που υποτίθεται ότι ζουν σε μια «πραγματικότητα» στενεμένη και αφυδατωμένη από νόμους και κανόνες, από πρέπει και καθηκοντολόγια.
Ερώτημα τρίτο, συναφές: Θέλουμε σίγουρα να την αλλάξουμε την «πραγματικότητα» αυτή, κι αν ναι, γιατί οι προσπάθειές μας εξαντλούνται στο ανάθεμα, που και ανέξοδο είναι και αυτοαθωωτικό χαρακτήρα έχει; Μήπως τελικά μάς βολεύει αυτή η δαιμονοποίηση μιας μάλλον πλασματικής «πραγματικότητας», η οποία μάλιστα συνυπάρχει με την αγιοποίησή της; Διότι πρέπει κι αυτό να το συνυπολογίσουμε: όσο εύκολα και ρηχά αυτοκαταδικαζόμαστε άλλο τόσο εύκολα αυτοδοξαζόμαστε και αυτοθαυμαζόμαστε σαν ξεχωριστοί και εκ κληρονομίας υπέρτεροι. Η ταχύτητα με την οποία ανεβοκατεβαίνουμε στη σκάλα της αυτοεκτίμηστης, από την έσχατη αυτοϋποτίμηση («δεν υπάρχει ελπίς, στην Ελλάδα ζεις») στην ύψιστη αυτοϋπερτίμηση («Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δεν έχει»), μόνο ζάλη μπορεί να προκαλέσει και σύγχυση. Και πάντως δεν υπηρετεί μια αυτογνωσία τίμια, άρα και αποτελεσματική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου