Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Όμοιον με νεκρικόν κρανίον αρτίως εκταφέντος σκελετού, με τας κόγχας κενάς οφθαλμών, με την μύτην φαγωμένην, φοβερόν θέαμα, σκέλεθρον γυμνόν και παγωμένον φαντάζει από μακράν το μικρόν τζαμίον του ερημωμένου χωρίου. Έχει μόνον μίαν θυρίδα χαμηλήν, καταχωσμένην, χωρίς θυρόφυλλα, εις το μέσον, και δύο χαλασμένα παράθυρα ένθεν και ένθεν. Υψηλά, από το Μπαρμπεράκι, το περίφαντον ύψωμα, όπου ξυρίζει πανταχόθεν το πρόσωπον ο άνεμος, εξ ανατολών και βορρά και δυσμών, και οπόθεν απλούται αχανής η θέα εις το κυανούν, μαρμαίρον πέλαγος, και εις την απελεύθερον της Θεσσαλίας γην, και εις τα σκλαβωμένα χώματα της Κασσάνδρας, εκείθεν φαίνεται το έρημον χωρίον, το κτισμένον ποτέ επί θαλασσοπλήκτου βράχου υψηλού, φαίνεται και το άχαρον τζαμίον, με τας δύο στρογγυλάς τρύπας του ένθεν και ένθεν, και με την μεγάλην μακρουλήν τρύπαν του, εις το μέσον· και δίπλα του προκύπτει υψηλόν το κονάκι, με τρεις τοίχους ακόμη ορθούς, με την στέγην πεσμένην κάτω, λείψανα παρελθόντων αιώνων. Και σκιαί περιφοιτώσιν ακόμη τριγύρω εκεί, και παλαιαί αναμνήσεις ζωντανεύουν, και φαντάσματα εις την ερημίαν θρηνούν, και ο Βορράς συρίζει ανηλεής εις τα ερείπεια τα μαυρισμένα, και εις τα δένδρα τα κυρτωμένα κατά την ράχιν του βουνού, ως οδοιπόροι σκυφτοί, ασθμαίνοντες εις τον ανήφορον.
Όταν δύο ή τρεις φοράς τον χρόνον, από την άλλην άκρην του νησιού, την μεσημβρινήν, έλθωσιν άνθρωποι να επισκεφθώσι το έρημον χωρίον, και αι γυναίκες διασπαρώσιν ανά τα ερείπια, βαίνουσαι από αγριοσυκής εις αγριοσυκήν, ψάχνουσαι να εύρουν ερινόν ώριμον, διά να βάλουν εις τα ήμερα σύκα του κάμπου, και τα παιδία όσα έτρεξαν κατόπιν των εις την εκδρομήν, οι μοσχομάγκες του τωρινού καιρού, αρχίσουν να τρέχουν γύρω-γύρω εις τα ερείπια, και να αναρριχώνται επάνω εις αγρίας μορέας, αφού βάψωσι τας χείρας και τα χείλη με τα κόκκινα μούρα, και χορτάσωσι την κοιλίαν των, και βάλωσι και εις τον κόρφον των, τότε σκορπίζονται τρέχοντα εδώ κι εκεί, κι ευρίσκουν διασκέδασιν εις τα πηδήματα, εις τα κυλίστρας και εις τας ηχούς, οπού εμπαίζουν με τας φωνάς των την ερημίαν και τα φαντάσματα. Και πλείστα εκ των παιδίων, απόκοτα, αναρριχώνται εις την οροφήν, απ’ επάνω από τον θόλον του πενιχρού τζαμίου, και παρωδούν με ατάκτους φωνάς το κήρυγμα του Χόντζα, το οποίον ποτέ των δεν ήκουσαν. Είχον τύχην.
Τότε τα φαντάσματα φεύγουσι, και αι σκιαί αποπλανώνται, και το παράπονον της ερημίας χάνεται μακράν, εις τελευταίον πνιγμένον στεναγμόν, βυθιζόμενον εις το κύμα. Και τα θαλασσοπούλια και τα όρνεα του βράχου ψηλώνουν το πέταγμά των, και βουτούν κάτω εις την σπηλιάν, ή χάνονται εις το αχανές του αιθέρος.
٭٭٭٭٭
Και όμως το κονάκι αυτό εκατοικείτο μίαν φοράν, και εις το τζαμίον εκείνο αντήχει ποτέ προσευχή εις τον Αλλάχ, και προσκύνημα εγίνετο συχνά καθ’ όλους τους τύπους. Είναι αληθές ότι εις μόνος Αγάς υπήρχε, διά τον τύπον, εις όλον το χωρίον, το οποίον επλήρωνεν ετησίως κατ’ αποκοπήν 2 ή 3 εκατοντάδας γροσίων εις την Πύλην. Ο τελευταίος Αγάς, όστις ήλθεν ολίγα έτη προ της Επαναστάσεως, είχε μαζί του το χαρέμι του, συγκείμενον από μίαν σύζυγον και από μίαν σκλάβαν. Μετ’ αυτόν, περί τους χρόνους της εθνικής εγέρσεως, ήλθε μόνον είς Τσαούσης, και πλέον ου.
Ούτος λοιπόν, ο προτελευταίος ελθών Οθωμανός, ωρμάτο εκ Θεσσαλίας. Ήτο ήμερος, πράος άνθρωπος. Ωμίλει ελληνικά. Έπαιρνε δώρα, όσα του έδιδον, και συχνά εζήτει και περισσότερα από τους κατοίκους. Είχεν ήθος σοβαρόν, προστατευτικόν, και ψυχρώς φιλόφρον. Εφαίνετο όμοιος με γοητευμένον ερπετόν, του οποίου είχαν βγάλει τους οδόντας. Εζούσεν ειρηνικώς με τους ανθρώπους, αυτός και το χαρέμι του.
Κάθε πρωί κατέβαινεν από το κονάκι, φορών τον τζουμπέν του και τας τσοχίνας εμβάδας του, ήνοιγε την θύραν του τζαμίου, εισήρχετο, ανέβαινεν επί τινος τραπέζης, σιμά εις το παράθυρον, προέβαλλε την κεφαλήν έξω του παραθύρου, και έψαλλε πολύ σιγά το πρωινόν κήρυγμα, το «Λα, Αλλά ιλ Αλλά», στρεφόμενος προς το πέλαγος, ως διά να το εμπιστευθεί εις τους ανέμους, και ας το φέρουν αυτοί εις την Σταμπούλ ή εις την Μέκκαν, ή αλλού όπου ήθελαν.
Διότι χόντζας ποτέ δεν υπήρξεν άλλος, αλλ’ αυτός ο κατά καιρόν Αγάς έκαμνε τον χόντζαν εις τον ίδιον εαυτόν του. Ουδέ υπήρξε ποτέ μιναρές, αλλά το υψηλόν παράθυρον ανεπλήρου την έλλειψιν ταύτην.
Είτα, έκαμνεν ή όχι την γονυκλισίαν του, έκρουεν ή όχι δύο ή περισσοτέρας φοράς το μάρμαρον του εδάφους με το μέτωπόν του, σχεδόν ευθύς μετά το Λα Αλλά, εξήρχετο, εκλείδωνε την θύραν, ανέβαινεν οπίσω εις το κονάκι, ήναπτε την μεγάλην τσιμπούκαν συνήθως διευθύνετο εις το Κιόσκι, όπου ήξευρεν ότι θα εντάμωνε δύο ή τρεις χασομέρηδες, ωσάν αυτόν, προεστούς του χωρίου, με τας πλατείας ανοικτάς χειρίδας των λευκών υποκαμίσων, με τας μακράς κεντητάς ζώνας, διά να κάμη κουβένταν. Λακριντί σοϊλέ.
Τον έβλεπαν οπού περνούσε οι παπάδες της γειτονιάς, οι εφημέριοι του ενός εκ των δύο ενοριακών ναών και εναλλάξ λειτουργοί των σαράντα παρεκκλησίων της πολίχνης, οπού εκάθηντο απολείτουργα έξωθεν του μικρού μαγαζείου του μπάρμπ’ Αναγνώστη του Τσιπωτού και έπιναν το πρωινόν ρακί των. Ο Αγάς τους εχαιρέτιζε με τρόπον ευσεβάστου οίκτου και παρήρχετο. Τον έβλεπαν και αι καλαί οικοκυράδες, όσαι εκουβαλούσαν πρωί τας αλειψάς πίττας των εις τον φούρνον, τον οποίον εκολλούσεν η Γαρουφαλιά η Ξινού, ολίγον παραπέρα από το τζαμίον. Τον έβλεπε και η θεια-Σειραϊνώ η Παντούσα, μία καλή χριστιανή, από την οποίαν όλαι αι άλλαι δύο πράγματα εφοβούντο, την γλώσσαν της και το μάτι της. Μίαν φοράν, έλεγαν, είχε κατορθώσει να χωρίσει εν ανδρόγυνον, επάνω εις τον γάμον, ενώ τα στέφανα ήσαν έτοιμα και η νύφη στολισμένη, και οι καλεσμένοι είχαν μαζευθεί εις το σπίτι, και οι παπάδες ήσαν εις την ακμήν να φορέσουν τα πετραχήλια τους. Με ένα λόγον τον οποίον είπεν η Σειραϊνώ η Παντούσα εις το αυτί της πενθεράς, της μητρός του γαμβρού (και ο λόγος εκείνος θα ήτο βέβαια διαβολή κατά της νύμφης), κατώρθωσε να ματαιωθή ο γάμος.
Άλλην φοράν, ενώ μικρά βρατσέρα έπλεεν αντικρύ, εις το πέλαγος, πλοίον καινουργές καλά αρματωμένον, ωραία χρωματισμένον, η θεια-Σειραϊνώ η Παντούσα, ήτις αγνάντευε με άλλας γυναίκας από το ύψος του βράχου, δεν ημπόρεσε να χωνεύσει τον θαυμασμόν της, και ανέκραξε:
— Μπα! αυτό το καΐκι. Χαρά στη μορφιά!
Μόλις είπε τον λόγον, και εν τω άμα, απίστευτον ειπείν ─ αλλ’ όμως το διηγούντο όσοι το είδον ιδίοις οφθαλμοίς ─ όλη η αρματωσιά του πλοίου έπεσε μετά τριγμού, και το καΐκι έμεινε ξυλάρμενον, κούτσουρον, φερόμενον εδώ κ’ εκεί υπό των κυμάτων. Πλην η υπόθεσις ωμοίαζε μάλλον με επίγραμμα, παρά με διήγησιν πιστευτήν.
٭٭٭٭٭
Ενώ ο Αγάς με το σαρίκι του, με την μακράν τσιμπούκαν του επερνούσεν έξω από τον φούρνον, αι γυναίκες, όσαι εχασομερούσαν μίαν ώραν εις την μικράν αυλήν, εωσού έλθη η στιγμή να φουρνίσουν τα ψωμιά των, τον έβλεπαν κι εμορμύριζαν βραχείας φλυαρίας προς αλλήλας:
— Όμορφος αγάς.
— Τον σήκωσε το χωριό μας.
— Καλό αέρι.
— Γερός βοριάς.
— Είδατε το χαρέμι του;
— Όχι.
— Είναι μπουλωμένη ως τα μάτια.
— Η χανούμισσα.
— Η καντίνα του, πω, πω!
— Κι η σκλάβα του.
— Δεν βγαίνει ποτέ όξ’ απ’ το σπίτι.
— Η Φατμέ, η σκλάβα του, κατεβαίνει κάποτε.
— Είδες τι μούτρο! Αράπισσα, να χαθεί!
— Μαύρη, κατάμαυρη.
— Και τα δόντια της φαγγρίζουν.
— Καλός φαίνεται, ως τόσο.
— Κακός και ψυχρός.
— Όσο χαμόγελο, τόση κακία.
— Όσο και να πεις, Τούρκος είναι.
— Σκυλί.
— Μα καλοκαμωμένος, καημένη.
— Όμορφος άνθρωπος.
— Τον σήκωσε το χωριό μας.
— Καλό αέρι.
— Θέλετε, έκραξεν έξαφνα η θεια-Σειραϊνώ η Παντούσα, θέλετε να σας τον κάμω εγώ να τα ξεπλύνει σ’ ένα μήνα;
Αι γυναίκες εστάθησαν σιωπώσαι προς στιγμήν.
Η Γαρουφαλιά η φουρνάρισσα, ήτις εκράτει την στιγμήν εκείνην την πάνην, ακούσασα άφησε τον φούρνον μισοπανισμένον, εστράφη και είπε:
— Τι, μάγια θα του κάμεις, μαθές;
— Χαρά στο, λέει! είπεν άλλη.
— Σε καλό σου, θεια-Σειραΐνα!
— Τι σας μέλει εσάς; Μάγια, ναι… όχι. Ξέρω εγώ τι σας λέω.
Αι γυναίκες δεν ήξευραν τι να είπουν.
— Δεν το πιστεύω αυτό, είπε μία.
— Καλύτερα να λείπει.
— Τι μας μέλει;
— Κι ανίσως λείψει ένας Τούρκος και δυο, η Τουρκιά δεν ξεπαστρεύεται εύκολα, είπε μετά στεναγμού μία γραία.
— Θα ιδείτε, είπε μόνον η θεια-Σειραΐνα.
٭٭٭٭٭
Την εσπέραν της ιδίας ημέρας, περί βασίλευμα ηλίου, η θεια-Σειραϊνώ παρεμόνευεν εις τον δρομίσκον εκείνον μεταξύ του φούρνου και του μικρού εργαστηρίου του μπάρμπ’ Αναγνώστη του Τσιπωτού. Την στιγμήν εκείνην ο Αγάς, κρατών υπό μάλης σβεστόν το τσιμπούκι του, επέστρεφεν από μικρόν περίπατον τον οποίον είχε κάμει εις τον ακρινόν δρομίσκον, σιμά εις τα χαμηλά τείχη του χωρίου, και διευθύνετο εις το κονάκι διά να δειπνήσει.
— Αξάμ χαΐρολσουν, Αγά μ’, του λέγει θαρραλέα η θεια-Σειραϊνώ η Παντούσα, ήτις είχεν ακούσει ποτέ ολίγας τουρκικάς λέξεις από το στόμα του μακαρίτου του ανδρός της, ταξιδεύοντας πολλάκις εις τουρκοπληθή μέρη, και τας ενθυμείτο.
— Καλησπέρα, απήντησεν ελληνιστί ο Αγάς, κοιτάζων αυτήν έκπληκτος. Τι θέλεις; Έχεις κανένα παράπονο να μου πης;
— Εγώ, παράπονο; Ούτε παράπονο, ούτε πεσκέσι (την τελευταίαν λέξιν εμάσησε καλά, ώστε να μη την ακούσει ο προς ον ωμίλει), Αγά μου. Έτσι ήθελα να σε καλησπερίσω. Είχα καιρό να σε ιδώ.
— Καλωσύνη σου, είπε χαμογελών ο Αγάς.
— Βλέπω ότι αχάμνηνες.
— Πώς;
— Αδυνάτισες πολύ, να μην αβασκαθείς, Αγά μου. Δεν σ’ εσήκωσε το χωριό μας.
— Αλήθεια;
— Αδύνατος, εχλώμιανες πολύ. Που να μη σ’ αβασκάνω. Κερί μοναχό είσαι. Εσώθηκες στον απάν’ κόσμο.
— Στάι-φουρτά! επρόφερεν ο Αγάς.
— Κίτρινος σαν το φλωρί, Αγά μου, έφεξε το προσωπάκι σου.
— Αλλάχ! Αλλάχ!
— Να κοιταχθείς, Αγά μου. Δεν σε σηκώνει τ’ αέρι εδώ. Κοίταξε μην τα ξεπλύνεις, κακότυχε, στα ξένα.
Αυθορμήτως ο Τούρκος εσήκωσε το τσιμπούκι του, αισθανθείς επιθυμίαν να μετρήσει την ράχιν της απαισίας μάντιδος. Αλλ’ η θεια-Σειραϊνώ είχεν απομακρυνθεί δέκα βήματα και εξεγλίστρησε κρυβείσα όπισθεν της πρώτης γωνίας του δρομίσκου.
٭٭٭٭٭
Την εσπέραν εκείνην ο Αγάς εκοιτάχθη πολλάς φοράς εις τον καθρέπτην. Είχεν νυκτώσει ήδη, και το φως των κηρίων εις τον οντάν, και η συγκίνησις από τας μαντείας της χρησμωδού, έκαμνε να φαίνεται χλωμός ο ίδιος εις τον εαυτόν του.
Ήπλωσε την χείρα εις την τράπεζαν, αλλά δεν είχεν όρεξιν να φάγει. Εγέμισε το τσιμπούκι του, αλλά δεν είχεν όρεξιν να καπνίσει.
Εστράφη προς την Χανούμην την γυναίκα του.
— Είναι αλήθεια, Χανούμ, ότι εχλώμιανα, αδυνάτισα, τώρα τελευταία;…
Η Χανούμισσα τον εκοίταξεν επί μακρόν.
— Φαίνεται να χλώμιανες;… Είσαι πολύ καλά. Να πιεις δυο γλυκά σερμπέτια. Θα σου κάμω αύριο το πρωί χαλβά και μπογάτσα να φας. Να σου κρεμάσω κι ένα χαϊμαλί φυλαχτικό για να μη σε πιάνει το μάτι.
Η Φατμέ, η σκλάβα, οπού εμβαινοέβγαινεν εκτελούσα διαφόρους υπηρεσίας, πότε διά να βάλει φωτιά εις το τσιμπούκι του αυθέντου της, πότε διά να βάλει εν προσκέφαλον ορθόν εις το άνω του σοφά διά να ακουμβήσει εκείνος, πότε διά να του βγάλει τα τερλίκια από τους πόδας, ήκουσε τον διάλογον και ακουσίως εστράφη.
— Και συ τι λες, Φατμέ, δεν ηδυνήθη να μην την ερωτήσει ο Αγάς, είναι αλήθεια πως εχλώμιανα; Άλλαξε η όψη μου;
Η Φατμέ, ευρούσα την ευκαιρίαν, ίσως διά να εκδικηθεί διά τις ξυλιές που είχε φάγει συχνά, απήντησε:
— Αφέντης δικός μου χλώμιανε… μελάνιασε… έγινε μαύρος σαν το τομάρι το δικό μου.
Η Χανούμη ήρπασε την εμβάδα της και την εσφενδόνισε κατά πρόσωπον της σκλάβας, ήτις εν τω μεταξύ είχε στραφή και εξέλθει από τον οντάν.
٭٭٭٭٭
Όταν δύο ή τρεις φοράς τον χρόνον, από την άλλην άκρην του νησιού, την μεσημβρινήν, έλθωσιν άνθρωποι να επισκεφθώσι το έρημον χωρίον, και αι γυναίκες διασπαρώσιν ανά τα ερείπια, βαίνουσαι από αγριοσυκής εις αγριοσυκήν, ψάχνουσαι να εύρουν ερινόν ώριμον, διά να βάλουν εις τα ήμερα σύκα του κάμπου, και τα παιδία όσα έτρεξαν κατόπιν των εις την εκδρομήν, οι μοσχομάγκες του τωρινού καιρού, αρχίσουν να τρέχουν γύρω-γύρω εις τα ερείπια, και να αναρριχώνται επάνω εις αγρίας μορέας, αφού βάψωσι τας χείρας και τα χείλη με τα κόκκινα μούρα, και χορτάσωσι την κοιλίαν των, και βάλωσι και εις τον κόρφον των, τότε σκορπίζονται τρέχοντα εδώ κι εκεί, κι ευρίσκουν διασκέδασιν εις τα πηδήματα, εις τα κυλίστρας και εις τας ηχούς, οπού εμπαίζουν με τας φωνάς των την ερημίαν και τα φαντάσματα. Και πλείστα εκ των παιδίων, απόκοτα, αναρριχώνται εις την οροφήν, απ’ επάνω από τον θόλον του πενιχρού τζαμίου, και παρωδούν με ατάκτους φωνάς το κήρυγμα του Χόντζα, το οποίον ποτέ των δεν ήκουσαν. Είχον τύχην.
Τότε τα φαντάσματα φεύγουσι, και αι σκιαί αποπλανώνται, και το παράπονον της ερημίας χάνεται μακράν, εις τελευταίον πνιγμένον στεναγμόν, βυθιζόμενον εις το κύμα. Και τα θαλασσοπούλια και τα όρνεα του βράχου ψηλώνουν το πέταγμά των, και βουτούν κάτω εις την σπηλιάν, ή χάνονται εις το αχανές του αιθέρος.
٭٭٭٭٭
Και όμως το κονάκι αυτό εκατοικείτο μίαν φοράν, και εις το τζαμίον εκείνο αντήχει ποτέ προσευχή εις τον Αλλάχ, και προσκύνημα εγίνετο συχνά καθ’ όλους τους τύπους. Είναι αληθές ότι εις μόνος Αγάς υπήρχε, διά τον τύπον, εις όλον το χωρίον, το οποίον επλήρωνεν ετησίως κατ’ αποκοπήν 2 ή 3 εκατοντάδας γροσίων εις την Πύλην. Ο τελευταίος Αγάς, όστις ήλθεν ολίγα έτη προ της Επαναστάσεως, είχε μαζί του το χαρέμι του, συγκείμενον από μίαν σύζυγον και από μίαν σκλάβαν. Μετ’ αυτόν, περί τους χρόνους της εθνικής εγέρσεως, ήλθε μόνον είς Τσαούσης, και πλέον ου.
Ούτος λοιπόν, ο προτελευταίος ελθών Οθωμανός, ωρμάτο εκ Θεσσαλίας. Ήτο ήμερος, πράος άνθρωπος. Ωμίλει ελληνικά. Έπαιρνε δώρα, όσα του έδιδον, και συχνά εζήτει και περισσότερα από τους κατοίκους. Είχεν ήθος σοβαρόν, προστατευτικόν, και ψυχρώς φιλόφρον. Εφαίνετο όμοιος με γοητευμένον ερπετόν, του οποίου είχαν βγάλει τους οδόντας. Εζούσεν ειρηνικώς με τους ανθρώπους, αυτός και το χαρέμι του.
Κάθε πρωί κατέβαινεν από το κονάκι, φορών τον τζουμπέν του και τας τσοχίνας εμβάδας του, ήνοιγε την θύραν του τζαμίου, εισήρχετο, ανέβαινεν επί τινος τραπέζης, σιμά εις το παράθυρον, προέβαλλε την κεφαλήν έξω του παραθύρου, και έψαλλε πολύ σιγά το πρωινόν κήρυγμα, το «Λα, Αλλά ιλ Αλλά», στρεφόμενος προς το πέλαγος, ως διά να το εμπιστευθεί εις τους ανέμους, και ας το φέρουν αυτοί εις την Σταμπούλ ή εις την Μέκκαν, ή αλλού όπου ήθελαν.
Διότι χόντζας ποτέ δεν υπήρξεν άλλος, αλλ’ αυτός ο κατά καιρόν Αγάς έκαμνε τον χόντζαν εις τον ίδιον εαυτόν του. Ουδέ υπήρξε ποτέ μιναρές, αλλά το υψηλόν παράθυρον ανεπλήρου την έλλειψιν ταύτην.
Είτα, έκαμνεν ή όχι την γονυκλισίαν του, έκρουεν ή όχι δύο ή περισσοτέρας φοράς το μάρμαρον του εδάφους με το μέτωπόν του, σχεδόν ευθύς μετά το Λα Αλλά, εξήρχετο, εκλείδωνε την θύραν, ανέβαινεν οπίσω εις το κονάκι, ήναπτε την μεγάλην τσιμπούκαν συνήθως διευθύνετο εις το Κιόσκι, όπου ήξευρεν ότι θα εντάμωνε δύο ή τρεις χασομέρηδες, ωσάν αυτόν, προεστούς του χωρίου, με τας πλατείας ανοικτάς χειρίδας των λευκών υποκαμίσων, με τας μακράς κεντητάς ζώνας, διά να κάμη κουβένταν. Λακριντί σοϊλέ.
Τον έβλεπαν οπού περνούσε οι παπάδες της γειτονιάς, οι εφημέριοι του ενός εκ των δύο ενοριακών ναών και εναλλάξ λειτουργοί των σαράντα παρεκκλησίων της πολίχνης, οπού εκάθηντο απολείτουργα έξωθεν του μικρού μαγαζείου του μπάρμπ’ Αναγνώστη του Τσιπωτού και έπιναν το πρωινόν ρακί των. Ο Αγάς τους εχαιρέτιζε με τρόπον ευσεβάστου οίκτου και παρήρχετο. Τον έβλεπαν και αι καλαί οικοκυράδες, όσαι εκουβαλούσαν πρωί τας αλειψάς πίττας των εις τον φούρνον, τον οποίον εκολλούσεν η Γαρουφαλιά η Ξινού, ολίγον παραπέρα από το τζαμίον. Τον έβλεπε και η θεια-Σειραϊνώ η Παντούσα, μία καλή χριστιανή, από την οποίαν όλαι αι άλλαι δύο πράγματα εφοβούντο, την γλώσσαν της και το μάτι της. Μίαν φοράν, έλεγαν, είχε κατορθώσει να χωρίσει εν ανδρόγυνον, επάνω εις τον γάμον, ενώ τα στέφανα ήσαν έτοιμα και η νύφη στολισμένη, και οι καλεσμένοι είχαν μαζευθεί εις το σπίτι, και οι παπάδες ήσαν εις την ακμήν να φορέσουν τα πετραχήλια τους. Με ένα λόγον τον οποίον είπεν η Σειραϊνώ η Παντούσα εις το αυτί της πενθεράς, της μητρός του γαμβρού (και ο λόγος εκείνος θα ήτο βέβαια διαβολή κατά της νύμφης), κατώρθωσε να ματαιωθή ο γάμος.
Άλλην φοράν, ενώ μικρά βρατσέρα έπλεεν αντικρύ, εις το πέλαγος, πλοίον καινουργές καλά αρματωμένον, ωραία χρωματισμένον, η θεια-Σειραϊνώ η Παντούσα, ήτις αγνάντευε με άλλας γυναίκας από το ύψος του βράχου, δεν ημπόρεσε να χωνεύσει τον θαυμασμόν της, και ανέκραξε:
— Μπα! αυτό το καΐκι. Χαρά στη μορφιά!
Μόλις είπε τον λόγον, και εν τω άμα, απίστευτον ειπείν ─ αλλ’ όμως το διηγούντο όσοι το είδον ιδίοις οφθαλμοίς ─ όλη η αρματωσιά του πλοίου έπεσε μετά τριγμού, και το καΐκι έμεινε ξυλάρμενον, κούτσουρον, φερόμενον εδώ κ’ εκεί υπό των κυμάτων. Πλην η υπόθεσις ωμοίαζε μάλλον με επίγραμμα, παρά με διήγησιν πιστευτήν.
٭٭٭٭٭
Ενώ ο Αγάς με το σαρίκι του, με την μακράν τσιμπούκαν του επερνούσεν έξω από τον φούρνον, αι γυναίκες, όσαι εχασομερούσαν μίαν ώραν εις την μικράν αυλήν, εωσού έλθη η στιγμή να φουρνίσουν τα ψωμιά των, τον έβλεπαν κι εμορμύριζαν βραχείας φλυαρίας προς αλλήλας:
— Όμορφος αγάς.
— Τον σήκωσε το χωριό μας.
— Καλό αέρι.
— Γερός βοριάς.
— Είδατε το χαρέμι του;
— Όχι.
— Είναι μπουλωμένη ως τα μάτια.
— Η χανούμισσα.
— Η καντίνα του, πω, πω!
— Κι η σκλάβα του.
— Δεν βγαίνει ποτέ όξ’ απ’ το σπίτι.
— Η Φατμέ, η σκλάβα του, κατεβαίνει κάποτε.
— Είδες τι μούτρο! Αράπισσα, να χαθεί!
— Μαύρη, κατάμαυρη.
— Και τα δόντια της φαγγρίζουν.
— Καλός φαίνεται, ως τόσο.
— Κακός και ψυχρός.
— Όσο χαμόγελο, τόση κακία.
— Όσο και να πεις, Τούρκος είναι.
— Σκυλί.
— Μα καλοκαμωμένος, καημένη.
— Όμορφος άνθρωπος.
— Τον σήκωσε το χωριό μας.
— Καλό αέρι.
— Θέλετε, έκραξεν έξαφνα η θεια-Σειραϊνώ η Παντούσα, θέλετε να σας τον κάμω εγώ να τα ξεπλύνει σ’ ένα μήνα;
Αι γυναίκες εστάθησαν σιωπώσαι προς στιγμήν.
Η Γαρουφαλιά η φουρνάρισσα, ήτις εκράτει την στιγμήν εκείνην την πάνην, ακούσασα άφησε τον φούρνον μισοπανισμένον, εστράφη και είπε:
— Τι, μάγια θα του κάμεις, μαθές;
— Χαρά στο, λέει! είπεν άλλη.
— Σε καλό σου, θεια-Σειραΐνα!
— Τι σας μέλει εσάς; Μάγια, ναι… όχι. Ξέρω εγώ τι σας λέω.
Αι γυναίκες δεν ήξευραν τι να είπουν.
— Δεν το πιστεύω αυτό, είπε μία.
— Καλύτερα να λείπει.
— Τι μας μέλει;
— Κι ανίσως λείψει ένας Τούρκος και δυο, η Τουρκιά δεν ξεπαστρεύεται εύκολα, είπε μετά στεναγμού μία γραία.
— Θα ιδείτε, είπε μόνον η θεια-Σειραΐνα.
٭٭٭٭٭
Την εσπέραν της ιδίας ημέρας, περί βασίλευμα ηλίου, η θεια-Σειραϊνώ παρεμόνευεν εις τον δρομίσκον εκείνον μεταξύ του φούρνου και του μικρού εργαστηρίου του μπάρμπ’ Αναγνώστη του Τσιπωτού. Την στιγμήν εκείνην ο Αγάς, κρατών υπό μάλης σβεστόν το τσιμπούκι του, επέστρεφεν από μικρόν περίπατον τον οποίον είχε κάμει εις τον ακρινόν δρομίσκον, σιμά εις τα χαμηλά τείχη του χωρίου, και διευθύνετο εις το κονάκι διά να δειπνήσει.
— Αξάμ χαΐρολσουν, Αγά μ’, του λέγει θαρραλέα η θεια-Σειραϊνώ η Παντούσα, ήτις είχεν ακούσει ποτέ ολίγας τουρκικάς λέξεις από το στόμα του μακαρίτου του ανδρός της, ταξιδεύοντας πολλάκις εις τουρκοπληθή μέρη, και τας ενθυμείτο.
— Καλησπέρα, απήντησεν ελληνιστί ο Αγάς, κοιτάζων αυτήν έκπληκτος. Τι θέλεις; Έχεις κανένα παράπονο να μου πης;
— Εγώ, παράπονο; Ούτε παράπονο, ούτε πεσκέσι (την τελευταίαν λέξιν εμάσησε καλά, ώστε να μη την ακούσει ο προς ον ωμίλει), Αγά μου. Έτσι ήθελα να σε καλησπερίσω. Είχα καιρό να σε ιδώ.
— Καλωσύνη σου, είπε χαμογελών ο Αγάς.
— Βλέπω ότι αχάμνηνες.
— Πώς;
— Αδυνάτισες πολύ, να μην αβασκαθείς, Αγά μου. Δεν σ’ εσήκωσε το χωριό μας.
— Αλήθεια;
— Αδύνατος, εχλώμιανες πολύ. Που να μη σ’ αβασκάνω. Κερί μοναχό είσαι. Εσώθηκες στον απάν’ κόσμο.
— Στάι-φουρτά! επρόφερεν ο Αγάς.
— Κίτρινος σαν το φλωρί, Αγά μου, έφεξε το προσωπάκι σου.
— Αλλάχ! Αλλάχ!
— Να κοιταχθείς, Αγά μου. Δεν σε σηκώνει τ’ αέρι εδώ. Κοίταξε μην τα ξεπλύνεις, κακότυχε, στα ξένα.
Αυθορμήτως ο Τούρκος εσήκωσε το τσιμπούκι του, αισθανθείς επιθυμίαν να μετρήσει την ράχιν της απαισίας μάντιδος. Αλλ’ η θεια-Σειραϊνώ είχεν απομακρυνθεί δέκα βήματα και εξεγλίστρησε κρυβείσα όπισθεν της πρώτης γωνίας του δρομίσκου.
٭٭٭٭٭
Την εσπέραν εκείνην ο Αγάς εκοιτάχθη πολλάς φοράς εις τον καθρέπτην. Είχεν νυκτώσει ήδη, και το φως των κηρίων εις τον οντάν, και η συγκίνησις από τας μαντείας της χρησμωδού, έκαμνε να φαίνεται χλωμός ο ίδιος εις τον εαυτόν του.
Ήπλωσε την χείρα εις την τράπεζαν, αλλά δεν είχεν όρεξιν να φάγει. Εγέμισε το τσιμπούκι του, αλλά δεν είχεν όρεξιν να καπνίσει.
Εστράφη προς την Χανούμην την γυναίκα του.
— Είναι αλήθεια, Χανούμ, ότι εχλώμιανα, αδυνάτισα, τώρα τελευταία;…
Η Χανούμισσα τον εκοίταξεν επί μακρόν.
— Φαίνεται να χλώμιανες;… Είσαι πολύ καλά. Να πιεις δυο γλυκά σερμπέτια. Θα σου κάμω αύριο το πρωί χαλβά και μπογάτσα να φας. Να σου κρεμάσω κι ένα χαϊμαλί φυλαχτικό για να μη σε πιάνει το μάτι.
Η Φατμέ, η σκλάβα, οπού εμβαινοέβγαινεν εκτελούσα διαφόρους υπηρεσίας, πότε διά να βάλει φωτιά εις το τσιμπούκι του αυθέντου της, πότε διά να βάλει εν προσκέφαλον ορθόν εις το άνω του σοφά διά να ακουμβήσει εκείνος, πότε διά να του βγάλει τα τερλίκια από τους πόδας, ήκουσε τον διάλογον και ακουσίως εστράφη.
— Και συ τι λες, Φατμέ, δεν ηδυνήθη να μην την ερωτήσει ο Αγάς, είναι αλήθεια πως εχλώμιανα; Άλλαξε η όψη μου;
Η Φατμέ, ευρούσα την ευκαιρίαν, ίσως διά να εκδικηθεί διά τις ξυλιές που είχε φάγει συχνά, απήντησε:
— Αφέντης δικός μου χλώμιανε… μελάνιασε… έγινε μαύρος σαν το τομάρι το δικό μου.
Η Χανούμη ήρπασε την εμβάδα της και την εσφενδόνισε κατά πρόσωπον της σκλάβας, ήτις εν τω μεταξύ είχε στραφή και εξέλθει από τον οντάν.
٭٭٭٭٭
Από την ημέραν εκείνην ο Αγάς εγίνετο χλωμός και αδύνατος, και η όρεξίς του εκόπτετο.
Έγινε μελαγχολικός και στυγνός και απαίσιος. Είχε το τσιμπούκι σβεστόν πάντοτε υπό μάλης, έτοιμος να το σηκώσει εις πάσαν αντιλογίαν, εις πάσαν περιττήν ερώτησιν, κατά της πλάτης των μετ’ αυτού λαλούντων.
Η Σειραϊνώ η Παντούσα είχε γίνει άφαντος από το χωρίον. Η ιδία εφοβήθη από την επιχείρησίν της. Εφοβήθη την ιδίαν γλώσσαν της, το ίδιον όμμα της.
Φαίνεται ότι και άλλοι την εφόβισαν. Η γερόντισσα, ήτις είχε δογματίσει προ ημερών ότι «η Τουρκιά δεν ξεπαστρεύεται», της είπε:
— Θα σε κρεμάσουν, παιδί μου. Ποιος θα σε υπερασπισθεί; Θαρρείς πως θα σου το χαρίσουν, που είσαι γυναίκα; Μια σφυρίχτρα αυτός να παίξει, θα ιδείς να κολλήσουν χιλιάδες Τούρκοι, από πέρα κι από πάνω (εδείκνυε την δυτικήν και την βορεινήν στερεάν) να κοκκινοβολήσει το καημένο το νησί μας.
Η θεια-Σειραϊνώ εσηκώθη διά νυκτός κι έφυγεν από το χωρίον. Έλεγον ότι εκρύβη εις μέρος πολύ ασφαλές. Εις μίαν σπηλιάν οπού είχε δευτέραν κρυφήν διέξοδον επάνω από το βουνόν, και όπου ψυχή δεν την ήξευρε, μόνον είς βοσκός ανεψιός της, οπού της έφερνε ψωμί κάθε τρεις ημέρας.
Είναι αληθές ότι δεν έπαθε τίποτε και επέζησε μέχρι του 1865. Ενενηκοντούτις, διηγείτο η ιδία το συμβάν.
٭٭٭٭
Επί δύο εβδομάδας ακόμη ο Αγάς εξήρχετο κάθε πρωί από το κονάκι, κατέβαινεν εις το τζαμίον και έψαλλεν ακόμη το Λα Αλλά, είτα επήγαινεν εις το Κιόσκι.
Ηρώτα ένα έκαστον των προεστών, με τους οποίους έκαμνεν ομιλίαν:
— Είναι αλήθεια πως εχλώμιασα; πως αδυνάτισα;
— Δεν έχεις τίποτε, Αγά μου, του έλεγαν. Είσαι ολίγον αδύνατος, αλλά δεν πρέπει να έχεις μεγάλη συλλογή. Ρίξε το έξω. Γλήγορα θα δυναμώσεις πάλι. Εδώ το αέρι σε σηκώνει, είναι γερό.
Τοιαύτας απαντήσεις του έδιδαν. Ουδέ ημπορούσαν να του απαντήσουν άλλως, διότι ήτον έτοιμος να σηκώσει το τσιμπούκι.
Την τρίτην εβδομάδα ο Αγάς ήρχισε πλέον να μην εξέρχεται από το κονάκι.
Δεν είχε πλέον δύναμιν. Είχαν κοπεί τα ήπατά του. Δεν ηδύνατο ουδέ να θίξει τα πινάκια τα παρατιθέμενα εις την τράπεζαν.
Μάτην η Χανούμισσα εδιπλασίαζε τας περιποιήσεις της. Και η Φατμέ η Αράπισσα δεν ετόλμα πλέον να είπει ότι ο αυθέντης της ήτον μαύρος, όπως το δέρμα το ιδικόν της. Είναι αληθές ότι ήτο χλωμός ως κηρίον και λευκός ως σινδών.
٭٭٭٭٭
Από δύο εβδομάδων ο ασθενής δεν ηδυνήθη να καταβεί εις το τζαμίον.
Την πέμπτην εβδομάδα, από της χρησμολογίας της γυναικός εκείνης, μίαν πρωίαν, κατέβαλε γενναίον αγώνα και κατήλθε.
Εσύρθη μέσα εις το τζαμίον. Η Φατμέ, ήτις τον ηκολούθει, τον εβοήθησε ν’ αναβεί εις το τραπέζιον.
Προέβαλε την κεφαλήν από το παράθυρον και ήρχισε να ψάλλει το «Λα Αλλά ιλ Αλλά, Αλλά Αχβάρ Μωχαμέτ ρεσούλ λ’ Αλλά». Το έψαλλε με όλην την δύναμίν του και το κήρυγμα αντήχησε κάτω εις τα κύματα του πελάγους. Και πέραν ο έρημος, απόκρημνος, και κοίλος βράχος του ακρωτηρίου, το επανέλαβε με πένθιμον τόνον.
Όταν κατέβη από την τράπεζαν, ησθάνθη μεγάλην κούρασιν. Εκάθισε τρέμων παρά την ιδίαν τράπεζαν και ακουσίως ήνοιξε το Κοράνιον, το οποίον ευρίσκετο εκεί.
Κατά παράδοξον σύμπτωσιν, εις την σελίδα οπού το ήνοιξε, το βλέμμα του έπεσεν εις τα εδάφια ταύτα του Γ΄ κεφαλαίου, ή της Γ΄ σουράτης:
«Ο άνθρωπος αποθνήσκει τη βουλήσει του Θεού, κατά το βιβλίον, εν ω γέγραπται ο χρόνος της διαρκείας της ζωής αυτού».
Εζαλίσθη, έφερε την χείρα εις το μέτωπον, έκλεισε τους οφθαλμούς. Τους ήνοιξε πάλιν και ανέγνωσεν:
«Ο Θεός έτρεψεν υμάς εις φυγήν, από προσώπου των εχθρών υμών…
»Και αν μείνητε οίκοι, εάν ο θάνατός σας είναι γεγραμμένος εις το βιβλίον, θ’ αποθάνετε. Το βέλος, το οποίον φεύγετε εις τον πόλεμον, θα έλθη να σας εύρει».
Έτριξε τους οδόντας, έσφιγξε την πυγμήν και ελύσσα, διατί δεν ηδύνατο να πολεμήσει υπέρ του Ισλάμ, να σφάξει απίστους.
Εφυλλολόγησε το βιβλίον, και εύρε το εξής εδάφιον εις την Β΄ σουράτην:
«Ω! σεις, οι πιστοί! Πολεμήσατε τους απίστους, τους κατοικούντας εις τα σύνορά σας, κτυπάτε τους απίστους όπου τους εύρητε· πολεμήσατέ τους μέχρι εξαφανίσεως παντός πειρασμού και μέχρις ενότητος της θρησκείας του μόνου Θεού».
Μετά τούτο, ο Αγάς, υποστηριζόμενος υπό της Φατμές, ανέβη οπίσω εις το κονάκι, εισήλθεν εις τον οντάν του, εξηπλώθη εις το μαλακόν διβάνι του, και δεν εσηκώθη πλέον.
Η Σειραϊνώ η Μάντισσα είχε προείπει ότι δεν έμελλε να σαραντίσει.
Πράγματι ο Αγάς απέθανε την τριακοστήν ενάτην ημέραν από της μαντείας, και απέθανεν από την μαντείαν, από την υποβολήν, από τον αβασκαμόν εκείνης της γυναικός. Απέθανε, διότι ήτον άρρωστος.
Και τον Άρρωστον, τον χρόνιον, των 444 ετών ασθενή, ποιος θα τον αβασκάνει;
Έγινε μελαγχολικός και στυγνός και απαίσιος. Είχε το τσιμπούκι σβεστόν πάντοτε υπό μάλης, έτοιμος να το σηκώσει εις πάσαν αντιλογίαν, εις πάσαν περιττήν ερώτησιν, κατά της πλάτης των μετ’ αυτού λαλούντων.
Η Σειραϊνώ η Παντούσα είχε γίνει άφαντος από το χωρίον. Η ιδία εφοβήθη από την επιχείρησίν της. Εφοβήθη την ιδίαν γλώσσαν της, το ίδιον όμμα της.
Φαίνεται ότι και άλλοι την εφόβισαν. Η γερόντισσα, ήτις είχε δογματίσει προ ημερών ότι «η Τουρκιά δεν ξεπαστρεύεται», της είπε:
— Θα σε κρεμάσουν, παιδί μου. Ποιος θα σε υπερασπισθεί; Θαρρείς πως θα σου το χαρίσουν, που είσαι γυναίκα; Μια σφυρίχτρα αυτός να παίξει, θα ιδείς να κολλήσουν χιλιάδες Τούρκοι, από πέρα κι από πάνω (εδείκνυε την δυτικήν και την βορεινήν στερεάν) να κοκκινοβολήσει το καημένο το νησί μας.
Η θεια-Σειραϊνώ εσηκώθη διά νυκτός κι έφυγεν από το χωρίον. Έλεγον ότι εκρύβη εις μέρος πολύ ασφαλές. Εις μίαν σπηλιάν οπού είχε δευτέραν κρυφήν διέξοδον επάνω από το βουνόν, και όπου ψυχή δεν την ήξευρε, μόνον είς βοσκός ανεψιός της, οπού της έφερνε ψωμί κάθε τρεις ημέρας.
Είναι αληθές ότι δεν έπαθε τίποτε και επέζησε μέχρι του 1865. Ενενηκοντούτις, διηγείτο η ιδία το συμβάν.
٭٭٭٭
Επί δύο εβδομάδας ακόμη ο Αγάς εξήρχετο κάθε πρωί από το κονάκι, κατέβαινεν εις το τζαμίον και έψαλλεν ακόμη το Λα Αλλά, είτα επήγαινεν εις το Κιόσκι.
Ηρώτα ένα έκαστον των προεστών, με τους οποίους έκαμνεν ομιλίαν:
— Είναι αλήθεια πως εχλώμιασα; πως αδυνάτισα;
— Δεν έχεις τίποτε, Αγά μου, του έλεγαν. Είσαι ολίγον αδύνατος, αλλά δεν πρέπει να έχεις μεγάλη συλλογή. Ρίξε το έξω. Γλήγορα θα δυναμώσεις πάλι. Εδώ το αέρι σε σηκώνει, είναι γερό.
Τοιαύτας απαντήσεις του έδιδαν. Ουδέ ημπορούσαν να του απαντήσουν άλλως, διότι ήτον έτοιμος να σηκώσει το τσιμπούκι.
Την τρίτην εβδομάδα ο Αγάς ήρχισε πλέον να μην εξέρχεται από το κονάκι.
Δεν είχε πλέον δύναμιν. Είχαν κοπεί τα ήπατά του. Δεν ηδύνατο ουδέ να θίξει τα πινάκια τα παρατιθέμενα εις την τράπεζαν.
Μάτην η Χανούμισσα εδιπλασίαζε τας περιποιήσεις της. Και η Φατμέ η Αράπισσα δεν ετόλμα πλέον να είπει ότι ο αυθέντης της ήτον μαύρος, όπως το δέρμα το ιδικόν της. Είναι αληθές ότι ήτο χλωμός ως κηρίον και λευκός ως σινδών.
٭٭٭٭٭
Από δύο εβδομάδων ο ασθενής δεν ηδυνήθη να καταβεί εις το τζαμίον.
Την πέμπτην εβδομάδα, από της χρησμολογίας της γυναικός εκείνης, μίαν πρωίαν, κατέβαλε γενναίον αγώνα και κατήλθε.
Εσύρθη μέσα εις το τζαμίον. Η Φατμέ, ήτις τον ηκολούθει, τον εβοήθησε ν’ αναβεί εις το τραπέζιον.
Προέβαλε την κεφαλήν από το παράθυρον και ήρχισε να ψάλλει το «Λα Αλλά ιλ Αλλά, Αλλά Αχβάρ Μωχαμέτ ρεσούλ λ’ Αλλά». Το έψαλλε με όλην την δύναμίν του και το κήρυγμα αντήχησε κάτω εις τα κύματα του πελάγους. Και πέραν ο έρημος, απόκρημνος, και κοίλος βράχος του ακρωτηρίου, το επανέλαβε με πένθιμον τόνον.
Όταν κατέβη από την τράπεζαν, ησθάνθη μεγάλην κούρασιν. Εκάθισε τρέμων παρά την ιδίαν τράπεζαν και ακουσίως ήνοιξε το Κοράνιον, το οποίον ευρίσκετο εκεί.
Κατά παράδοξον σύμπτωσιν, εις την σελίδα οπού το ήνοιξε, το βλέμμα του έπεσεν εις τα εδάφια ταύτα του Γ΄ κεφαλαίου, ή της Γ΄ σουράτης:
«Ο άνθρωπος αποθνήσκει τη βουλήσει του Θεού, κατά το βιβλίον, εν ω γέγραπται ο χρόνος της διαρκείας της ζωής αυτού».
Εζαλίσθη, έφερε την χείρα εις το μέτωπον, έκλεισε τους οφθαλμούς. Τους ήνοιξε πάλιν και ανέγνωσεν:
«Ο Θεός έτρεψεν υμάς εις φυγήν, από προσώπου των εχθρών υμών…
»Και αν μείνητε οίκοι, εάν ο θάνατός σας είναι γεγραμμένος εις το βιβλίον, θ’ αποθάνετε. Το βέλος, το οποίον φεύγετε εις τον πόλεμον, θα έλθη να σας εύρει».
Έτριξε τους οδόντας, έσφιγξε την πυγμήν και ελύσσα, διατί δεν ηδύνατο να πολεμήσει υπέρ του Ισλάμ, να σφάξει απίστους.
Εφυλλολόγησε το βιβλίον, και εύρε το εξής εδάφιον εις την Β΄ σουράτην:
«Ω! σεις, οι πιστοί! Πολεμήσατε τους απίστους, τους κατοικούντας εις τα σύνορά σας, κτυπάτε τους απίστους όπου τους εύρητε· πολεμήσατέ τους μέχρι εξαφανίσεως παντός πειρασμού και μέχρις ενότητος της θρησκείας του μόνου Θεού».
Μετά τούτο, ο Αγάς, υποστηριζόμενος υπό της Φατμές, ανέβη οπίσω εις το κονάκι, εισήλθεν εις τον οντάν του, εξηπλώθη εις το μαλακόν διβάνι του, και δεν εσηκώθη πλέον.
Η Σειραϊνώ η Μάντισσα είχε προείπει ότι δεν έμελλε να σαραντίσει.
Πράγματι ο Αγάς απέθανε την τριακοστήν ενάτην ημέραν από της μαντείας, και απέθανεν από την μαντείαν, από την υποβολήν, από τον αβασκαμόν εκείνης της γυναικός. Απέθανε, διότι ήτον άρρωστος.
Και τον Άρρωστον, τον χρόνιον, των 444 ετών ασθενή, ποιος θα τον αβασκάνει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου