Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ
Ως προς την δευτέραν Στέργαιναν, δυστυχώς δεν ηλήθευσε το ρητόν, «η πρώτη δούλα, η δεύτερη κυρά». Η Θοδωριά, η πτωχή, υπέφερεν όλας τας αγγαρείας, όσας τής επέβαλλεν ο σύζυγός της. Ασβεστάς εκείνος, φουρνάρισσα αυτή. Το πτωχόν νήπιον, ο Ελευθέρης, δεν είχε χορτάσει το γάλα της μητρός του. Εφαίνετο γηράσασα ήδη, αν και μόλις είχεν υπερβεί το τριακοστόν πέμπτον έτος. Ο μπάρμπα-Στέργιος, δεκαπέντε έτη μεγαλύτερός της, την είχε πάρει εις δεύτερον γάμον, και μάλιστα με το σπαθί του˙ την έκλεψε. Ο μικρός Ελευθέριος, τετραέτης ήδη, ήτο ζαρωμένος, χλωμός, ζουριασμένος και η μήτηρ του ούτε να τον θρέψει ήτο ικανή ούτε να τον «αποκόψει» ηδύνατο. Οι μαζοί της, ως να είχαν παραψηθεί από την αντιλαμπήν του φούρνου, εκρέμαντο μαραμμένοι υπό την τραχηλιάν, και ο μικρός δυσκόλως εύρισκεν εκεί σταγόνα γάλακτος.
Της είχαν πεθάνει τα δύο πρώτα παιδιά της, το εν θήλυ, το άλλο μικρόν αγόρι, και τώρα όλαι αι ελπίδες της εκρέμαντο εις τον Λευθέρην. Αλλά μέγας φόβος την είχε κυριεύσει, διότι και αυτό της το παιδί ήτον άρρωστον. Α! η καρδούλα της ήτον καμένη! Καλύτερα να μη ’μβαίνει στον κόσμο άνθρωπος. Ενθυμείτο μετά σπαραγμού την στιγμήν, όταν «αγγελιάστηκε» το μικρόν κοράσιόν της. Πηγαίνει και το βρίσκει στην κούνια του, ξερό, μελανό, μισοπεθαμένο. Βάζει μια φωνή. Τρέχουν δυο γειτόνισσες. «Τι έχεις; Τι είναι;» «Το παιδί μου! Το παιδί μου!» Φωνάζουν το γιατρό. Όσο να ’ρθει ο γιατρός, το κορίτσι «έσωσε». Σε μια ώρα, μια ωρίτσα! Ήρθεν η γειτόνισσα η Κατερίνα η Μπροστινή, το σαβάνωσε˙ η Θοδωριά έψαξε και ηύρε τα ρουχάκια του˙ έσκυφτε μες στην κασσέλα να τα εύρει, κ’ εμοιρολογούσε σιγανά! Η Κατερίνα την εμάλωνε, λέγουσα ότι δεν μοιρολογούν τον νεκρόν, πριν τον ενδύσουν. Το στόλισαν όμορφα-όμορφα, το ξάπλωσαν στο κιλίμι, και το σκέπασαν να μην το βλέπει ο μικρός και κλαίει. Ο Χαραλαμπάκης ήτον δυο χρόνια μεγαλύτερος, κ’ ένοιωθε, τον επήραν οι γειτόνισσες και τον απεμάκρυναν, έως να γίνει η εκφορά. Ύστερα το βράδυ, όταν ο Χαραλαμπάκης ερωτούσε: «Πού ’ναι το Χρυσώ, μάννα, που πάει το Χρυσώ;» του απήντησαν ότι επήγε να κοιμηθή «στα λουλούδια». Κι η Κατερίνα η Μπροστινή του είπε ότι πάει «Στου παπά τ’ αλώνι – κι στο περιβόλι». Και ο μικρός εξηκολούθει να ερωτά: «Πότε θα ’ρθει, μάννα, πίσω το Χρυσώ μας;» έως ότου επέρασαν τρεις ημέραι και το εξέχασε.
Ά! ποίος το ήξευρε ότι τόσον γρήγορα έμελλε να υπάγει να την ανταμώσει. Στο χρόνο απάνου, ο Χαραλαμπάκης πέφτει άρρωστος. Το γιατρό, ευθύς, το γιατρό να μη ξαναπάθουν τα ίδια. Έρχεται ο γιατρός, το βλέπει. «Δεν έχει τίποτε», τους στέλνει ένα γιατρικό, άλλο γιατρικό. Όσο έπαιρνε τα γιατρικά, τόσο άναβεν η ζέστη κι η φλόγα που είχε. Έρχεται το ξαναβλέπει, «Μετά τρεις ημέρας θα είναι καλά». Μετά τρεις ημέρας ήτον αποθαμένο. Αχ! με τι καρδιά να ψάξει να βρει τα ρουχάκια του, και με τι χέρια να το στολίσει; Ευτυχώς ήτον εκεί η Κατερίνα η Μπροστινή, με την ακούραστον προθυμίαν της, με το λευκόν τουλπάνι υπό την πολίτικην μανδήλα, με τους ελαφρώς διαγραφομένους μύστακάς της, και την απήλλαξε του κόπου. Με τι στόμα να το μοιρολογήσει; Τι τραγούδια να του πει; Ήλθαν οι παπάδες και το επήραν κι αυτό, και το ετραγούδησαν και το επήγαν «στα λουλούδια», εκεί που είχαν υπάγει και την μικράν Χρυσώ προ ενός έτους,
Τώρα, αυτό το παιδάκι, ο Ελευθέρης, της έμενε. Ήτον εξαπλωμένη πλησίον του, ανέχουσα την κεφαλήν διά του βραχίονος υπέρ το προσκέφαλον του παιδίου, έχουσα την κεφαλήν του παιδίου υπό την αριστεράν μασχάλην της. Τα ενθυμείτο όλα όσα υπέφερε, και δεν είχεν ύπνον. Εις την εστίαν, οι ολίγοι μείναντες άνθρακες, χωμένοι εις την στάκτην, ετυφλόκαιαν ακόμη. Υπεράνω της κεφαλής της έκαιε το κανδήλι εμπρός εις τα εικονίσματα, σημειούν με φωτεινήν γραμμήν τας μελαγχολικάς μορφάς των Αγίων. Ο σύζυγος της εξηπλωμένος εκ δεξιών της, έρρεγχε προ πολλού, από της ενάτης ώρας. Είχε γυρίσει δις ήδη και από τα δύο πλευρά, και ανέπνεε δυνατά, και κάτι εμορμύριζε, κ’ ενίοτε εμυκάτο εις τον ύπνον του. Ο καημένος ο μπαρμπα-Στέργιος δεν ήτο και πολύ κακός, αν και ηγάπα να τρώγη το ψωμί του από τα «φουρνιάτικα». Έλεγεν ότι, με το να κολλά τον φούρνον εις την γειτονιάν, η γυναίκα του, έβγαινεν από ένα κόπον, τού να ζυμώνει. Κλαδιά της εκουβαλούσεν άφθονα, με το ονάριον του, όσα επερίσσευαν από το καμίνι. Ήτο εν τούτοις εργατικός, και δεν την εβασάνιζε και πολύ, την γυναίκα του. Μόνον όταν ετύχαινε να πωλήσει μαζωμένον ασβέστην, κι έπαιρνε τίποτε λεπτά, ποτέ δεν εγύριζε στο σπίτι με τα θυλάκια πλήρη ή με τον στόμαχον κενόν. Συνήθως «τα άναβε τα καντήλια». Και αν μάλιστα ήτον Σάββατον βράδυ, «εβαστούσε τρίμερο», καθώς έλεγεν η Θοδωριά, και ήτον «εν τη δόξη του» έως το πρωί της Δευτέρας. Αλλ’ αυτή το ήξευρε το σύστημά του, και όταν τον έβλεπε να είναι «στα πράματα», δεν του ωμιλούσε, διότι τότε ήτον φόβος μην «τες φάει». Μόνον την Δευτέραν, πρωί, πριν αναχωρήσει διά να υπάγει στο καμίνι, του εζήτει να της αφήσει τίποτε λεπτά, αν του είχαν περισσεύσει, κι εκείνος τότε ήρχετο κάπως εις αίσθησιν.
Τας προλαβούσας ημέρας των Χριστουγέννων, το είχεν «αλαλάξ τω Κυρίω», διότι είχε πωλήσει πολλά καντάρια ασβέστην, κι επήρεν ολίγα τάλληρα. Τώρα, τα Χριστούγεννα πέρασαν, ήρχετο Άις Βασίλης, κι επειδή εν τω μεταξύ ήτο και Κυριακή, δεν είχε μαζωχθεί ακόμη. Την εσπέραν ταύτην πάλιν ήτο ολίγον «στο φίλο, στο χορό», αλλ’ ευτυχώς είχεν έλθει ενωρίς απόψε, κι εντεύθεν η Θοδωριά εσυμπέρανεν ότι τα τάλληρα θα εσώθηκαν, από την τελευταίαν πώλησιν. Ό,τι όμως ηγνόει είναι ότι, εντός της ημέρας, ο μπάρμπα-Στέργιος επώλησε και άλλον ασβέστην. Και ο λόγος δι’ όν είχεν έλθει ενωρίς ήτο ότι είχε βαρυνθεί κάπως την κραιπάλην, και ησθάνετο και σφοδρόν πονοκέφαλον. Εν τούτοις η Θοδωριά ευχαριστήθη, διότι αφού έβλεπε το παιδί της άρρωστον, θα είχε τουλάχιστον σύντροφον, έστω και κοιμώμενον, και ο ρογχασμός του ανδρός της ήτο ως παρηγορία τις διά την ανησυχίαν της.
Εν τούτοις το παιδίον εχειροτέρευεν. Η Θοδωριά, ήτις δεν ηδύνατο να κλείσει όμμα επιβλέπουσα αγρύπνως το άρρωστον, είδεν αίφνης ότι το τεκνίον ηγωνία και επνευστία, βήχον ξηρώς. Ωχρόν ήτο το μέτωπόν του, απεξηραμμένα τα χείλη του, τα όμματά του θολά, και ελαφρά ερυθρότης ανέβαινεν από τας παρειάς του εις τους κροτάφους. Η γυνή ενθυμείτο τα συμπτώματα από τα δύο άλλα παιδιά της και ήτο έντρομος και περιδεής.
Τότε έσπευσε να εξυπνίσει αποτόμως τον σύζυγόν της.
— Σήκω, Στέργιο! … κοιμάσαι, άνδρα μου;
Ο μπάρμπα-Στέργιος, μισοκοιμισμένος, εξηροτανύσθη κι εχασμήθη.
— Τι είναι; … Τι θέλεις; … Δεν κοιμάσαι, Θοδωριά;
Κι εγύρισεν από το άλλο πλευρόν.
Η γυνή τον έσεισε σφοδρώς.
— Δεν ακούς, άνδρα; Ξανακοιμήθηκες; Σε καλό σου!
— Τι λες, μωρή γυναίκα;
— Σήκω, δεν μπορεί το παιδί μας.
— Και τι να σ’ κάμω εγώ; … Σα δεν μπορεί, ας γιάνει …
Και ήδη επέπλεεν ως υπεράνω αβύσσου χασκούσης να τον καταπίει κάτωθεν, οίαν εφαντάζετο το στόμα της συζύγου του, και προσεκολλάτο εις το προσκεφάλαιον, ως εις το χείλος μαλακής, ηδυπαθούς αιώρας, οποία τού εφαίνετο ο ύπνος˙ και ως ο κολυμβητής ο ετοιμαζόμενος εις κατάδυσιν, ητοιμάζετο να βυθισθεί εκ νέου εις τον ύπνον.
— Θα σηκωθείς, πατέρα;
Το πατέρα τούτο το είπε με τρόπον η Θοδωριά, ως εκ μέρους δήθεν του νοσούντος τέκνου. Είτα μη δυνηθείσα να κρατήσει τα δάκρυα επανέλαβε:
— Θα σηκωθείς, πατέρα, ή θα μ’ αφήσεις να πεθάνω κι εγώ, καθώς πέθανε το Χρυσώ μας κι ο Χαραλαμπάκης μας; Εκείνα τα δυο, πατέρα, είναι «στα λουλούδια», στον άλλο κόσμο, στην αληθινή ζωή, εκεί όπου όλα τα μικρά έχουν ένα πατέρα … Σ’ αυτόν τον κόσμο, εδώ, εγώ άλλον πατέρα από σένα δεν έχω, και συ άλλο παιδί από μένα δεν έχεις …
Ο μπάρμπα-Στέργιος, ακούσας το παράπονον τούτο συνεκινήθη και απωθήσας το εφάπλωμα, ανεκάθισεν επί της στρωμνής του, κι έστρεψε λημώντας τους οφθαλμούς προς την κοιτίδα του παιδίου. Η γυνή του έφερεν αγγείον πλήρες ύδατος, κι έβρεξε τους οφθαλμούς του.
— Δεν πας να φωνάξεις το γιατρό, Στέργιο μου;
— Τι γιατρό και γιατρό; … Έχουν τώρα αυτοί πίστη και σπλάχνα; … Θαρρείς πως λυπούνται, μωρή γυναίκα; Θα πάω, θα τον φωνάξω, θα ρίξω πέτρες στο παραθύρι, και θα κάμει τον κουφό, ή θα σηκωθεί να με βρίσει και να με διώξει. «Δεν ηξέρατε από πιο νωρίς να ’ρθήτε; Τώρα, μεσάνυχτα, ήρθες να ξυπνίσεις το γιατρό;» Άχ! να ήξερες τι σκληροί είναι, γυναίκα!
— Δεν πειράζει, σύρε συ, και ρίξε τ’ άδικα σ’ εμένα. Πες, η γυναίκα σου δεν σού’ πε αποβραδύς πως ήτον το παιδί άρρωστο.
Ο μπάρμπα-Στέργιος ηγέρθη, εφόρεσε την βράκα του, την τσάκα του, εζώσθη το κίτρινον, πλατύ και φουντωτόν ζωνάρι του, υπέδησε τα πέδιλα εις τους πόδας, έλαβε το φέσι του το ξασπρισμένον με την κοντήν μαδημένην φούνταν, εφορτώθη την κάπαν του, επήρε το φανάρι, οπού του ήναψεν η γυναίκα του, κι εξήλθεν. Έξω ήτο σκότος βαθύ, ολίγα άστρα έλαμπαν τήδε κακείσε, και ο ουρανός εφαίνετο ωμιχλιασμένος. Είχε κοπάσει προ μιας ώρας ο μαινόμενος από τριών ημερών χιονιστής βορράς, κ’ έκαμνε παράξενην γλύκαν, την οποίαν ο μπαρμπα-Στέργιος αμέσως ενόησεν, ούσαν προάγγελον χιόνος στρωτής, ης αι πρώται αραιαί νιφάδες είχαν αρχίσει ήδη να πίπτωσι. «Ά! κι η Θοδωριά γυρεύει να φέρω το γιατρό, εψιθύρισε χασμώμενος ο ασβεστάς˙ θα θελήσει ο γιατρός να ’ρθει μεσάνυχτα με το χιόνι!»
Εντοσούτω εστράφη δεξιά, εβάδισεν έως διακόσια βήματα από συνοικίας εις συνοικίαν, και τέλος φθάσας υπό την οικίαν του ιατρού, έκαμεν ως είπε, κατά γράμμα. Έκρουσε μάτην την θύραν. Είτα έρριψε χαλίκια εις εν παράθυρον, όπου ήξευρεν ότι ήτο ο κοιτών του ιατρού. Ουδεμίαν απάντησιν έλαβε. Τέλος ηνοίχθη κατά το ήμισυ εν παραθυρόφυλλον κάτω του ισογείου, και η υπηρέτρια, με ένα βόστρυχον από τα ξέπλεκα μαλλιά της προβάλλοντα και κρεμάμενον έξω του παραθύρου, είπε:
— Δεν είναι εδώ ο γιατρός.
— Πού είναι; ηρώτησεν ο μπάρμπα-Στέργιος.
— Είναι όξου.
— Πού, όξου;
— Δεν ήρθε ακόμα. Θα πήγε σε κανέναν άρρωστο.
— Τέτοια ώρα;
— Όπως τον γυρεύεις και τουλόγου σου, τέτοια ώρα, έτσι μπορεί να τον εγύρεψαν κι άλλοι.
Ο μπάρμπα-Στέργιος ίστατο αναποφάσιστος. Αίφνης η θεραπαινίς, ως να ήθελε να δείξη πλείονα του συνήθους εμπιστοσύνην, προσέθηκε:
— Κοίταξε μην είναι κανένα μαγαζί ανοιχτό στην πιάτσα, μην παίζουνε πουθενά τα χαρτάκια. Μην πεις πως σ’ το είπα εγώ.
Και αμέσως έκλεισε το παραθυρόφυλλον κ’ έγινεν άφαντος.
Ο μπάρμπα-Στέργιος υπώπτευσεν ότι η πονηρά υπηρέτρια θα τον «εγέλασεν μες στα μάτια». «Βέβαια, βέβαια, έλεγεν, έτσι μας γελούν τώρα ημάς τους γέρους, αυτές οι δούλες, που μας βλέπουν και δεν αξίζουμε τίποτα. Ως τόσο, εγώ δεν είμαι και πολύ γέρος, και δεν υπανδρεύθηκα παραπάν’ από δυο φορές, κι αν τυχόν μου πέθαινε η Θοδωριά …» Δεν ετελείωσε τον στοχασμόν του, όστις ήτο οιονεί τελευταία τις υποτροπή τής από ημερών κραιπάλης του, και η εικών του χλωμού παιδίου με την ασθενή αναπνοήν και της μητρός, με τα δάκρυα, ήλθε και επάγωσε την αιφνιδίαν νεανικήν θέρμην του. Επανήλθε τότε εις την μνήμην του η φράσις της υπηρετρίας «μη παίζουν πουθενά τα χαρτάκια». Και επειδή είχε ξενυστάξει, κι εντρέπετο να γυρίσει άπρακτος εις την οικίαν, απεφάσισε να επιστρέψει διά της αγοράς, όπως ίδει μη τυχόν συναντήσει που τον ιατρόν.
٭٭٭٭٭٭
Κοντά εις όλα τα άλλα δεινά, είχε κολλήσει και η ψώρα αυτή εις το παραθαλάσσιον χωρίον, να μάθουν οι νέοι να παίζουν χαρτιά. Από όλους τους υπαλλήλους, μόνον ο υποτελώνης όστις είχεν εγγύησιν δοσμένην, και ο ειρηνοδίκης, όστις εφρόντιζε διά την υπόληψίν του, καθώς και ο ελληνοδιδάσκαλος, δεν ελάμβανον μέρος εις τας εσπερινάς συναναστροφάς, αίτινες εγίνοντο τακτικά εις την οικίαν τού ενός και του άλλου των υπαλλήλων. Όλοι οι άλλοι, ο υπολιμενάρχης, ο υγειονόμος, οι δύο βοηθοί ή υπολογισταί του υπολιμεναρχείου, ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου, ο τηλεγραφητής, και όλοι, εκαίοντο κάθε βράδυ εις τα χαρτιά.
Αλλά δεν ήτο και εντελώς φερτόν το νόσημα, και απόδειξις ότι, τας ημέρας ταύτας ιδίως, ότε αι εσπερίδες εγίνοντο εις το κομψόν και καλώς ευτρεπισμένον καπηλείον του Θανάση του Μωρεγυιού, ελάμβαναν μέρος και πολλοί εντόπιοι, ο γραμματεύς της δημαρχίας, δύο νέοι χασάπηδες, οίτινες είχον υπηρετήσει εις τον στρατόν, ο φραγκορράπτης, όστις τον περισσότερον καιρόν έκαμνε τον δικολάβον, είς κουρεύς και δύο ναυτικοί. Ο δημοδιδάσκαλος ήρχετο τακτικά καθ’ εσπέραν, κι εποντάριζε μίαν ή δύο δεκάρες εις το έξ, και αν τας έχανεν, έφευγε σιωπηλώς, χωρίς να πίει ούτ’ ένα ρούμι˙ αλλ’ εάν τας εκέρδιζεν, εκάθητο με το εν σκέλος εξηπλωμένον επί της μπαγκέτας, με το άλλο κάτω εις το δάπεδον, με το κοντόν τσιμπούκι του ακοίμητον πάντοτε, έπινε δύο-τρία ρούμια, ίσα-ίσα το κέρδος, και άμα το ωρολόγιον εσήμαινε την δωδεκάτην, έφευγε κι επήγαινε να κοιμηθεί.
Οι άλλοι εξενυκτούσαν συνήθως, πότε ως τας τρεις, πότε ως τας τέσσαρες. Ο κάπηλος, ο Θανάσης ο Μωρεγυιός, ευχαριστείτο τα μέγιστα εκ του είδους τούτου του εμπορίου, διότι εκτός του «νομίμου βιδανίου» είχε και το εμπόριον του μοσχάτου οίνου και των άλλων ποτών. Η συντροφιά έπαιζε και έπινεν. Όποιος εκέρδιζεν, ευχαρίστως εκέρνα τους άλλους, μόνον ότι σπανίως ευρίσκετό τις να ομολογήσει ότι εκέρδισε. Και ίσως να ήσαν και ειλικρινείς, διότι, κατά το αξίωμα των χαρτοπαικτών, δύο άνθρωποι κερδίζουν˙ όστις δεν παίζει ποτέ και όστις εισπράττει το βιδάνιο. Εις εκ της πρώτης κατηγορίας ήρχετο κατά πάσαν εσπέραν, ο καπετάν Γιωργός ο Ασπρουδάκης, όστις ποτέ δεν έπαιζεν, αλλά και ποτέ δεν έλειπεν από τας εσπερίδας. Δύο-τρεις άλλοι, όρθιοι όπισθεν των νώτων των παικτών, έμενον ως απολιθωμένα φαντάσματα, ως η ζώσα προσωποποίησις της καλής και της κακής τύχης. Επίσης ήρχετο κι ο μπάρμπ’ Αντώνης ο Πρίφτης, γηραιός βαρκάρης, όστις έμενε μεχρισότου αποφασίσει τις να κεράσει «στα όλα», και τότε, αφού έπινε το ρούμι του, έφευγε, συναπάγων και τους άλλους, τους ορθούς ισταμένους, ως να ήσαν κολλημένοι εις την πλάτην των παικτών˙ εάν όμως έβλεπεν ότι αργούσαν να κεράσουν, έφευγε κρυφά, ή επήγαινεν εις την βάρκαν του διά να πλαγιάσει.
Ενίοτε όμως ο μπάρμπ’ Αντώνης ο Πρίφτης με τον καπετάν Γιωργό τον Ασπρουδάκη και με δύο άλλους έπαιζαν απλώς σκαμπίλι με συνήθη κεράσματα, χωρίς λεπτά, παρά τινα γωνίαν αποσυρόμενοι, συντρόφοι πάντοτε οι δύο. Ο καπετάν Γιωργός έκαμνε πάντοτε τον μάστορα, και αν συνέβαινε να χάσουν, έμενον οι δύο παίζοντες «τον κακό τον σύντροφο», ως τας δύο μετά τα μεσάνυχτα. Τελευταίος δ’ έχανε συνήθως ο μπάρμπ’ Αντώνης, διαμαρτυρόμενος πάντοτε ότι ο καπετάν Γιωργός τον έκλεπτε.
Την εσπέραν εκείνην, ενώ η συντροφιά ευρίσκετο εις το κομψόν καπηλείον, έξαφνα χιών ήρχισε να πίπτει, αλλά τόσον ήσυχα και τόσον μαλακά, ως να έστρωνε ο Θεός λευκά σινδόνια διά τους πτωχούς και διά τους αστέγους, εις την οδόν. Ο άνεμος είχε κοπάσει αίφνης, δεν υπήρχε ψύχος επαισθητόν. Τόσον γλυκά και σιγανά, ευρέθησαν έξαφνα πλατείαι λευκαί λωρίδες καλύπτουσαι την γην. Είς των χαρτοπαικτών, σηκωθείς διά να ξεμουδιάσει από την τράπεζαν (ήτο ημίσεια μετά τα μεσάνυκτα) είχεν έλθει προς το παράθυρον, κι ηθέλησε να κοιτάξει έξω διά της θολωμένης υέλου. Αλλά σχεδόν δεν έβλεπε τίποτε, ειμή έν αχανές υπόλευκον φαιόν. Την ιδίαν στιγμήν εκρούσθη η θύρα του καπηλείου, μανδαλωμένη έσωθεν.
— Άνοιξε, κυρ Θανάση!
— Ποιος είναι; εφώναξε με συναχωμένην φωνήν ο κάπηλος, καθήμενος παρά την τράπεζαν κι επιτηρών αγρύπνως τους παίζοντας.
— Άνοιξε, γιατί ρίχνει χιόνι.
Όχι τόσον ένεκα των επικλήσεων του κρούοντος την θύραν, όσον κατά σύμπτωσιν μάλλον, διότι ο σηκωθείς να κοιτάξει διά του παραθύρου παίκτης, αφού είδε συγκεχυμένως διά των υέλων, ησθάνθη την επιθυμίαν να ιδεί καλύτερα αν εχιόνισεν, ηνοίχθη η θύρα (ο ίδιος ο παίκτης την ήνοιξε), και εισήλθεν ο μπαρμπα-Στέργιος τινάζων την κάπαν του, ασπρισμένην την φοράν ταύτην όχι από ασβέστην. Διότι έως να φθάσει από την οικίαν του εις του ιατρού, κι εκείθεν εις την αγοράν, όπου είδε φως εις το μαγαζί του Θανάση του Μωρεγυιού, ο νιφετός έγινε πολύ πυκνότερος, κι εντός ολίγων λεπτών εστρώθη ως σπιθαμήν από του εδάφους.
— Χιονίζει, χιονίζει! είπαν όλοι, ιδόντες ασπρισμένον τον μπαρμπα-Στέργιον, και όσοι ήσαν όρθιοι εχώρησαν προς την θύραν, ενώ οι καθήμενοι εις την πασέταν εφώναζαν:
— Κλείστε μας την πόρτα!
— Κι από πού μας έρχεσαι, μπαρμπα-Στέργιο!
— Πού βρέθηκες τέτοια ώρα;
— Μεσάνυχτα μας ήρθε απ’ το καμίνι!
Ο μπαρμπα-Στέργιος δεν έδωκεν απάντησιν εις τα φωνάς ταύτας, αλλ’ ανακαλύψας με το πρώτον βλέμμα τον ιατρόν, όστις εκάθητο μεταξύ του υπολιμενάρχου και του γραμματέως του ειρηνοδικείου, επλησίασε, και κύψας εις το ους αυτού, του ωμίλησε:
— Μου κάνεις τη χάρη ’ξοχώτατε, να πάμε ως το σπίτι, έχω άρρωστο.
— Ποιος δεν μπορεί; Η γυναίκα σου;
— Όχι, το παιδί μου.
— Και τέτοια ώρα ήρθες;
— Δε μου είπε η βλοημένη η γυναίκα. Μα από νωρίς ήτον καλά το παιδί, και τώρα την νύκτα εβάρυνε.
— Δε βλέπεις που χιονίζει! Πώς να πάμε;
— Έλα, έλα, κόπιασε από δω, μπαρμπα-Στέργιο, είπε μία άλλη φωνή. Φέρε, Θανάση, ένα μοσχάτο του μπαρμπα-Στέργιου. Πιέ ένα μοσχάτο να ζεσταθής. Έλα, στο πλάγι μου κάτσε.
Ήτο ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου, υψηλός νέος, ξανθός, με μεγάλους λινόχρους μύστακας, με τους οφθαλμούς προέχοντας εν χρω του προσώπου. Ούτος είχε την ώραν εκείνην τον μπάγκον, και τα μουστάκια του, άμα είδε τον μπαρμπα-Στέργιο, ανέβαιναν και κατέβαιναν ως της γάττας της οσφρανθείσης ποντικόν.
Τον έδραξεν από του αγκώνος με την στιβαράν χείραν του, και τον έβαλε με το είδος εκείνο της φιλικής βίας όπερ τινές άνθρωποι αγαπώσι να μετέρχονται προς τους ασθενεστέρους τον χαρακτήρα, τον έβαλε να καθίσει πλησίον του. Εκαλείτο Αριστείδης Μαγγανόπουλος και είχεν εκσφενδονισθεί κατά την αλλαγήν του υπουργείου (ήτο περί το 188….) από το εν άκρον του Βασιλείου εις το άλλο. Ήτο φιλήδονος, φιλοπότης, καλόκαρδος˙ αλλά πώς να ζήσει τις με εξήντα δραχμάς τον μήνα;
Ο μπαρμπα-Στέργιος έπιε το ποτήριιον του μοσχάτου και πάλιν, κύψας όπισθεν του γραμματέως, εις το ούς του ιατρού, του είπε:
— Κάμε μου αυτήν την καλωσύνη, γιατρέ, κι ο Θεός να σου δώσει ό,τι αγαπάς. Μ’ έστειλεν η γυναίκα μου, και θα με περιμένει. Το παιδί κινδυνεύει.
— Στάσου να περάσει λίγο, να σταματήσει το χιόνι, είπεν ο ιατρός. Ο ιατρός ήτο καλός νέος, πλησιάζων εις το τεσσαρακοστόν, υψηλός, λιγνός, πρόθυμος, όχι πολύ σκληρός ούτε πλεονέκτης. Ήτο απόφοιτος του εν Αθήναις πανεπιστημίου, και δεν τον είχε κολλήσει μανία, αν και είχε τα μέσα να μεταβεί, εις την Εσπερίαν, όπως αγοράσει σοφίαν. Εν τούτοις ενίοτε εβαρύνετο, και την εσπέραν ταύτην εμέμφετο τον εαυτόν του ότι εδελεάσθη από την χαρτοπαικτικήν εσπερίδα. Του εφαίνετο ότι, αν ήτο από ενωρίς εις την κλίνην του, το παιδί του μπαρμπα-Στέργιου δεν ήθελεν αρρωστήσει, ουδέ θα ήρχετο ούτος να του χαλάσει την ησυχίαν.
— Πώς έμαθες πως είμ’ εδώ; του λέγει έξαφνα.
Ο μπαρμπα-Στέργιος την στιγμήν εκείνην ενθυμήθη την σύστασιν της υπηρετρίας και απήντησεν:
— Επήγαινα στο σπίτι σας, κι ήρθα απ’ το γιαλό, οπού ’ναι πιο απάγκειο … Σαν είδα φως στο μαγαζί, λέω, ας ’μβω μέσα, μήπως κι είν’ εδώ ο γιατρός.
— Και τι λόγους είχες να το υποθέσεις;
— Δεν ξέρω πώς μου ήρθε … κάτι μου έλεγε πως θα ήσαστ’ εδώ… ήθελα να πιω κι ένα ρουμάκι για να ζεσταθώ …
— Και αντί για ρουμάκι ήπιες μοσχάτο …
— Ας είναι καλά ο κυρ γραμματικός, μ’ εκέρασε ….
Ο Αριστείδης Μαγγανόπουλος δεν είχε λησμονήσει τον μπαρμπα-Στέργιον, αλλά τον εκράτει κάπως διά του γόνατος. Ακούσας όμως την φράσιν του ασβεστά, έσπευσε να λάβει μέρος εις την ομιλίαν.
— Ε! τώρα, δεν θα πουντάρεις καμμιά δεκαρίτσα, μπαρμπα-Στέργιο, για να περάσ’ η ώρα;
Ο μπαρμπα-Στέργιος δεν ήτο όλως άπειρος του χαρτοπαιγνίου. Εις την νεότητά του υπήρξε δεκανεύς εν τω στρατώ, και είχε ζήσει επί τέσσαρα έτη εις διαφόρους πόλεις της Ελλάδος.
Διά να ευχαριστήσει τον γραμματικόν, ήρχισεν από την δεκάραν και την έχασεν. Αλλ’ εντός ολίγων λεπτών της ώρας, έβγαλεν από την τσέπην όσα κέρματα είχεν, άνω της δραχμής, και τα έχασεν όλα.
Διά να τον παρηγορήσει, ο Αριστείδης Μαγγανόπουλος τον εκέρασεν ένα δεκάρικο μοσχάτο. Ο μπαρμπα-Στέργιος το ερρόφησε, και είτα κύψας πάλιν εις το ούς του ιατρού:
— Δεν πάμε τώρα, γιατρέ … Θα σταμάτησε το χιόνι.
— Σταμάτησε, μα δεν έλυωσε, εψιθύρισε σιγά ο γραμματικός.
— Τώρα, να κοιτάξουμε … να ιδούμε αν θα μπορέσουμε, μπαρμπα-Στέργιο, είπεν ο ιατρός˙ τι διάβολο, τώρα βρέθηκε ν’ αρρωστήσει κι αυτό το παιδί σου;
— Να χαρείς ό,τι αγαπάς, γιατρέ μου …
Ο γραμματικός, στραφείς προς τον μπαρμπα-Στέργιον:
— Έλα τώρα, μπαρμπα-Στέργιο, του λέγει, τι συλλογιέσαι; … Παίξε να περάσ’ η ώρα … Να πάρεις και τα λεπτά σου πίσω …
— Δεν έχω άλλα λεπτά, κυρ γραμματικέ.
— Μη μας πουλάς ψευτιές, μπαρμπα-Στέργιο … Θαρρείς δεν το ξέρω εγώ που πούλησες ασβέστη σήμερα;
Ο απλοϊκός άνθρωπος έκυψεν εις το ούς του γραμματικού, και του είπε μυστηριωδώς.
— Πες και τουλόγου σου του γιατρού, να τον καταφέρεις να πάμε.
— Να πάτε; … Πού;
— Στο σπίτι … έχω το παιδί άρρωστο.
— Δεν έχει τίποτε, είπεν ο γραμματικός˙μη σε μέλει … θα γένει καλά.
— Με καρτερεί η γυναίκα μοναχή της … για συλλογίσου κυρ γραμματικέ.
— Μπα! όξου καρδιά, μπαρμπα-Στέργιο! … μη φοβάσαι … δεν παθαίνει τίποτε το παιδί.
Ο μπαρμπα-Στέργιος εταπείνωσε την κεφαλήν, και την στιγμήν εκείνην τού επεφάνη απαισία η εικών του αγωνιώντος παιδίου, βήχοντος, ασθματικού, με νεκρικήν ωχρότητα επί του μετώπου, και της βαρυαλγούς μητρός, συναπτούσης τας χείρας κι επικαλουμένης έλεος.
— Φέρε μας δύο μοσχάτα με τον μπαρμπα-Στέργιο, Θανάση, διέταξεν ο γραμματικός.
Ο κάπηλος εκόμισε τα δύο μοσχάτα. Ο Μαγγανόπουλος έρριψε το περισσότερον του ιδικού του εις το ποτήριον του συμπότου.
— Δεν πίνω, είπεν ο γέρων ασβεστάς˙ θα μου πέσει πολύ … είχα πιει κι απ’ το βράδυ.
— Πιε, και μη σε μέλει … μη συλλογίζεσαι … Δεν έχει τίποτε το παιδί.
Ο μπαρμπα-Στέργιος έπιε το ευώδες ποτόν, και σιγά-σιγά οι ατμοί ανέβαιναν.
— Είσαι καλός φίλος, είπεν εις τον γραμματικόν. Μου έδωσες θάρρος … είχα πολύ φόβο για το παιδί μου.
— Βγάλε και μισό ταλλαράκι να σου χαλάσω, μπαρμπα-Στέργιο, είπεν ο γραμματικός, ανακινών τες δεκάρες επί της τραπέζης˙ αυτά όλα που βλέπεις, τα είχα χαμένα όλα πρωτύτερα … ούτε τα λεπτά μου δεν πιάνω.
Ο μπαρμπα-Στέργιος εξήγαγε την πανίνην σακκούλαν του, την λιπώδη και αμαυράν, δεμένην με σπάγγον περί το στόμιον, την ήνοιξεν, έβγαλεν έν τάλληρον, και ο γραμματικός του το ήλλαξεν.
Εις εκ της συντροφίας είχεν εξέλθει, και την στιγμήν εκείνην επέστρεψε.
— Το χιόνι είναι παραπάν’ απ’ το γόνα … πώς θα πάμε στα σπίτια μας, βρε παιδιά;
— Έπαυσε τουλάχιστον να ρίχνει; ηρώτησεν ο ιατρός.
— Ρίχνει ακόμα.
— Ω! διάβολε!
— Τ’ ακούς, μπαρμπα-Στέργιο; είπεν ο γραμματικός. Ρίχνει ακόμα … Κάθισε ως που να σταματήση, και τότε πάτε με το γιατρό.
— Τι να γίνει, κυρ γραμματικέ!
— Δεν παίζεις από καμμιά δεκαρούλα;
Ο μπαρμπα-Στέργιος ήρχισε να παίζει από μίαν δεκαρούλαν, από δύο, και δωσ’ του και πάει τέρτσο τίρο και πάει και απαγάι και πάρολι, και εις κάθε απαγάι ο γραμματικός τον εκέρνα από ένα μοσχάτο, και εις κάθε πάρολι τον εκέρνα από ένα δεκάρικο. Και εις μισήν ώραν έχασε το τάλληρον μέχρι λεπτού. Και έβγαλε τότε δεύτερο τάλληρο, και εις έν τέταρτον της ώρας το έχασεν˙ έβγαλε και το τρίτον τάλληρον, το τελευταίον που είχεν ακόμη˙ και εις δέκα λεπτά της ώρας ο γραμματικός με τον πάγκον του το εσφόγγισε.
Ήτο δε τότε τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα.
Αίφνης εκρούσθη η θύρα του καπηλείου.
— Ανοίξτε! Ανοίξτε!
— Ποιος παλαβός είναι τέτοια ώρα, με τέτοιο χιόνι; Είπεν ο κάπηλος.
— Άνοιξε, παρακαλώ, κυρ Θανάση!
— Ποιος είσαι;
— Είμ’ εγώ, ο Γιώργης ο Σεφερτζής.
— Και τι θέλεις;
— Είν’ εδώ ο μπαρμπα-Στέργιος ο ασβεστάς;
— Και τι τόνε θέλεις;
Όλοι εστράφησαν προς τον μπαρμπα-Στέργιον, όστις, ζαλισμένος από το μοσχάτον, προσεμειδία ηλιθίως εις τους μύστακας του γραμματικού κι έλεγε.
— Δεν με μέλει! πάρ’ τα όλα! Όξου φτώχεια! … παράδες δεν προσκυνώ εγώ! … Εγώ εχτιμώ φιλίαν! … Είσαι όμως καλός φίλος!
Ηνοίχθη η θύρα και εισήλθεν ο Γιώργης ο Σεφερτζής.
٭٭٭٭٭٭
Ακουμβημένη η Θοδωριά εις το προσκέφαλον, αισθανομένη επί της παρειάς την θερμήν πνοήν του παιδίου, εμέτρα τας στιγμάς και την ώραν, όση είχε παρέλθει από την αναχώρησιν του συζύγου της, κι έλεγε: «Τώρα θα έρθει, έρχεται … όπου είναι θα φτάσει … θα ’ρθει κι ο γιατρός μαζί, να μου κάμει καλά το παιδί μου … Τι φταίνε οι γιατροί; Φταίνε οι γονιοί που δεν αιστάνονται … αν τον επροσκαλούσα, τον γιατρό, με την ώρα μου, δε θα μου πέθαινε ο Χαραλαμπάκης». Έτεινε το ούς ν’ ακούσει κρότον τινά, αναγγέλοντα την έλευσιν του συζύγου και του ιατρού, αλλ’ ουδείς κρότος ηκούετο. Ο Θεός εχιόνιζεν αθορύβως˙ έρριπτε νιφάδες να μεθύσει την γην, διά να φάγωσιν οι ζώντες τους καρπούς αυτής, και λευκόν σάβανον διά τους νεκρούς, διά να είναι βαθύτερον υπό την γην τεθαμμένοι.
Εν τούτοις παρήρχετο η ώρα, και ο μπαρμπα-Στέργιος, δεν έδιδε σημείον επιστροφής. Η Θοδωριά ηγέρθη, έρριψε ξυλάριά τινα εις την εστίαν, συνεδαύλισε το πυρ, κι επανελθούσα ανεκλίθη πάλιν παρά την κοιτίδα του μικρού Ελευθέρη. Το παιδίον εστέναζεν, εγόγγυζε θλιβερώς, είχε κοιμηθεί εναγώνιον ύπνον, εξύπνησεν πάλιν, έκλαιε κι έβηχε μετά σπασμών. «Σιώπα, καλέ μου, σιώπα μικρό μου, θα γίνεις καλά αύριο. Πάει ο πατέρας να σ’ αγοράσει καλούδια, να τα ’χεις μεθαύριο τ’ Άϊ-Βασιλιού, να παίζεις, να παίζεις, να χαίρεσαι. Θα σ’ κάμω κι εγώ μια όμορφη κοκκώνα, αλειμμένη με το αυγό, που να είναι πλασένια˙ θα σ’ φέρη κι η νουνά σ’ άλλη μια μεγάλη κοκκώνα, λαμπένια και στραφτένια, με τα κεντίδια, με τα πουλάκια, με τ’ αηδονάκια, που να μην την έχει κανένα παιδί». Το παιδίον δεν ησθάνετο ίσως, και αφ’ εσπέρας έπαυσε να ψελλίζει. Η Θοδωριά δεν έπαυε να ερωτά: «Πού σ’ πονεί, Λευθεράκη μ’, πού σ’ πονεί;» αλλ’ ο μικρός εις απάντησιν εγόγγυζε μόνον και ήσθμαινε.
Εις την εστίαν είς δαυλός ήρχισεν έξαφνα μετά ροίβδου να σπινθηρίζει και η Θοδωριά ενθυμηθείσα το δημώδες ήρχισε να επαναλαμβάνει:
«Αν είναι φίλος να χαρεί,
αν είν’ εχτρός, να σκάσει˙
κι αν είν’ από το σπίτι μας,
ογλήγορα να φτάσει …»
Αλλ’ ο σπινθηρισμός εξηκολούθησεν επί πολύ, και η επωδή δεν εφαίνετο έχουσα την δύναμιν να τον σταματήσει, ίσως διότι την φοράν ταύτην ήτον και φίλος, ήτον κι εχθρός, ήτον από το σπίτι, και δεν ήτον από το σπίτι …
Τέλος ο σπινθηρισμός έπαυσεν, αλλ’ ο μπαρμπα-Στέργιος δεν επανήλθεν. Η Θοδωριά δεν είχε κλείσει όμμα από της εσπέρας. Ω! πόσον μακραί ήσαν αι ώραι! Η πτωχή γυνή ακουσίως έκλεισε τους οφθαλμούς, και απενεκρώθη επί τινας στιγμάς, φθάσασα μέχρι της καταστάσεως εκείνης καθ’ ην η ψυχή εισέρχεται εις τα προπύλαια του φανταστικού παλατίου των ονείρων, χωρίς ο ύπνος να έχει καταλάβει εξ ολοκλήρου το σώμα. Αλλά μετά έν λεπτόν την εξύπνισεν άλλος τις ροίβδος, ουχί ανόμοιος με τον αρτίως παύσαντα, ο κρότος της θρυαλλίδος του κανδηλίου αγωνιζομένης, με την τελευταίαν ρανίδα του ελαίου, να σωθεί από της επαφής του ύδατος, ως ο άνθρωπος ο πνιγόμενος και προσκολλώμενος εις σανίδα, ως η ψυχή η βασανιζομένη και εις μεγάλην αγωνίαν πλέουσα πριν χωρισθεί από του σώματος. Πόσον μυστηριώδης, πόσον θλιβερός ήτο ο ροίβδος εκείνος! Οποίαν φρικίασιν εξήγειρεν, οποίον φόβον προεκάλει! Εφαίνετο το κανδήλι εκείνο ως έμψυχον, ως μαντικόν, ως προφητικόν. Τι να ενθυμείτο άραγε, τι να έβλεπε, τι να προέλεγεν; Ως να εβαρύνθη να είναι συνάμα ιερόν και βέβηλον, να φωτίζει την απάθειαν και ηρεμίαν των Βυζαντινών Αγίων, και τα πάθη και τας κινήσεις της ψυχής και τα αμαρτήματα των ανθρώπων, εφαίνετο ότι ήθελε να σβήσει … Το κανδήλι ήθελε να σβήσει, αλλ’ η θρυαλλίς ανθίστατο και ήσπαιρεν …
Η Θοδωριά ηγέρθη, ύψωσε την κεφαλήν, κι έμεινεν επί τινας στιγμάς ακούουσα τον ροίβδον της θρυαλλίδος. Το πρόσωπον, ο πώγων και ο λαιμός της έλαβον την εκφραστικήν εκείνην θέσιν, την οποίαν εις τας εικόνας των μεγάλων τεχνιτών της Δύσεως θαυμάζομεν. Ήτο υψηλή, μελαχροινή, συμπαθής, νόστιμη, σχεδόν ωραία. Πολλαί τρίχες της μαύρης κόμης της ήσαν ήδη περί τους κροτάφους, καίτοι τριακονταπεντούτις ήτο, λευκόφαιοι, ως να τας είχεν αποτεφρώσει ο φούρνος ή να τας είχεν ασπρίσει ο ασβέστης. Πτωχή ασβεστού ! Δυστυχής φουρνάρισσα !
Η Θοδωριά έλαβεν από τινος ερμαρίου το λαδικόν, κατεβίβασε το κανδήλιον, και ο κρότος της προστριβής του σχοινίου επί της μικράς τροχαλίας την έκαμε ν’ ανατριχιάσει. Έρριψεν έλαιον εις το κανδήλιον, το ανεβίβασε πάλιν, έκαμε τρεις σταυρούς εμπρός εις τα εικονίσματα των Αγίων, κι επεκαλέσθη την βοήθειαν της Παναγίας. «Ωστόσο ο άνδρας μου πολύ άργησε, είπεν είτα, τι να έγινε, Θεέ μου!» Της εφάνη ότι αν ήνοιγε το παράθυρον ν’ αγναντέψει, θα τον έβλεπεν ερχόμενον, και τον ιατρόν ομού. Ήλθεν εις το παράθυρον, το ήνοιξε, κι εξαφνίσθη, ιδούσα όλην την οδόν λευκάζουσαν εις το σκότος, και τας στέγας όλας λευκάς.
— Χιόνισε! Χριστέ μου! πότε χιόνισε;
Συνήψε τότε τας χείρας, και ησθάνθη διπλασιαζόμενον το βάρος της δυστυχίας της. Έως τώρα είχε τον φόβον διά το ασθενές παιδίον, τώρα ήρχισε ν’ ανησυχεί και διά τον άνδρα της. Τι να έγινε; Μην τον επλάκωσε το χιόνι; Μην έπεσε πουθενά; Μην ξεπάγιασε; Μην κάρδιασε; Θέ μου ; Κι εμέμφετο εαυτήν διατί να τον στείλει τοιαύτην ώραν να καλέσει τον ιατρόν. Καλύτερα ν’ άφηνεν εις το έλεος του Θεού το παιδί της. Χριστέ και Παναγία! τι έγινεν ο μπαρμπα-Στέργιος; Δεν θα είναι καλά. Και αν της τον φέρουν το πρωί ξεπαγιασμένον, καρδιασμένον, αποθαμένον! ω!
Έκλεισε το παράθυρον, εσκέφθη προς στιγμήν τι να κάμει. Της ήρχετο να κινήσει η ιδία, όπως ευρίσκετο, να υπάγει να ιδεί τι έγινεν ο άνδρας της. Αλλά το παιδί, πού ν’ αφήσει το παιδί; Κι έπειτα ημπορούσε αυτή, γυναίκα, να υπάγει να τρέξει νύκτα μες στα χιόνια; Επατείτο τάχα ο τόπος; Ανεζήτει εις τον λογισμόν της εικασίας προς καθησύχασιν. Ίσως ο μπαρμπα-Στέργιος δεν έπεισε τον ιατρόν, ίσως ο ιατρός εφάνη σκληρός, και ο μπαρμπα-Στέργιος θα εντρέπετο να γυρίσει άπρακτος, και στον θυμό του επάνω … να ηύρε τάχα κανένα μαγαζί ανοικτό τέτοια ώρα, να αντάμωσε τίποτε φίλους του και ήρχισαν να πίνουν; … Αλλά τι ώρα να είναι; … Θα είναι πολλή ώρα που λείπει. Τέτοια ώρα μαγαζί ανοικτό; Δεν είναι καλή δουλειά αυτή. Εδίστασεν ακόμη ολίγον, και είτα, ελθούσα προς την άλλην πλευράν της οικίας, ήνοιξε το άλλο παράθυρον, προς δυσμάς. Εκεί κολλητά σχεδόν ήτο η οικία του Γιώργη του Σεφερτζή, γείτονος με τον οποίον προ πολλού δεν έτυχε να μαλώσουν.
— Γειτόνισσα Γιώργαινα ! ανέκραξε˙ γειτόνισσα Γιώργαινα !
Επερίμεινεν ολίγας στιγμάς.
Δεν έλαβεν απάντησιν.
— Γειτόνισσα ! επανέλαβε˙ γείτονα Γιώργη !
Παρήλθον ολίγα δευτερόλεπτα ακόμη, και είτα γυναικεία φωνή είπε:
— Τι φωνάζεις, Στέργαινα;
— Κοιμάται ο Γιώργης; είπεν η Θοδωριά αναγνωρίσασα την φωνήν της γειτονίσσης.
— Κοιμάται.
— Δε μου κάνεις τη χάρη να τόνε ξυπνίσεις;
— Τι τρέχει;
Η Γιώργαινα είχεν ανοίξει το παράθυρον. Η Στέργαινα διηγήθη εν συντόμω τι τής συνέβαινε.
— Και τι τόνε θέλεις;
— Ας κάμη ένα έλεος να πάει να ιδεί τι έγινεν ο άνδρας μου.
— Και πώς να πάει, που είναι το χιόνι ένα μπόι;
— Ένα μπόι; … Ωχ ! καημένη, τι να γένω;
Εν τω μεταξύ είχεν εξυπνήσει και ο Γιώργης, όστις μετά τινας αντιρρήσεις, καμφθείς εις τας παρακλήσεις της δυστυχούς γυναικός, απεφάσισε να εξέλθη προς αναζήτησιν του συζύγου της. Η χιών ήτο πράγματι εις τινα μέρη υπέρ το γόνυ, αλλαχού, εις τα πλέον υπήνεμα, έως δύο σπιθαμάς. Ευτυχώς ο Γεώργιος Σεφερτζής, πρώην ναυτικός και νυν γεωργοκτηματίας, είχε ζεύγος παλαιών υποδημάτων υψηλών άνω του γόνατος.
٭٭٭٭٭٭
Εις το άκρον της παραθαλασσίας ανωφερούς οδού, παρά το λιθόστρωτον, δι’ ου ανήρχετό τις εις την άνω ενορίαν, εκεί όπου δεν ήτο πλέον αγορά, αλλά και όχι έξω της αγοράς εξ ολοκλήρου, ήτο το μαγαζί του κυρ Αργυρού του Συρματένιου. Εάν τυχόν ο έφορος και ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, και δεν ηξεύρω τις άλλος ακόμη, ήθελαν να κατανείμωσι δικαίως τους φόρους του επιτηδεύματος, πολύ θα εδίσταζαν εις ποίαν τάξιν εμπορευομένων να τον κατατάξωσι, διότι, κατά το φαινόμενον, δεν επώλει τίποτε. Εντός του μαγαζείου, ανοικτού πάντοτε όντος από πρωίας μέχρι της ογδόης της εσπέρας, δεν έβλεπέ τις τίποτε άλλο ειμή τα «σκελετά», μόστρας κενάς, με δύο ή τρία βαρέλια πάντοτε άδεια, με μίαν ζυγαριάν, ήτις άδηλος εις τι εχρησίμευε, και με εν πιθαράκι δίπλα εις την ζυγαριάν, του οποίου το επί του στομίου πινάκιον πολλοί πολλάκις ανεσήκωσαν υποθέσαντες ότι περιείχε ταμβάκον, αλλ’ εψεύσθησαν της ελπίδος, ευρόντες το πιθαράκι αδειανόν. Είναι αληθές, ότι τότε, πρόθυμος προσεφέρθη αυτοίς η ταμβακέρα του κυρ Αργυρού του Συρματένιου, όστις εκάθητο όλην την ημέραν επί του σκίμποδός του ροφών ταμβάκον και συνομιλών με φίλους τινάς περί των πολιτικών της ημέρας ή περί των τοπικών πραγμάτων.
Ο κυρ Αργυρός, υψηλός, λευκός, ευτραφής, εξηκοντούτης, ξανθόφαιος, λεπτότατος τους χαρακτήρας, με μικρά όμματα αόρατα όπισθεν των ομματογυαλίων, οψέ αποφασίσας να φραγκοφορέσει, υπείκων εις τας απαιτήσεις της εποχής, φορών ουχ ήττον επί των φραγκικών ενδυμάτων την γούναν του μακράν ως τους αστραγάλους και σκούφον κεντητόν επί της κεφαλής, είχε πάντοτε τον αντίχειρα και τον δείκτην της αριστεράς ηνωμένους, σχεδόν κολλημένους, κρατών αιωνίας την πρέζαν του. Ερρόφα ταμβάκον, καθώς όλοι οι γέροντες φιλάργυροι, οι αισθανόμενοι την ανάγκην ν’ αντικαταστήσωσιν όλα τα πάθη — τον καπνόν, τον οίνον, τα χαρτιά, το σφαιριστήριον, τας εκδρομάς, τα συμπόσια και αυτόν τον έρωτα, δι’ ενός μόνου, του ευθηνοτέρου. Και μ’ όλον ότι το πιθαράκι ήτο κενόν, ο κυρ Αργυρός προθύμως προσέφερε πρέζαν εκ της ταμβακέρας του, σκεπτόμενος ίσως ότι με δεκαπέντε ή είκοσι πεντάρες τον μήνα υπεχρέωνε τόσους και τόσους και τους έκαμνε φίλους.
Κι ενώ κάτω εις το μαγαζείον, ούτω μονοτόνως διήγε τας ημέρας του ο φιλήσυχος κυρ Αργυρός, επιδαψιλεύων πολλάκις και συμβουλάς εις πάντας, άνω εις την οικίαν η γυνή του, γραία ομήλιξ με αυτόν, εξήσκει το κυρίως εμπόριον, το οποίον συνίστατο εις την πώλησιν μεταξωτών υφασμάτων και χρυσού νήματος διαφόρων ποιοτήτων εις τας γυναίκας όλου του χωρίου, τας εχούσας κοράσια προς υπανδρείαν και υποχρεωμένας να κεντήσωσι τα «προικιά». Εκ του εμπορίου τούτου ο κυρ Αργυρός, ευσυνειδήτως λίαν, θα ωφελείτο έως 75 τοις %.
Ελέγετο εν τούτοις ότι ενίοτε εδάνειζεν, εις στενούς φίλους, και χρήματα επί ενεχύρω πάντοτε τριπλασίας αξίας της του δανειζομένου ποσού, και με τόκον όχι ανώτερον των 80 τοις εκατόν κατ’ έτος. «Οι καιροί είναι δύσκολοι, να σας χαρώ. Και ο παράς, το σήμερο, εύκολα δεν βγαίνει. Κι όταν εσύ, κατάλαβες, είσαι ανάξιος και χαλνάς τα λεπτά, μοναχός σου χαλνιέσαι. Κι αν εσύ πας και τα πίνεις, κατάλαβες, σου φταίει άλλος, ορίστε; Τι σου χρωστάει άλλος, ας πούμε, να σου δώσει λεπτά; Εσύ φταις που είσαι τεμπέλης, έτσι να έχουμε καλά στερνά, και δεν είσαι ικανός να ζήσεις. Περισσεύουν λεπτά, να ’χουμε καλή ψυχή, για να βοηθήσει κανείς κι έναν άλλονε; Εγώ δεν μπορώ να δώσω, έτσι να ιδούμε Θεού πρόσωπο, δεν μπορώ να δώσω παράδες στα χαμένα …»
Την πρωίαν της ημέρας εκείνης, ότε, παύσαντος του νιφετού, και των νεφών διαλυθέντων, ο ήλιος είχεν ανατείλει πράως φωτίζων την γην, διαλύων πού και πού τα ελαφρότερα στρώματα της χιόνος, πολλαχού δε της κώμης, κατά γειτονιάν, άνθρωποι με υψηλά υποδήματα και με πτυάρια εκοπίαζον να ξεχιονίσουν και ν’ ανοίξουν δρόμον διά μέσου της χιόνος, ο μπαρμπα-Στέργιος με την κάπαν του, στυγνός, κατηφής, επαρουσιάσθη περί ώραν ενάτην εις το μαγαζείον του κυρ Αργυρού.
— Τι έχουμε Στέργιο; του είπεν ούτος … Σαν συλλογισμένο σε βλέπω.
— Τι να ’χουμε, κυρ Αργυρέ, απήντησε στενάξας ο μπαρμπα-Στέργιος, μην τα ρωτάς … Δεν είμαι καλά.
— Τι τρέχει;
— Το παιδί μου πέθανε σήμερα το πρωί, ένα που το είχα …
Και λέγων εδάκρυε.
— Πώς; … Είχε καιρό άρρωστο;
— Λίγες μέρες είχε, μα … ψες το βράδυ εβάρυνε … πήγα μεσάνυχτα να φωνάξω το γιατρό, κι έξαφνα άρχισε να χιονίζει … Δεν μπόρεσα να ξυπνίσω το γιατρό, εγύρισα πίσω, τα μάτια κλαμένα … κι ως το πρωί το παιδί τελείωσε.
— Και γιατί δεν ξυπνούσες το γιατρό, αφού ήτον ανάγκη;
— Δεν ήτον στο σπίτι.
— Πώς γίνεται; Τέτοια ώρα;
— Ή δεν ήτον, ή δεν μου τον μαρτύρησαν, είπεν ο μπαρμπα-Στέργιος, αποφεύγων να είπει ακεραίαν την αλήθειαν.
Μετά στιγμιαίαν σιωπήν, ο μπαρμπα-Στέργιος εξηκολούθησεν:
— Ήρθα, κυρ Αργυρέ, να βάλω τα μούτρα μου … επειδής είμαι σε μεγάλη απελπισία … σου έφερα κι αυτά τα ειδίσματα … αν θέλης να με δανείσεις καμμιά εικοσαριά δραχμές, να κάμω τα έξοδα της θανής του παιδιού … επειδής δεν έχω λεπτά σε χέρι…
Και του έδειξε δύο σκουλαρίκια αργυρά της γυναικός του και έν δακτυλίδι.
— Πώς δεν έχεις λεπτά, είπε με στρυφνόν ήθος ο κυρ Αργυρός˙ εσύ φέτος έκαμες, καθώς έμαθα, τόσα καμίνια …
— Κι εψές ακόμα επήρα λεπτά, είπεν ο μπαρμπα-Στέργιος, μα χρωστούσα και τα ’δωκα … πού να ήξερα;
— Και δεν πας σ’ εκεινούς που χρωστούσες κι επλήρωσες, να σε ξαναδανείσουν; παρετήρησεν ο κυρ Αργυρός, χωρίς να εγγίσει με τας χείρας τα αργυρά κοσμήματα.
Ο μπαρμπα-Στέργιος ήτο και εις τας δεινάς περιστάσεις ετοιμόλογος.
— Κείνοι που τους χρωστούσα είναι μπακάληδες και δε δανείζουν, απήντησε˙ το χρέος μου ήτον από βερεσέδια.
— Κι εμένα, με ξέρεις να δανείζω; είπεν ο κυρ Αργυρός.
Ο μπαρμπα-Στέργιος είπε μετά θλίψεως:
— Αν θέλεις, κυρ Αργυρέ …. ύστερα-ύστερα ημπορώ να το θάψω και βερεσέ το παιδί μου …
Ο κυρ Αργυρός έλαβεν εις χείρας τα τρία αργυρά τεμάχια και τα εξήτασεν επί μακρόν.
—Ποιος ξέρει αν είναι κι ασήμι; είπε˙ χρειάζεται να είναι κανείς κουϊμτζής για να ξέρη … Μα ωστόσο, δεν τα πιστεύω όλα όσα είπες, Στέργιο … Χρωστούσες κ’ επλήρωσες … μπορεί. Σ’ αυτή την εποχή που βρεθήκαμε, να σε χαρώ … Μεγάλο κεσάτι, μεγάλη δυστυχία στον κόσμο! … Ο παράς, δεν ξέρω πού πάει και χώνεται, και δε βγαίνει στο μεϊντάνι … Κι αν πας εσύ και πίνεις και μεθάς, να ’χουμε καλή ψυχή … Όταν τα έχεις τα λεπτά, δεν τα στιμάρεις … Δεν μου βρίσκονται παράδες, έτσι να ’χω καλά υστερνά … Να ιδώ, αν έχω είκοσι δραχμές να σου δώσω, έτσι να ιδούμε Θεού πρόσωπο …
Εκοίταξεν ακόμη τα τρία κοσμήματα, τα εζύγισε με την χείρα, και είτα είπεν:
— Αυτά δεν αξίζουν ούτε δέκα δραχμές … Σύρε να μου φέρεις και τίποτε άλλο, καν.
— Δεν έχω άλλο ασημικό στο σπίτι.
— Δεν είχε τσαπράκια η γυναίκα σου;
— Δεν είχε.
— Κανένα κερμεσούτι φουστάνι δεν της βρίσκεται; Κανένα λαχουρί; Κανένα μπαμπουκλί ατλαζένιο, καμμιά καζάκα βελουδένια;
— Να πάω να ιδώ.
٭٭٭٭٭٭
Ο μπαρμπα-Στέργιος απήλθεν οίκαδε, έλαβεν ό,τι μεταξωτόν ένδυμα είχεν η Θοδωριά, κι επέστρεψε πλησίον του κυρ Αργυρού.
Ο γέρων τοκογλύφος του εμέτρησε τότε είκοσι δραχμάς.
Είχεν επανέλθει εις την οικίαν περί το λυκαυγές, πειθαναγκασθείς υπό του Γιώργη του Σεφερτζή, όστις είχεν έλθει εις το καπηλείον. Ο ιατρός επείσθη και αυτός, αφού άπαξ θ’ απήρχετο οίκαδε να κοιμηθεί την πρωίαν, να περάσει από την οικίαν του γέροντος ασβεστά. Έφθασεν εις την οικίαν, προπορευομένου του Γιώργη του Σεφερτζή, πατούντος επί των ιδίων ιχνών, τα οποία είχεν αφήσει επί της χιόνος κατά την εις την αγοράν κάθοδόν του, και κρατούντος φανάριον. Ο ιατρός ήρχετο δεύτερος, και τελευταίος ο μπαρμπα-Στέργιος, παραπατών και γλιστρών εις την χιόνα, πίπτων και ανορθούμενος.
Έφθασαν, ενώ το παιδίον έπνεε τα λοίσθια. Παρέστησαν εις τας τελευταίας στιγμάς του. Ο ιατρός είχεν επάνω του μολυβδοκόνδυλον και χάρτην˙ έγραψε το «ενταφιαστήριον» ή την έκθεσιν της νεκροσκοπίας, την ενεχείρισεν εις τον μπαρμπα-Στέργιον, κι επήγε να κοιμηθεί. Η Θοδωριά έκλαιε κι εδέρνετο…
٭٭٭٭٭٭
Περί το δειλινόν, εξήρχετο η μικρά πομπή από την εκκλησίαν. Έν μικρόν φέρετρον, όμοιον με λίκνον, κρατούμενον υπό δύο ανθρώπων, οι δύο ιερείς της ενορίας, ο μπαρμπα-Στέργιος, η Θοδωριά, και τέσσαρες-πέντε άλλαι γυναίκες, συγγενείς ή γειτόνισσαι.
Αντικρύ της εκκλησίας, παρά την θύραν παντοπωλείου, ίστατο ομάς τις ανθρώπων, οίτινες ιδόντες την πομπήν, έβγαλαν τα καπέλα των. Ήσαν ο υπολιμενάρχης, ο τηλεγραφητής και ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου και δύο άλλοι. Ο Αριστείδης Μαγγανόπουλος αναγνωρίσας τον γέροντα ασβεστάν ηρώτησε:
— Μπα! ο μπαρμπα-Στέργιος, τι θέλει εκεί;
— Είναι το παιδί του που απέθανε, απήντησεν είς εντόπιος.
— Αλήθεια; Κι απόψε τα μεσάνυχτα περάσαμε τόσο καλά μαζί … Ηύρε τον καιρό ν’ αποθάνει με τέτοιο χιόνι!
Ως προς την δευτέραν Στέργαιναν, δυστυχώς δεν ηλήθευσε το ρητόν, «η πρώτη δούλα, η δεύτερη κυρά». Η Θοδωριά, η πτωχή, υπέφερεν όλας τας αγγαρείας, όσας τής επέβαλλεν ο σύζυγός της. Ασβεστάς εκείνος, φουρνάρισσα αυτή. Το πτωχόν νήπιον, ο Ελευθέρης, δεν είχε χορτάσει το γάλα της μητρός του. Εφαίνετο γηράσασα ήδη, αν και μόλις είχεν υπερβεί το τριακοστόν πέμπτον έτος. Ο μπάρμπα-Στέργιος, δεκαπέντε έτη μεγαλύτερός της, την είχε πάρει εις δεύτερον γάμον, και μάλιστα με το σπαθί του˙ την έκλεψε. Ο μικρός Ελευθέριος, τετραέτης ήδη, ήτο ζαρωμένος, χλωμός, ζουριασμένος και η μήτηρ του ούτε να τον θρέψει ήτο ικανή ούτε να τον «αποκόψει» ηδύνατο. Οι μαζοί της, ως να είχαν παραψηθεί από την αντιλαμπήν του φούρνου, εκρέμαντο μαραμμένοι υπό την τραχηλιάν, και ο μικρός δυσκόλως εύρισκεν εκεί σταγόνα γάλακτος.
Της είχαν πεθάνει τα δύο πρώτα παιδιά της, το εν θήλυ, το άλλο μικρόν αγόρι, και τώρα όλαι αι ελπίδες της εκρέμαντο εις τον Λευθέρην. Αλλά μέγας φόβος την είχε κυριεύσει, διότι και αυτό της το παιδί ήτον άρρωστον. Α! η καρδούλα της ήτον καμένη! Καλύτερα να μη ’μβαίνει στον κόσμο άνθρωπος. Ενθυμείτο μετά σπαραγμού την στιγμήν, όταν «αγγελιάστηκε» το μικρόν κοράσιόν της. Πηγαίνει και το βρίσκει στην κούνια του, ξερό, μελανό, μισοπεθαμένο. Βάζει μια φωνή. Τρέχουν δυο γειτόνισσες. «Τι έχεις; Τι είναι;» «Το παιδί μου! Το παιδί μου!» Φωνάζουν το γιατρό. Όσο να ’ρθει ο γιατρός, το κορίτσι «έσωσε». Σε μια ώρα, μια ωρίτσα! Ήρθεν η γειτόνισσα η Κατερίνα η Μπροστινή, το σαβάνωσε˙ η Θοδωριά έψαξε και ηύρε τα ρουχάκια του˙ έσκυφτε μες στην κασσέλα να τα εύρει, κ’ εμοιρολογούσε σιγανά! Η Κατερίνα την εμάλωνε, λέγουσα ότι δεν μοιρολογούν τον νεκρόν, πριν τον ενδύσουν. Το στόλισαν όμορφα-όμορφα, το ξάπλωσαν στο κιλίμι, και το σκέπασαν να μην το βλέπει ο μικρός και κλαίει. Ο Χαραλαμπάκης ήτον δυο χρόνια μεγαλύτερος, κ’ ένοιωθε, τον επήραν οι γειτόνισσες και τον απεμάκρυναν, έως να γίνει η εκφορά. Ύστερα το βράδυ, όταν ο Χαραλαμπάκης ερωτούσε: «Πού ’ναι το Χρυσώ, μάννα, που πάει το Χρυσώ;» του απήντησαν ότι επήγε να κοιμηθή «στα λουλούδια». Κι η Κατερίνα η Μπροστινή του είπε ότι πάει «Στου παπά τ’ αλώνι – κι στο περιβόλι». Και ο μικρός εξηκολούθει να ερωτά: «Πότε θα ’ρθει, μάννα, πίσω το Χρυσώ μας;» έως ότου επέρασαν τρεις ημέραι και το εξέχασε.
Ά! ποίος το ήξευρε ότι τόσον γρήγορα έμελλε να υπάγει να την ανταμώσει. Στο χρόνο απάνου, ο Χαραλαμπάκης πέφτει άρρωστος. Το γιατρό, ευθύς, το γιατρό να μη ξαναπάθουν τα ίδια. Έρχεται ο γιατρός, το βλέπει. «Δεν έχει τίποτε», τους στέλνει ένα γιατρικό, άλλο γιατρικό. Όσο έπαιρνε τα γιατρικά, τόσο άναβεν η ζέστη κι η φλόγα που είχε. Έρχεται το ξαναβλέπει, «Μετά τρεις ημέρας θα είναι καλά». Μετά τρεις ημέρας ήτον αποθαμένο. Αχ! με τι καρδιά να ψάξει να βρει τα ρουχάκια του, και με τι χέρια να το στολίσει; Ευτυχώς ήτον εκεί η Κατερίνα η Μπροστινή, με την ακούραστον προθυμίαν της, με το λευκόν τουλπάνι υπό την πολίτικην μανδήλα, με τους ελαφρώς διαγραφομένους μύστακάς της, και την απήλλαξε του κόπου. Με τι στόμα να το μοιρολογήσει; Τι τραγούδια να του πει; Ήλθαν οι παπάδες και το επήραν κι αυτό, και το ετραγούδησαν και το επήγαν «στα λουλούδια», εκεί που είχαν υπάγει και την μικράν Χρυσώ προ ενός έτους,
Τώρα, αυτό το παιδάκι, ο Ελευθέρης, της έμενε. Ήτον εξαπλωμένη πλησίον του, ανέχουσα την κεφαλήν διά του βραχίονος υπέρ το προσκέφαλον του παιδίου, έχουσα την κεφαλήν του παιδίου υπό την αριστεράν μασχάλην της. Τα ενθυμείτο όλα όσα υπέφερε, και δεν είχεν ύπνον. Εις την εστίαν, οι ολίγοι μείναντες άνθρακες, χωμένοι εις την στάκτην, ετυφλόκαιαν ακόμη. Υπεράνω της κεφαλής της έκαιε το κανδήλι εμπρός εις τα εικονίσματα, σημειούν με φωτεινήν γραμμήν τας μελαγχολικάς μορφάς των Αγίων. Ο σύζυγος της εξηπλωμένος εκ δεξιών της, έρρεγχε προ πολλού, από της ενάτης ώρας. Είχε γυρίσει δις ήδη και από τα δύο πλευρά, και ανέπνεε δυνατά, και κάτι εμορμύριζε, κ’ ενίοτε εμυκάτο εις τον ύπνον του. Ο καημένος ο μπαρμπα-Στέργιος δεν ήτο και πολύ κακός, αν και ηγάπα να τρώγη το ψωμί του από τα «φουρνιάτικα». Έλεγεν ότι, με το να κολλά τον φούρνον εις την γειτονιάν, η γυναίκα του, έβγαινεν από ένα κόπον, τού να ζυμώνει. Κλαδιά της εκουβαλούσεν άφθονα, με το ονάριον του, όσα επερίσσευαν από το καμίνι. Ήτο εν τούτοις εργατικός, και δεν την εβασάνιζε και πολύ, την γυναίκα του. Μόνον όταν ετύχαινε να πωλήσει μαζωμένον ασβέστην, κι έπαιρνε τίποτε λεπτά, ποτέ δεν εγύριζε στο σπίτι με τα θυλάκια πλήρη ή με τον στόμαχον κενόν. Συνήθως «τα άναβε τα καντήλια». Και αν μάλιστα ήτον Σάββατον βράδυ, «εβαστούσε τρίμερο», καθώς έλεγεν η Θοδωριά, και ήτον «εν τη δόξη του» έως το πρωί της Δευτέρας. Αλλ’ αυτή το ήξευρε το σύστημά του, και όταν τον έβλεπε να είναι «στα πράματα», δεν του ωμιλούσε, διότι τότε ήτον φόβος μην «τες φάει». Μόνον την Δευτέραν, πρωί, πριν αναχωρήσει διά να υπάγει στο καμίνι, του εζήτει να της αφήσει τίποτε λεπτά, αν του είχαν περισσεύσει, κι εκείνος τότε ήρχετο κάπως εις αίσθησιν.
Τας προλαβούσας ημέρας των Χριστουγέννων, το είχεν «αλαλάξ τω Κυρίω», διότι είχε πωλήσει πολλά καντάρια ασβέστην, κι επήρεν ολίγα τάλληρα. Τώρα, τα Χριστούγεννα πέρασαν, ήρχετο Άις Βασίλης, κι επειδή εν τω μεταξύ ήτο και Κυριακή, δεν είχε μαζωχθεί ακόμη. Την εσπέραν ταύτην πάλιν ήτο ολίγον «στο φίλο, στο χορό», αλλ’ ευτυχώς είχεν έλθει ενωρίς απόψε, κι εντεύθεν η Θοδωριά εσυμπέρανεν ότι τα τάλληρα θα εσώθηκαν, από την τελευταίαν πώλησιν. Ό,τι όμως ηγνόει είναι ότι, εντός της ημέρας, ο μπάρμπα-Στέργιος επώλησε και άλλον ασβέστην. Και ο λόγος δι’ όν είχεν έλθει ενωρίς ήτο ότι είχε βαρυνθεί κάπως την κραιπάλην, και ησθάνετο και σφοδρόν πονοκέφαλον. Εν τούτοις η Θοδωριά ευχαριστήθη, διότι αφού έβλεπε το παιδί της άρρωστον, θα είχε τουλάχιστον σύντροφον, έστω και κοιμώμενον, και ο ρογχασμός του ανδρός της ήτο ως παρηγορία τις διά την ανησυχίαν της.
Εν τούτοις το παιδίον εχειροτέρευεν. Η Θοδωριά, ήτις δεν ηδύνατο να κλείσει όμμα επιβλέπουσα αγρύπνως το άρρωστον, είδεν αίφνης ότι το τεκνίον ηγωνία και επνευστία, βήχον ξηρώς. Ωχρόν ήτο το μέτωπόν του, απεξηραμμένα τα χείλη του, τα όμματά του θολά, και ελαφρά ερυθρότης ανέβαινεν από τας παρειάς του εις τους κροτάφους. Η γυνή ενθυμείτο τα συμπτώματα από τα δύο άλλα παιδιά της και ήτο έντρομος και περιδεής.
Τότε έσπευσε να εξυπνίσει αποτόμως τον σύζυγόν της.
— Σήκω, Στέργιο! … κοιμάσαι, άνδρα μου;
Ο μπάρμπα-Στέργιος, μισοκοιμισμένος, εξηροτανύσθη κι εχασμήθη.
— Τι είναι; … Τι θέλεις; … Δεν κοιμάσαι, Θοδωριά;
Κι εγύρισεν από το άλλο πλευρόν.
Η γυνή τον έσεισε σφοδρώς.
— Δεν ακούς, άνδρα; Ξανακοιμήθηκες; Σε καλό σου!
— Τι λες, μωρή γυναίκα;
— Σήκω, δεν μπορεί το παιδί μας.
— Και τι να σ’ κάμω εγώ; … Σα δεν μπορεί, ας γιάνει …
Και ήδη επέπλεεν ως υπεράνω αβύσσου χασκούσης να τον καταπίει κάτωθεν, οίαν εφαντάζετο το στόμα της συζύγου του, και προσεκολλάτο εις το προσκεφάλαιον, ως εις το χείλος μαλακής, ηδυπαθούς αιώρας, οποία τού εφαίνετο ο ύπνος˙ και ως ο κολυμβητής ο ετοιμαζόμενος εις κατάδυσιν, ητοιμάζετο να βυθισθεί εκ νέου εις τον ύπνον.
— Θα σηκωθείς, πατέρα;
Το πατέρα τούτο το είπε με τρόπον η Θοδωριά, ως εκ μέρους δήθεν του νοσούντος τέκνου. Είτα μη δυνηθείσα να κρατήσει τα δάκρυα επανέλαβε:
— Θα σηκωθείς, πατέρα, ή θα μ’ αφήσεις να πεθάνω κι εγώ, καθώς πέθανε το Χρυσώ μας κι ο Χαραλαμπάκης μας; Εκείνα τα δυο, πατέρα, είναι «στα λουλούδια», στον άλλο κόσμο, στην αληθινή ζωή, εκεί όπου όλα τα μικρά έχουν ένα πατέρα … Σ’ αυτόν τον κόσμο, εδώ, εγώ άλλον πατέρα από σένα δεν έχω, και συ άλλο παιδί από μένα δεν έχεις …
Ο μπάρμπα-Στέργιος, ακούσας το παράπονον τούτο συνεκινήθη και απωθήσας το εφάπλωμα, ανεκάθισεν επί της στρωμνής του, κι έστρεψε λημώντας τους οφθαλμούς προς την κοιτίδα του παιδίου. Η γυνή του έφερεν αγγείον πλήρες ύδατος, κι έβρεξε τους οφθαλμούς του.
— Δεν πας να φωνάξεις το γιατρό, Στέργιο μου;
— Τι γιατρό και γιατρό; … Έχουν τώρα αυτοί πίστη και σπλάχνα; … Θαρρείς πως λυπούνται, μωρή γυναίκα; Θα πάω, θα τον φωνάξω, θα ρίξω πέτρες στο παραθύρι, και θα κάμει τον κουφό, ή θα σηκωθεί να με βρίσει και να με διώξει. «Δεν ηξέρατε από πιο νωρίς να ’ρθήτε; Τώρα, μεσάνυχτα, ήρθες να ξυπνίσεις το γιατρό;» Άχ! να ήξερες τι σκληροί είναι, γυναίκα!
— Δεν πειράζει, σύρε συ, και ρίξε τ’ άδικα σ’ εμένα. Πες, η γυναίκα σου δεν σού’ πε αποβραδύς πως ήτον το παιδί άρρωστο.
Ο μπάρμπα-Στέργιος ηγέρθη, εφόρεσε την βράκα του, την τσάκα του, εζώσθη το κίτρινον, πλατύ και φουντωτόν ζωνάρι του, υπέδησε τα πέδιλα εις τους πόδας, έλαβε το φέσι του το ξασπρισμένον με την κοντήν μαδημένην φούνταν, εφορτώθη την κάπαν του, επήρε το φανάρι, οπού του ήναψεν η γυναίκα του, κι εξήλθεν. Έξω ήτο σκότος βαθύ, ολίγα άστρα έλαμπαν τήδε κακείσε, και ο ουρανός εφαίνετο ωμιχλιασμένος. Είχε κοπάσει προ μιας ώρας ο μαινόμενος από τριών ημερών χιονιστής βορράς, κ’ έκαμνε παράξενην γλύκαν, την οποίαν ο μπαρμπα-Στέργιος αμέσως ενόησεν, ούσαν προάγγελον χιόνος στρωτής, ης αι πρώται αραιαί νιφάδες είχαν αρχίσει ήδη να πίπτωσι. «Ά! κι η Θοδωριά γυρεύει να φέρω το γιατρό, εψιθύρισε χασμώμενος ο ασβεστάς˙ θα θελήσει ο γιατρός να ’ρθει μεσάνυχτα με το χιόνι!»
Εντοσούτω εστράφη δεξιά, εβάδισεν έως διακόσια βήματα από συνοικίας εις συνοικίαν, και τέλος φθάσας υπό την οικίαν του ιατρού, έκαμεν ως είπε, κατά γράμμα. Έκρουσε μάτην την θύραν. Είτα έρριψε χαλίκια εις εν παράθυρον, όπου ήξευρεν ότι ήτο ο κοιτών του ιατρού. Ουδεμίαν απάντησιν έλαβε. Τέλος ηνοίχθη κατά το ήμισυ εν παραθυρόφυλλον κάτω του ισογείου, και η υπηρέτρια, με ένα βόστρυχον από τα ξέπλεκα μαλλιά της προβάλλοντα και κρεμάμενον έξω του παραθύρου, είπε:
— Δεν είναι εδώ ο γιατρός.
— Πού είναι; ηρώτησεν ο μπάρμπα-Στέργιος.
— Είναι όξου.
— Πού, όξου;
— Δεν ήρθε ακόμα. Θα πήγε σε κανέναν άρρωστο.
— Τέτοια ώρα;
— Όπως τον γυρεύεις και τουλόγου σου, τέτοια ώρα, έτσι μπορεί να τον εγύρεψαν κι άλλοι.
Ο μπάρμπα-Στέργιος ίστατο αναποφάσιστος. Αίφνης η θεραπαινίς, ως να ήθελε να δείξη πλείονα του συνήθους εμπιστοσύνην, προσέθηκε:
— Κοίταξε μην είναι κανένα μαγαζί ανοιχτό στην πιάτσα, μην παίζουνε πουθενά τα χαρτάκια. Μην πεις πως σ’ το είπα εγώ.
Και αμέσως έκλεισε το παραθυρόφυλλον κ’ έγινεν άφαντος.
Ο μπάρμπα-Στέργιος υπώπτευσεν ότι η πονηρά υπηρέτρια θα τον «εγέλασεν μες στα μάτια». «Βέβαια, βέβαια, έλεγεν, έτσι μας γελούν τώρα ημάς τους γέρους, αυτές οι δούλες, που μας βλέπουν και δεν αξίζουμε τίποτα. Ως τόσο, εγώ δεν είμαι και πολύ γέρος, και δεν υπανδρεύθηκα παραπάν’ από δυο φορές, κι αν τυχόν μου πέθαινε η Θοδωριά …» Δεν ετελείωσε τον στοχασμόν του, όστις ήτο οιονεί τελευταία τις υποτροπή τής από ημερών κραιπάλης του, και η εικών του χλωμού παιδίου με την ασθενή αναπνοήν και της μητρός, με τα δάκρυα, ήλθε και επάγωσε την αιφνιδίαν νεανικήν θέρμην του. Επανήλθε τότε εις την μνήμην του η φράσις της υπηρετρίας «μη παίζουν πουθενά τα χαρτάκια». Και επειδή είχε ξενυστάξει, κι εντρέπετο να γυρίσει άπρακτος εις την οικίαν, απεφάσισε να επιστρέψει διά της αγοράς, όπως ίδει μη τυχόν συναντήσει που τον ιατρόν.
٭٭٭٭٭٭
Κοντά εις όλα τα άλλα δεινά, είχε κολλήσει και η ψώρα αυτή εις το παραθαλάσσιον χωρίον, να μάθουν οι νέοι να παίζουν χαρτιά. Από όλους τους υπαλλήλους, μόνον ο υποτελώνης όστις είχεν εγγύησιν δοσμένην, και ο ειρηνοδίκης, όστις εφρόντιζε διά την υπόληψίν του, καθώς και ο ελληνοδιδάσκαλος, δεν ελάμβανον μέρος εις τας εσπερινάς συναναστροφάς, αίτινες εγίνοντο τακτικά εις την οικίαν τού ενός και του άλλου των υπαλλήλων. Όλοι οι άλλοι, ο υπολιμενάρχης, ο υγειονόμος, οι δύο βοηθοί ή υπολογισταί του υπολιμεναρχείου, ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου, ο τηλεγραφητής, και όλοι, εκαίοντο κάθε βράδυ εις τα χαρτιά.
Αλλά δεν ήτο και εντελώς φερτόν το νόσημα, και απόδειξις ότι, τας ημέρας ταύτας ιδίως, ότε αι εσπερίδες εγίνοντο εις το κομψόν και καλώς ευτρεπισμένον καπηλείον του Θανάση του Μωρεγυιού, ελάμβαναν μέρος και πολλοί εντόπιοι, ο γραμματεύς της δημαρχίας, δύο νέοι χασάπηδες, οίτινες είχον υπηρετήσει εις τον στρατόν, ο φραγκορράπτης, όστις τον περισσότερον καιρόν έκαμνε τον δικολάβον, είς κουρεύς και δύο ναυτικοί. Ο δημοδιδάσκαλος ήρχετο τακτικά καθ’ εσπέραν, κι εποντάριζε μίαν ή δύο δεκάρες εις το έξ, και αν τας έχανεν, έφευγε σιωπηλώς, χωρίς να πίει ούτ’ ένα ρούμι˙ αλλ’ εάν τας εκέρδιζεν, εκάθητο με το εν σκέλος εξηπλωμένον επί της μπαγκέτας, με το άλλο κάτω εις το δάπεδον, με το κοντόν τσιμπούκι του ακοίμητον πάντοτε, έπινε δύο-τρία ρούμια, ίσα-ίσα το κέρδος, και άμα το ωρολόγιον εσήμαινε την δωδεκάτην, έφευγε κι επήγαινε να κοιμηθεί.
Οι άλλοι εξενυκτούσαν συνήθως, πότε ως τας τρεις, πότε ως τας τέσσαρες. Ο κάπηλος, ο Θανάσης ο Μωρεγυιός, ευχαριστείτο τα μέγιστα εκ του είδους τούτου του εμπορίου, διότι εκτός του «νομίμου βιδανίου» είχε και το εμπόριον του μοσχάτου οίνου και των άλλων ποτών. Η συντροφιά έπαιζε και έπινεν. Όποιος εκέρδιζεν, ευχαρίστως εκέρνα τους άλλους, μόνον ότι σπανίως ευρίσκετό τις να ομολογήσει ότι εκέρδισε. Και ίσως να ήσαν και ειλικρινείς, διότι, κατά το αξίωμα των χαρτοπαικτών, δύο άνθρωποι κερδίζουν˙ όστις δεν παίζει ποτέ και όστις εισπράττει το βιδάνιο. Εις εκ της πρώτης κατηγορίας ήρχετο κατά πάσαν εσπέραν, ο καπετάν Γιωργός ο Ασπρουδάκης, όστις ποτέ δεν έπαιζεν, αλλά και ποτέ δεν έλειπεν από τας εσπερίδας. Δύο-τρεις άλλοι, όρθιοι όπισθεν των νώτων των παικτών, έμενον ως απολιθωμένα φαντάσματα, ως η ζώσα προσωποποίησις της καλής και της κακής τύχης. Επίσης ήρχετο κι ο μπάρμπ’ Αντώνης ο Πρίφτης, γηραιός βαρκάρης, όστις έμενε μεχρισότου αποφασίσει τις να κεράσει «στα όλα», και τότε, αφού έπινε το ρούμι του, έφευγε, συναπάγων και τους άλλους, τους ορθούς ισταμένους, ως να ήσαν κολλημένοι εις την πλάτην των παικτών˙ εάν όμως έβλεπεν ότι αργούσαν να κεράσουν, έφευγε κρυφά, ή επήγαινεν εις την βάρκαν του διά να πλαγιάσει.
Ενίοτε όμως ο μπάρμπ’ Αντώνης ο Πρίφτης με τον καπετάν Γιωργό τον Ασπρουδάκη και με δύο άλλους έπαιζαν απλώς σκαμπίλι με συνήθη κεράσματα, χωρίς λεπτά, παρά τινα γωνίαν αποσυρόμενοι, συντρόφοι πάντοτε οι δύο. Ο καπετάν Γιωργός έκαμνε πάντοτε τον μάστορα, και αν συνέβαινε να χάσουν, έμενον οι δύο παίζοντες «τον κακό τον σύντροφο», ως τας δύο μετά τα μεσάνυχτα. Τελευταίος δ’ έχανε συνήθως ο μπάρμπ’ Αντώνης, διαμαρτυρόμενος πάντοτε ότι ο καπετάν Γιωργός τον έκλεπτε.
Την εσπέραν εκείνην, ενώ η συντροφιά ευρίσκετο εις το κομψόν καπηλείον, έξαφνα χιών ήρχισε να πίπτει, αλλά τόσον ήσυχα και τόσον μαλακά, ως να έστρωνε ο Θεός λευκά σινδόνια διά τους πτωχούς και διά τους αστέγους, εις την οδόν. Ο άνεμος είχε κοπάσει αίφνης, δεν υπήρχε ψύχος επαισθητόν. Τόσον γλυκά και σιγανά, ευρέθησαν έξαφνα πλατείαι λευκαί λωρίδες καλύπτουσαι την γην. Είς των χαρτοπαικτών, σηκωθείς διά να ξεμουδιάσει από την τράπεζαν (ήτο ημίσεια μετά τα μεσάνυκτα) είχεν έλθει προς το παράθυρον, κι ηθέλησε να κοιτάξει έξω διά της θολωμένης υέλου. Αλλά σχεδόν δεν έβλεπε τίποτε, ειμή έν αχανές υπόλευκον φαιόν. Την ιδίαν στιγμήν εκρούσθη η θύρα του καπηλείου, μανδαλωμένη έσωθεν.
— Άνοιξε, κυρ Θανάση!
— Ποιος είναι; εφώναξε με συναχωμένην φωνήν ο κάπηλος, καθήμενος παρά την τράπεζαν κι επιτηρών αγρύπνως τους παίζοντας.
— Άνοιξε, γιατί ρίχνει χιόνι.
Όχι τόσον ένεκα των επικλήσεων του κρούοντος την θύραν, όσον κατά σύμπτωσιν μάλλον, διότι ο σηκωθείς να κοιτάξει διά του παραθύρου παίκτης, αφού είδε συγκεχυμένως διά των υέλων, ησθάνθη την επιθυμίαν να ιδεί καλύτερα αν εχιόνισεν, ηνοίχθη η θύρα (ο ίδιος ο παίκτης την ήνοιξε), και εισήλθεν ο μπαρμπα-Στέργιος τινάζων την κάπαν του, ασπρισμένην την φοράν ταύτην όχι από ασβέστην. Διότι έως να φθάσει από την οικίαν του εις του ιατρού, κι εκείθεν εις την αγοράν, όπου είδε φως εις το μαγαζί του Θανάση του Μωρεγυιού, ο νιφετός έγινε πολύ πυκνότερος, κι εντός ολίγων λεπτών εστρώθη ως σπιθαμήν από του εδάφους.
— Χιονίζει, χιονίζει! είπαν όλοι, ιδόντες ασπρισμένον τον μπαρμπα-Στέργιον, και όσοι ήσαν όρθιοι εχώρησαν προς την θύραν, ενώ οι καθήμενοι εις την πασέταν εφώναζαν:
— Κλείστε μας την πόρτα!
— Κι από πού μας έρχεσαι, μπαρμπα-Στέργιο!
— Πού βρέθηκες τέτοια ώρα;
— Μεσάνυχτα μας ήρθε απ’ το καμίνι!
Ο μπαρμπα-Στέργιος δεν έδωκεν απάντησιν εις τα φωνάς ταύτας, αλλ’ ανακαλύψας με το πρώτον βλέμμα τον ιατρόν, όστις εκάθητο μεταξύ του υπολιμενάρχου και του γραμματέως του ειρηνοδικείου, επλησίασε, και κύψας εις το ους αυτού, του ωμίλησε:
— Μου κάνεις τη χάρη ’ξοχώτατε, να πάμε ως το σπίτι, έχω άρρωστο.
— Ποιος δεν μπορεί; Η γυναίκα σου;
— Όχι, το παιδί μου.
— Και τέτοια ώρα ήρθες;
— Δε μου είπε η βλοημένη η γυναίκα. Μα από νωρίς ήτον καλά το παιδί, και τώρα την νύκτα εβάρυνε.
— Δε βλέπεις που χιονίζει! Πώς να πάμε;
— Έλα, έλα, κόπιασε από δω, μπαρμπα-Στέργιο, είπε μία άλλη φωνή. Φέρε, Θανάση, ένα μοσχάτο του μπαρμπα-Στέργιου. Πιέ ένα μοσχάτο να ζεσταθής. Έλα, στο πλάγι μου κάτσε.
Ήτο ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου, υψηλός νέος, ξανθός, με μεγάλους λινόχρους μύστακας, με τους οφθαλμούς προέχοντας εν χρω του προσώπου. Ούτος είχε την ώραν εκείνην τον μπάγκον, και τα μουστάκια του, άμα είδε τον μπαρμπα-Στέργιο, ανέβαιναν και κατέβαιναν ως της γάττας της οσφρανθείσης ποντικόν.
Τον έδραξεν από του αγκώνος με την στιβαράν χείραν του, και τον έβαλε με το είδος εκείνο της φιλικής βίας όπερ τινές άνθρωποι αγαπώσι να μετέρχονται προς τους ασθενεστέρους τον χαρακτήρα, τον έβαλε να καθίσει πλησίον του. Εκαλείτο Αριστείδης Μαγγανόπουλος και είχεν εκσφενδονισθεί κατά την αλλαγήν του υπουργείου (ήτο περί το 188….) από το εν άκρον του Βασιλείου εις το άλλο. Ήτο φιλήδονος, φιλοπότης, καλόκαρδος˙ αλλά πώς να ζήσει τις με εξήντα δραχμάς τον μήνα;
Ο μπαρμπα-Στέργιος έπιε το ποτήριιον του μοσχάτου και πάλιν, κύψας όπισθεν του γραμματέως, εις το ούς του ιατρού, του είπε:
— Κάμε μου αυτήν την καλωσύνη, γιατρέ, κι ο Θεός να σου δώσει ό,τι αγαπάς. Μ’ έστειλεν η γυναίκα μου, και θα με περιμένει. Το παιδί κινδυνεύει.
— Στάσου να περάσει λίγο, να σταματήσει το χιόνι, είπεν ο ιατρός. Ο ιατρός ήτο καλός νέος, πλησιάζων εις το τεσσαρακοστόν, υψηλός, λιγνός, πρόθυμος, όχι πολύ σκληρός ούτε πλεονέκτης. Ήτο απόφοιτος του εν Αθήναις πανεπιστημίου, και δεν τον είχε κολλήσει μανία, αν και είχε τα μέσα να μεταβεί, εις την Εσπερίαν, όπως αγοράσει σοφίαν. Εν τούτοις ενίοτε εβαρύνετο, και την εσπέραν ταύτην εμέμφετο τον εαυτόν του ότι εδελεάσθη από την χαρτοπαικτικήν εσπερίδα. Του εφαίνετο ότι, αν ήτο από ενωρίς εις την κλίνην του, το παιδί του μπαρμπα-Στέργιου δεν ήθελεν αρρωστήσει, ουδέ θα ήρχετο ούτος να του χαλάσει την ησυχίαν.
— Πώς έμαθες πως είμ’ εδώ; του λέγει έξαφνα.
Ο μπαρμπα-Στέργιος την στιγμήν εκείνην ενθυμήθη την σύστασιν της υπηρετρίας και απήντησεν:
— Επήγαινα στο σπίτι σας, κι ήρθα απ’ το γιαλό, οπού ’ναι πιο απάγκειο … Σαν είδα φως στο μαγαζί, λέω, ας ’μβω μέσα, μήπως κι είν’ εδώ ο γιατρός.
— Και τι λόγους είχες να το υποθέσεις;
— Δεν ξέρω πώς μου ήρθε … κάτι μου έλεγε πως θα ήσαστ’ εδώ… ήθελα να πιω κι ένα ρουμάκι για να ζεσταθώ …
— Και αντί για ρουμάκι ήπιες μοσχάτο …
— Ας είναι καλά ο κυρ γραμματικός, μ’ εκέρασε ….
Ο Αριστείδης Μαγγανόπουλος δεν είχε λησμονήσει τον μπαρμπα-Στέργιον, αλλά τον εκράτει κάπως διά του γόνατος. Ακούσας όμως την φράσιν του ασβεστά, έσπευσε να λάβει μέρος εις την ομιλίαν.
— Ε! τώρα, δεν θα πουντάρεις καμμιά δεκαρίτσα, μπαρμπα-Στέργιο, για να περάσ’ η ώρα;
Ο μπαρμπα-Στέργιος δεν ήτο όλως άπειρος του χαρτοπαιγνίου. Εις την νεότητά του υπήρξε δεκανεύς εν τω στρατώ, και είχε ζήσει επί τέσσαρα έτη εις διαφόρους πόλεις της Ελλάδος.
Διά να ευχαριστήσει τον γραμματικόν, ήρχισεν από την δεκάραν και την έχασεν. Αλλ’ εντός ολίγων λεπτών της ώρας, έβγαλεν από την τσέπην όσα κέρματα είχεν, άνω της δραχμής, και τα έχασεν όλα.
Διά να τον παρηγορήσει, ο Αριστείδης Μαγγανόπουλος τον εκέρασεν ένα δεκάρικο μοσχάτο. Ο μπαρμπα-Στέργιος το ερρόφησε, και είτα κύψας πάλιν εις το ούς του ιατρού:
— Δεν πάμε τώρα, γιατρέ … Θα σταμάτησε το χιόνι.
— Σταμάτησε, μα δεν έλυωσε, εψιθύρισε σιγά ο γραμματικός.
— Τώρα, να κοιτάξουμε … να ιδούμε αν θα μπορέσουμε, μπαρμπα-Στέργιο, είπεν ο ιατρός˙ τι διάβολο, τώρα βρέθηκε ν’ αρρωστήσει κι αυτό το παιδί σου;
— Να χαρείς ό,τι αγαπάς, γιατρέ μου …
Ο γραμματικός, στραφείς προς τον μπαρμπα-Στέργιον:
— Έλα τώρα, μπαρμπα-Στέργιο, του λέγει, τι συλλογιέσαι; … Παίξε να περάσ’ η ώρα … Να πάρεις και τα λεπτά σου πίσω …
— Δεν έχω άλλα λεπτά, κυρ γραμματικέ.
— Μη μας πουλάς ψευτιές, μπαρμπα-Στέργιο … Θαρρείς δεν το ξέρω εγώ που πούλησες ασβέστη σήμερα;
Ο απλοϊκός άνθρωπος έκυψεν εις το ούς του γραμματικού, και του είπε μυστηριωδώς.
— Πες και τουλόγου σου του γιατρού, να τον καταφέρεις να πάμε.
— Να πάτε; … Πού;
— Στο σπίτι … έχω το παιδί άρρωστο.
— Δεν έχει τίποτε, είπεν ο γραμματικός˙μη σε μέλει … θα γένει καλά.
— Με καρτερεί η γυναίκα μοναχή της … για συλλογίσου κυρ γραμματικέ.
— Μπα! όξου καρδιά, μπαρμπα-Στέργιο! … μη φοβάσαι … δεν παθαίνει τίποτε το παιδί.
Ο μπαρμπα-Στέργιος εταπείνωσε την κεφαλήν, και την στιγμήν εκείνην τού επεφάνη απαισία η εικών του αγωνιώντος παιδίου, βήχοντος, ασθματικού, με νεκρικήν ωχρότητα επί του μετώπου, και της βαρυαλγούς μητρός, συναπτούσης τας χείρας κι επικαλουμένης έλεος.
— Φέρε μας δύο μοσχάτα με τον μπαρμπα-Στέργιο, Θανάση, διέταξεν ο γραμματικός.
Ο κάπηλος εκόμισε τα δύο μοσχάτα. Ο Μαγγανόπουλος έρριψε το περισσότερον του ιδικού του εις το ποτήριον του συμπότου.
— Δεν πίνω, είπεν ο γέρων ασβεστάς˙ θα μου πέσει πολύ … είχα πιει κι απ’ το βράδυ.
— Πιε, και μη σε μέλει … μη συλλογίζεσαι … Δεν έχει τίποτε το παιδί.
Ο μπαρμπα-Στέργιος έπιε το ευώδες ποτόν, και σιγά-σιγά οι ατμοί ανέβαιναν.
— Είσαι καλός φίλος, είπεν εις τον γραμματικόν. Μου έδωσες θάρρος … είχα πολύ φόβο για το παιδί μου.
— Βγάλε και μισό ταλλαράκι να σου χαλάσω, μπαρμπα-Στέργιο, είπεν ο γραμματικός, ανακινών τες δεκάρες επί της τραπέζης˙ αυτά όλα που βλέπεις, τα είχα χαμένα όλα πρωτύτερα … ούτε τα λεπτά μου δεν πιάνω.
Ο μπαρμπα-Στέργιος εξήγαγε την πανίνην σακκούλαν του, την λιπώδη και αμαυράν, δεμένην με σπάγγον περί το στόμιον, την ήνοιξεν, έβγαλεν έν τάλληρον, και ο γραμματικός του το ήλλαξεν.
Εις εκ της συντροφίας είχεν εξέλθει, και την στιγμήν εκείνην επέστρεψε.
— Το χιόνι είναι παραπάν’ απ’ το γόνα … πώς θα πάμε στα σπίτια μας, βρε παιδιά;
— Έπαυσε τουλάχιστον να ρίχνει; ηρώτησεν ο ιατρός.
— Ρίχνει ακόμα.
— Ω! διάβολε!
— Τ’ ακούς, μπαρμπα-Στέργιο; είπεν ο γραμματικός. Ρίχνει ακόμα … Κάθισε ως που να σταματήση, και τότε πάτε με το γιατρό.
— Τι να γίνει, κυρ γραμματικέ!
— Δεν παίζεις από καμμιά δεκαρούλα;
Ο μπαρμπα-Στέργιος ήρχισε να παίζει από μίαν δεκαρούλαν, από δύο, και δωσ’ του και πάει τέρτσο τίρο και πάει και απαγάι και πάρολι, και εις κάθε απαγάι ο γραμματικός τον εκέρνα από ένα μοσχάτο, και εις κάθε πάρολι τον εκέρνα από ένα δεκάρικο. Και εις μισήν ώραν έχασε το τάλληρον μέχρι λεπτού. Και έβγαλε τότε δεύτερο τάλληρο, και εις έν τέταρτον της ώρας το έχασεν˙ έβγαλε και το τρίτον τάλληρον, το τελευταίον που είχεν ακόμη˙ και εις δέκα λεπτά της ώρας ο γραμματικός με τον πάγκον του το εσφόγγισε.
Ήτο δε τότε τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα.
Αίφνης εκρούσθη η θύρα του καπηλείου.
— Ανοίξτε! Ανοίξτε!
— Ποιος παλαβός είναι τέτοια ώρα, με τέτοιο χιόνι; Είπεν ο κάπηλος.
— Άνοιξε, παρακαλώ, κυρ Θανάση!
— Ποιος είσαι;
— Είμ’ εγώ, ο Γιώργης ο Σεφερτζής.
— Και τι θέλεις;
— Είν’ εδώ ο μπαρμπα-Στέργιος ο ασβεστάς;
— Και τι τόνε θέλεις;
Όλοι εστράφησαν προς τον μπαρμπα-Στέργιον, όστις, ζαλισμένος από το μοσχάτον, προσεμειδία ηλιθίως εις τους μύστακας του γραμματικού κι έλεγε.
— Δεν με μέλει! πάρ’ τα όλα! Όξου φτώχεια! … παράδες δεν προσκυνώ εγώ! … Εγώ εχτιμώ φιλίαν! … Είσαι όμως καλός φίλος!
Ηνοίχθη η θύρα και εισήλθεν ο Γιώργης ο Σεφερτζής.
٭٭٭٭٭٭
Ακουμβημένη η Θοδωριά εις το προσκέφαλον, αισθανομένη επί της παρειάς την θερμήν πνοήν του παιδίου, εμέτρα τας στιγμάς και την ώραν, όση είχε παρέλθει από την αναχώρησιν του συζύγου της, κι έλεγε: «Τώρα θα έρθει, έρχεται … όπου είναι θα φτάσει … θα ’ρθει κι ο γιατρός μαζί, να μου κάμει καλά το παιδί μου … Τι φταίνε οι γιατροί; Φταίνε οι γονιοί που δεν αιστάνονται … αν τον επροσκαλούσα, τον γιατρό, με την ώρα μου, δε θα μου πέθαινε ο Χαραλαμπάκης». Έτεινε το ούς ν’ ακούσει κρότον τινά, αναγγέλοντα την έλευσιν του συζύγου και του ιατρού, αλλ’ ουδείς κρότος ηκούετο. Ο Θεός εχιόνιζεν αθορύβως˙ έρριπτε νιφάδες να μεθύσει την γην, διά να φάγωσιν οι ζώντες τους καρπούς αυτής, και λευκόν σάβανον διά τους νεκρούς, διά να είναι βαθύτερον υπό την γην τεθαμμένοι.
Εν τούτοις παρήρχετο η ώρα, και ο μπαρμπα-Στέργιος, δεν έδιδε σημείον επιστροφής. Η Θοδωριά ηγέρθη, έρριψε ξυλάριά τινα εις την εστίαν, συνεδαύλισε το πυρ, κι επανελθούσα ανεκλίθη πάλιν παρά την κοιτίδα του μικρού Ελευθέρη. Το παιδίον εστέναζεν, εγόγγυζε θλιβερώς, είχε κοιμηθεί εναγώνιον ύπνον, εξύπνησεν πάλιν, έκλαιε κι έβηχε μετά σπασμών. «Σιώπα, καλέ μου, σιώπα μικρό μου, θα γίνεις καλά αύριο. Πάει ο πατέρας να σ’ αγοράσει καλούδια, να τα ’χεις μεθαύριο τ’ Άϊ-Βασιλιού, να παίζεις, να παίζεις, να χαίρεσαι. Θα σ’ κάμω κι εγώ μια όμορφη κοκκώνα, αλειμμένη με το αυγό, που να είναι πλασένια˙ θα σ’ φέρη κι η νουνά σ’ άλλη μια μεγάλη κοκκώνα, λαμπένια και στραφτένια, με τα κεντίδια, με τα πουλάκια, με τ’ αηδονάκια, που να μην την έχει κανένα παιδί». Το παιδίον δεν ησθάνετο ίσως, και αφ’ εσπέρας έπαυσε να ψελλίζει. Η Θοδωριά δεν έπαυε να ερωτά: «Πού σ’ πονεί, Λευθεράκη μ’, πού σ’ πονεί;» αλλ’ ο μικρός εις απάντησιν εγόγγυζε μόνον και ήσθμαινε.
Εις την εστίαν είς δαυλός ήρχισεν έξαφνα μετά ροίβδου να σπινθηρίζει και η Θοδωριά ενθυμηθείσα το δημώδες ήρχισε να επαναλαμβάνει:
«Αν είναι φίλος να χαρεί,
αν είν’ εχτρός, να σκάσει˙
κι αν είν’ από το σπίτι μας,
ογλήγορα να φτάσει …»
Αλλ’ ο σπινθηρισμός εξηκολούθησεν επί πολύ, και η επωδή δεν εφαίνετο έχουσα την δύναμιν να τον σταματήσει, ίσως διότι την φοράν ταύτην ήτον και φίλος, ήτον κι εχθρός, ήτον από το σπίτι, και δεν ήτον από το σπίτι …
Τέλος ο σπινθηρισμός έπαυσεν, αλλ’ ο μπαρμπα-Στέργιος δεν επανήλθεν. Η Θοδωριά δεν είχε κλείσει όμμα από της εσπέρας. Ω! πόσον μακραί ήσαν αι ώραι! Η πτωχή γυνή ακουσίως έκλεισε τους οφθαλμούς, και απενεκρώθη επί τινας στιγμάς, φθάσασα μέχρι της καταστάσεως εκείνης καθ’ ην η ψυχή εισέρχεται εις τα προπύλαια του φανταστικού παλατίου των ονείρων, χωρίς ο ύπνος να έχει καταλάβει εξ ολοκλήρου το σώμα. Αλλά μετά έν λεπτόν την εξύπνισεν άλλος τις ροίβδος, ουχί ανόμοιος με τον αρτίως παύσαντα, ο κρότος της θρυαλλίδος του κανδηλίου αγωνιζομένης, με την τελευταίαν ρανίδα του ελαίου, να σωθεί από της επαφής του ύδατος, ως ο άνθρωπος ο πνιγόμενος και προσκολλώμενος εις σανίδα, ως η ψυχή η βασανιζομένη και εις μεγάλην αγωνίαν πλέουσα πριν χωρισθεί από του σώματος. Πόσον μυστηριώδης, πόσον θλιβερός ήτο ο ροίβδος εκείνος! Οποίαν φρικίασιν εξήγειρεν, οποίον φόβον προεκάλει! Εφαίνετο το κανδήλι εκείνο ως έμψυχον, ως μαντικόν, ως προφητικόν. Τι να ενθυμείτο άραγε, τι να έβλεπε, τι να προέλεγεν; Ως να εβαρύνθη να είναι συνάμα ιερόν και βέβηλον, να φωτίζει την απάθειαν και ηρεμίαν των Βυζαντινών Αγίων, και τα πάθη και τας κινήσεις της ψυχής και τα αμαρτήματα των ανθρώπων, εφαίνετο ότι ήθελε να σβήσει … Το κανδήλι ήθελε να σβήσει, αλλ’ η θρυαλλίς ανθίστατο και ήσπαιρεν …
Η Θοδωριά ηγέρθη, ύψωσε την κεφαλήν, κι έμεινεν επί τινας στιγμάς ακούουσα τον ροίβδον της θρυαλλίδος. Το πρόσωπον, ο πώγων και ο λαιμός της έλαβον την εκφραστικήν εκείνην θέσιν, την οποίαν εις τας εικόνας των μεγάλων τεχνιτών της Δύσεως θαυμάζομεν. Ήτο υψηλή, μελαχροινή, συμπαθής, νόστιμη, σχεδόν ωραία. Πολλαί τρίχες της μαύρης κόμης της ήσαν ήδη περί τους κροτάφους, καίτοι τριακονταπεντούτις ήτο, λευκόφαιοι, ως να τας είχεν αποτεφρώσει ο φούρνος ή να τας είχεν ασπρίσει ο ασβέστης. Πτωχή ασβεστού ! Δυστυχής φουρνάρισσα !
Η Θοδωριά έλαβεν από τινος ερμαρίου το λαδικόν, κατεβίβασε το κανδήλιον, και ο κρότος της προστριβής του σχοινίου επί της μικράς τροχαλίας την έκαμε ν’ ανατριχιάσει. Έρριψεν έλαιον εις το κανδήλιον, το ανεβίβασε πάλιν, έκαμε τρεις σταυρούς εμπρός εις τα εικονίσματα των Αγίων, κι επεκαλέσθη την βοήθειαν της Παναγίας. «Ωστόσο ο άνδρας μου πολύ άργησε, είπεν είτα, τι να έγινε, Θεέ μου!» Της εφάνη ότι αν ήνοιγε το παράθυρον ν’ αγναντέψει, θα τον έβλεπεν ερχόμενον, και τον ιατρόν ομού. Ήλθεν εις το παράθυρον, το ήνοιξε, κι εξαφνίσθη, ιδούσα όλην την οδόν λευκάζουσαν εις το σκότος, και τας στέγας όλας λευκάς.
— Χιόνισε! Χριστέ μου! πότε χιόνισε;
Συνήψε τότε τας χείρας, και ησθάνθη διπλασιαζόμενον το βάρος της δυστυχίας της. Έως τώρα είχε τον φόβον διά το ασθενές παιδίον, τώρα ήρχισε ν’ ανησυχεί και διά τον άνδρα της. Τι να έγινε; Μην τον επλάκωσε το χιόνι; Μην έπεσε πουθενά; Μην ξεπάγιασε; Μην κάρδιασε; Θέ μου ; Κι εμέμφετο εαυτήν διατί να τον στείλει τοιαύτην ώραν να καλέσει τον ιατρόν. Καλύτερα ν’ άφηνεν εις το έλεος του Θεού το παιδί της. Χριστέ και Παναγία! τι έγινεν ο μπαρμπα-Στέργιος; Δεν θα είναι καλά. Και αν της τον φέρουν το πρωί ξεπαγιασμένον, καρδιασμένον, αποθαμένον! ω!
Έκλεισε το παράθυρον, εσκέφθη προς στιγμήν τι να κάμει. Της ήρχετο να κινήσει η ιδία, όπως ευρίσκετο, να υπάγει να ιδεί τι έγινεν ο άνδρας της. Αλλά το παιδί, πού ν’ αφήσει το παιδί; Κι έπειτα ημπορούσε αυτή, γυναίκα, να υπάγει να τρέξει νύκτα μες στα χιόνια; Επατείτο τάχα ο τόπος; Ανεζήτει εις τον λογισμόν της εικασίας προς καθησύχασιν. Ίσως ο μπαρμπα-Στέργιος δεν έπεισε τον ιατρόν, ίσως ο ιατρός εφάνη σκληρός, και ο μπαρμπα-Στέργιος θα εντρέπετο να γυρίσει άπρακτος, και στον θυμό του επάνω … να ηύρε τάχα κανένα μαγαζί ανοικτό τέτοια ώρα, να αντάμωσε τίποτε φίλους του και ήρχισαν να πίνουν; … Αλλά τι ώρα να είναι; … Θα είναι πολλή ώρα που λείπει. Τέτοια ώρα μαγαζί ανοικτό; Δεν είναι καλή δουλειά αυτή. Εδίστασεν ακόμη ολίγον, και είτα, ελθούσα προς την άλλην πλευράν της οικίας, ήνοιξε το άλλο παράθυρον, προς δυσμάς. Εκεί κολλητά σχεδόν ήτο η οικία του Γιώργη του Σεφερτζή, γείτονος με τον οποίον προ πολλού δεν έτυχε να μαλώσουν.
— Γειτόνισσα Γιώργαινα ! ανέκραξε˙ γειτόνισσα Γιώργαινα !
Επερίμεινεν ολίγας στιγμάς.
Δεν έλαβεν απάντησιν.
— Γειτόνισσα ! επανέλαβε˙ γείτονα Γιώργη !
Παρήλθον ολίγα δευτερόλεπτα ακόμη, και είτα γυναικεία φωνή είπε:
— Τι φωνάζεις, Στέργαινα;
— Κοιμάται ο Γιώργης; είπεν η Θοδωριά αναγνωρίσασα την φωνήν της γειτονίσσης.
— Κοιμάται.
— Δε μου κάνεις τη χάρη να τόνε ξυπνίσεις;
— Τι τρέχει;
Η Γιώργαινα είχεν ανοίξει το παράθυρον. Η Στέργαινα διηγήθη εν συντόμω τι τής συνέβαινε.
— Και τι τόνε θέλεις;
— Ας κάμη ένα έλεος να πάει να ιδεί τι έγινεν ο άνδρας μου.
— Και πώς να πάει, που είναι το χιόνι ένα μπόι;
— Ένα μπόι; … Ωχ ! καημένη, τι να γένω;
Εν τω μεταξύ είχεν εξυπνήσει και ο Γιώργης, όστις μετά τινας αντιρρήσεις, καμφθείς εις τας παρακλήσεις της δυστυχούς γυναικός, απεφάσισε να εξέλθη προς αναζήτησιν του συζύγου της. Η χιών ήτο πράγματι εις τινα μέρη υπέρ το γόνυ, αλλαχού, εις τα πλέον υπήνεμα, έως δύο σπιθαμάς. Ευτυχώς ο Γεώργιος Σεφερτζής, πρώην ναυτικός και νυν γεωργοκτηματίας, είχε ζεύγος παλαιών υποδημάτων υψηλών άνω του γόνατος.
٭٭٭٭٭٭
Εις το άκρον της παραθαλασσίας ανωφερούς οδού, παρά το λιθόστρωτον, δι’ ου ανήρχετό τις εις την άνω ενορίαν, εκεί όπου δεν ήτο πλέον αγορά, αλλά και όχι έξω της αγοράς εξ ολοκλήρου, ήτο το μαγαζί του κυρ Αργυρού του Συρματένιου. Εάν τυχόν ο έφορος και ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, και δεν ηξεύρω τις άλλος ακόμη, ήθελαν να κατανείμωσι δικαίως τους φόρους του επιτηδεύματος, πολύ θα εδίσταζαν εις ποίαν τάξιν εμπορευομένων να τον κατατάξωσι, διότι, κατά το φαινόμενον, δεν επώλει τίποτε. Εντός του μαγαζείου, ανοικτού πάντοτε όντος από πρωίας μέχρι της ογδόης της εσπέρας, δεν έβλεπέ τις τίποτε άλλο ειμή τα «σκελετά», μόστρας κενάς, με δύο ή τρία βαρέλια πάντοτε άδεια, με μίαν ζυγαριάν, ήτις άδηλος εις τι εχρησίμευε, και με εν πιθαράκι δίπλα εις την ζυγαριάν, του οποίου το επί του στομίου πινάκιον πολλοί πολλάκις ανεσήκωσαν υποθέσαντες ότι περιείχε ταμβάκον, αλλ’ εψεύσθησαν της ελπίδος, ευρόντες το πιθαράκι αδειανόν. Είναι αληθές, ότι τότε, πρόθυμος προσεφέρθη αυτοίς η ταμβακέρα του κυρ Αργυρού του Συρματένιου, όστις εκάθητο όλην την ημέραν επί του σκίμποδός του ροφών ταμβάκον και συνομιλών με φίλους τινάς περί των πολιτικών της ημέρας ή περί των τοπικών πραγμάτων.
Ο κυρ Αργυρός, υψηλός, λευκός, ευτραφής, εξηκοντούτης, ξανθόφαιος, λεπτότατος τους χαρακτήρας, με μικρά όμματα αόρατα όπισθεν των ομματογυαλίων, οψέ αποφασίσας να φραγκοφορέσει, υπείκων εις τας απαιτήσεις της εποχής, φορών ουχ ήττον επί των φραγκικών ενδυμάτων την γούναν του μακράν ως τους αστραγάλους και σκούφον κεντητόν επί της κεφαλής, είχε πάντοτε τον αντίχειρα και τον δείκτην της αριστεράς ηνωμένους, σχεδόν κολλημένους, κρατών αιωνίας την πρέζαν του. Ερρόφα ταμβάκον, καθώς όλοι οι γέροντες φιλάργυροι, οι αισθανόμενοι την ανάγκην ν’ αντικαταστήσωσιν όλα τα πάθη — τον καπνόν, τον οίνον, τα χαρτιά, το σφαιριστήριον, τας εκδρομάς, τα συμπόσια και αυτόν τον έρωτα, δι’ ενός μόνου, του ευθηνοτέρου. Και μ’ όλον ότι το πιθαράκι ήτο κενόν, ο κυρ Αργυρός προθύμως προσέφερε πρέζαν εκ της ταμβακέρας του, σκεπτόμενος ίσως ότι με δεκαπέντε ή είκοσι πεντάρες τον μήνα υπεχρέωνε τόσους και τόσους και τους έκαμνε φίλους.
Κι ενώ κάτω εις το μαγαζείον, ούτω μονοτόνως διήγε τας ημέρας του ο φιλήσυχος κυρ Αργυρός, επιδαψιλεύων πολλάκις και συμβουλάς εις πάντας, άνω εις την οικίαν η γυνή του, γραία ομήλιξ με αυτόν, εξήσκει το κυρίως εμπόριον, το οποίον συνίστατο εις την πώλησιν μεταξωτών υφασμάτων και χρυσού νήματος διαφόρων ποιοτήτων εις τας γυναίκας όλου του χωρίου, τας εχούσας κοράσια προς υπανδρείαν και υποχρεωμένας να κεντήσωσι τα «προικιά». Εκ του εμπορίου τούτου ο κυρ Αργυρός, ευσυνειδήτως λίαν, θα ωφελείτο έως 75 τοις %.
Ελέγετο εν τούτοις ότι ενίοτε εδάνειζεν, εις στενούς φίλους, και χρήματα επί ενεχύρω πάντοτε τριπλασίας αξίας της του δανειζομένου ποσού, και με τόκον όχι ανώτερον των 80 τοις εκατόν κατ’ έτος. «Οι καιροί είναι δύσκολοι, να σας χαρώ. Και ο παράς, το σήμερο, εύκολα δεν βγαίνει. Κι όταν εσύ, κατάλαβες, είσαι ανάξιος και χαλνάς τα λεπτά, μοναχός σου χαλνιέσαι. Κι αν εσύ πας και τα πίνεις, κατάλαβες, σου φταίει άλλος, ορίστε; Τι σου χρωστάει άλλος, ας πούμε, να σου δώσει λεπτά; Εσύ φταις που είσαι τεμπέλης, έτσι να έχουμε καλά στερνά, και δεν είσαι ικανός να ζήσεις. Περισσεύουν λεπτά, να ’χουμε καλή ψυχή, για να βοηθήσει κανείς κι έναν άλλονε; Εγώ δεν μπορώ να δώσω, έτσι να ιδούμε Θεού πρόσωπο, δεν μπορώ να δώσω παράδες στα χαμένα …»
Την πρωίαν της ημέρας εκείνης, ότε, παύσαντος του νιφετού, και των νεφών διαλυθέντων, ο ήλιος είχεν ανατείλει πράως φωτίζων την γην, διαλύων πού και πού τα ελαφρότερα στρώματα της χιόνος, πολλαχού δε της κώμης, κατά γειτονιάν, άνθρωποι με υψηλά υποδήματα και με πτυάρια εκοπίαζον να ξεχιονίσουν και ν’ ανοίξουν δρόμον διά μέσου της χιόνος, ο μπαρμπα-Στέργιος με την κάπαν του, στυγνός, κατηφής, επαρουσιάσθη περί ώραν ενάτην εις το μαγαζείον του κυρ Αργυρού.
— Τι έχουμε Στέργιο; του είπεν ούτος … Σαν συλλογισμένο σε βλέπω.
— Τι να ’χουμε, κυρ Αργυρέ, απήντησε στενάξας ο μπαρμπα-Στέργιος, μην τα ρωτάς … Δεν είμαι καλά.
— Τι τρέχει;
— Το παιδί μου πέθανε σήμερα το πρωί, ένα που το είχα …
Και λέγων εδάκρυε.
— Πώς; … Είχε καιρό άρρωστο;
— Λίγες μέρες είχε, μα … ψες το βράδυ εβάρυνε … πήγα μεσάνυχτα να φωνάξω το γιατρό, κι έξαφνα άρχισε να χιονίζει … Δεν μπόρεσα να ξυπνίσω το γιατρό, εγύρισα πίσω, τα μάτια κλαμένα … κι ως το πρωί το παιδί τελείωσε.
— Και γιατί δεν ξυπνούσες το γιατρό, αφού ήτον ανάγκη;
— Δεν ήτον στο σπίτι.
— Πώς γίνεται; Τέτοια ώρα;
— Ή δεν ήτον, ή δεν μου τον μαρτύρησαν, είπεν ο μπαρμπα-Στέργιος, αποφεύγων να είπει ακεραίαν την αλήθειαν.
Μετά στιγμιαίαν σιωπήν, ο μπαρμπα-Στέργιος εξηκολούθησεν:
— Ήρθα, κυρ Αργυρέ, να βάλω τα μούτρα μου … επειδής είμαι σε μεγάλη απελπισία … σου έφερα κι αυτά τα ειδίσματα … αν θέλης να με δανείσεις καμμιά εικοσαριά δραχμές, να κάμω τα έξοδα της θανής του παιδιού … επειδής δεν έχω λεπτά σε χέρι…
Και του έδειξε δύο σκουλαρίκια αργυρά της γυναικός του και έν δακτυλίδι.
— Πώς δεν έχεις λεπτά, είπε με στρυφνόν ήθος ο κυρ Αργυρός˙ εσύ φέτος έκαμες, καθώς έμαθα, τόσα καμίνια …
— Κι εψές ακόμα επήρα λεπτά, είπεν ο μπαρμπα-Στέργιος, μα χρωστούσα και τα ’δωκα … πού να ήξερα;
— Και δεν πας σ’ εκεινούς που χρωστούσες κι επλήρωσες, να σε ξαναδανείσουν; παρετήρησεν ο κυρ Αργυρός, χωρίς να εγγίσει με τας χείρας τα αργυρά κοσμήματα.
Ο μπαρμπα-Στέργιος ήτο και εις τας δεινάς περιστάσεις ετοιμόλογος.
— Κείνοι που τους χρωστούσα είναι μπακάληδες και δε δανείζουν, απήντησε˙ το χρέος μου ήτον από βερεσέδια.
— Κι εμένα, με ξέρεις να δανείζω; είπεν ο κυρ Αργυρός.
Ο μπαρμπα-Στέργιος είπε μετά θλίψεως:
— Αν θέλεις, κυρ Αργυρέ …. ύστερα-ύστερα ημπορώ να το θάψω και βερεσέ το παιδί μου …
Ο κυρ Αργυρός έλαβεν εις χείρας τα τρία αργυρά τεμάχια και τα εξήτασεν επί μακρόν.
—Ποιος ξέρει αν είναι κι ασήμι; είπε˙ χρειάζεται να είναι κανείς κουϊμτζής για να ξέρη … Μα ωστόσο, δεν τα πιστεύω όλα όσα είπες, Στέργιο … Χρωστούσες κ’ επλήρωσες … μπορεί. Σ’ αυτή την εποχή που βρεθήκαμε, να σε χαρώ … Μεγάλο κεσάτι, μεγάλη δυστυχία στον κόσμο! … Ο παράς, δεν ξέρω πού πάει και χώνεται, και δε βγαίνει στο μεϊντάνι … Κι αν πας εσύ και πίνεις και μεθάς, να ’χουμε καλή ψυχή … Όταν τα έχεις τα λεπτά, δεν τα στιμάρεις … Δεν μου βρίσκονται παράδες, έτσι να ’χω καλά υστερνά … Να ιδώ, αν έχω είκοσι δραχμές να σου δώσω, έτσι να ιδούμε Θεού πρόσωπο …
Εκοίταξεν ακόμη τα τρία κοσμήματα, τα εζύγισε με την χείρα, και είτα είπεν:
— Αυτά δεν αξίζουν ούτε δέκα δραχμές … Σύρε να μου φέρεις και τίποτε άλλο, καν.
— Δεν έχω άλλο ασημικό στο σπίτι.
— Δεν είχε τσαπράκια η γυναίκα σου;
— Δεν είχε.
— Κανένα κερμεσούτι φουστάνι δεν της βρίσκεται; Κανένα λαχουρί; Κανένα μπαμπουκλί ατλαζένιο, καμμιά καζάκα βελουδένια;
— Να πάω να ιδώ.
٭٭٭٭٭٭
Ο μπαρμπα-Στέργιος απήλθεν οίκαδε, έλαβεν ό,τι μεταξωτόν ένδυμα είχεν η Θοδωριά, κι επέστρεψε πλησίον του κυρ Αργυρού.
Ο γέρων τοκογλύφος του εμέτρησε τότε είκοσι δραχμάς.
Είχεν επανέλθει εις την οικίαν περί το λυκαυγές, πειθαναγκασθείς υπό του Γιώργη του Σεφερτζή, όστις είχεν έλθει εις το καπηλείον. Ο ιατρός επείσθη και αυτός, αφού άπαξ θ’ απήρχετο οίκαδε να κοιμηθεί την πρωίαν, να περάσει από την οικίαν του γέροντος ασβεστά. Έφθασεν εις την οικίαν, προπορευομένου του Γιώργη του Σεφερτζή, πατούντος επί των ιδίων ιχνών, τα οποία είχεν αφήσει επί της χιόνος κατά την εις την αγοράν κάθοδόν του, και κρατούντος φανάριον. Ο ιατρός ήρχετο δεύτερος, και τελευταίος ο μπαρμπα-Στέργιος, παραπατών και γλιστρών εις την χιόνα, πίπτων και ανορθούμενος.
Έφθασαν, ενώ το παιδίον έπνεε τα λοίσθια. Παρέστησαν εις τας τελευταίας στιγμάς του. Ο ιατρός είχεν επάνω του μολυβδοκόνδυλον και χάρτην˙ έγραψε το «ενταφιαστήριον» ή την έκθεσιν της νεκροσκοπίας, την ενεχείρισεν εις τον μπαρμπα-Στέργιον, κι επήγε να κοιμηθεί. Η Θοδωριά έκλαιε κι εδέρνετο…
٭٭٭٭٭٭
Περί το δειλινόν, εξήρχετο η μικρά πομπή από την εκκλησίαν. Έν μικρόν φέρετρον, όμοιον με λίκνον, κρατούμενον υπό δύο ανθρώπων, οι δύο ιερείς της ενορίας, ο μπαρμπα-Στέργιος, η Θοδωριά, και τέσσαρες-πέντε άλλαι γυναίκες, συγγενείς ή γειτόνισσαι.
Αντικρύ της εκκλησίας, παρά την θύραν παντοπωλείου, ίστατο ομάς τις ανθρώπων, οίτινες ιδόντες την πομπήν, έβγαλαν τα καπέλα των. Ήσαν ο υπολιμενάρχης, ο τηλεγραφητής και ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου και δύο άλλοι. Ο Αριστείδης Μαγγανόπουλος αναγνωρίσας τον γέροντα ασβεστάν ηρώτησε:
— Μπα! ο μπαρμπα-Στέργιος, τι θέλει εκεί;
— Είναι το παιδί του που απέθανε, απήντησεν είς εντόπιος.
— Αλήθεια; Κι απόψε τα μεσάνυχτα περάσαμε τόσο καλά μαζί … Ηύρε τον καιρό ν’ αποθάνει με τέτοιο χιόνι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου