(επιστήμονες, έμποροι, βιοτέχνες).
του Γιάννη Βαρδακουλά.
Γιά τούς Επαχτίτες το Λιμάνι με την αισθητική και τή γραφικότητά του είναι η πεμπτουσία της όλης εικόνας της πόλης. Οι μόνιμοι κάτοικοι εκεί καταφεύγουν, για ν’ απολαύσουν την θέα του, να ξεχάσουν στενόχωρες έγνοιες και να χαρούν οι ξενιτεμένοι σ’ αυτό γυρίζουν με τή φαντασία τους, για ν’ απαλύνουν τον πόνο της ξενιτιάς και οι περαστικοί και οι επισκέπτες εκεί στέκονται για λίγο, για να ξεκουραστούν και να κρατήσουν στή μνήμη τους την ωραία εικόνα από την πόλη μας. Τριάντα πέντε χρόνια ξενιτεμένος για τις σπουδές και την επιβίωσή μου, δεν παρέλειπα με τούς φίλους μου να ερχόμαστε για το ιερό προσκύνημά μας, για την ανανέωση του ψυχικού μας κόσμου.
Τό Λιμάνι μας δεν είναι έργο της φύσης αλλά του ανθρώπου. Είναι φανερή η προέλευσή του. Έγιναν οι δύο λιμενοβραχίονες, ο ανατολικός και ο δυτικός, με φραγμένη την είσοδό του, που άνοιξε μετά την εκσκαφή και την εκτέλεση των επιμέρους έργων του. Ο πυθμένας του είναι πλακοστρωμένος, μού είπε ο συμπολίτης πολιτικος μηχανικός και φίλος κ. Θ. Καρκαντζός, όπως επιβεβαιώνεται σε κάθε εκβάθυνσή του με τις πλάκες που ανασύρονται. Τί προϋπήρχε δεν είναι γνωστό. Πολύ πρίν φθάσουν οι Ενετοί και οι Οθωμανοί, ασφαλώς υπήρχε κάποιο αγκυροβόλιο, που εξυπηρετούσε τις θαλάσσιες μεταφορές, πράγμα που το επιμαρτυρεί και η αρχική ονομασία της πόλης μας, από την διαπεραίωση των Δωριέων στην Πελοπόννησο. Άς μή μάς διαφεύγει ακόμη το γεγονός ότι κατά μήκος της δυτικής πλευράς του Μόρνου υπήρχαν «αλυκές» για το αλάτι και εκτροφεία ψαριών, καθώς η περιοχή αυτή προσφέρεται και για τις δύο αυτές δραστηριότητες από την περίοδο ακόμη του Δεσποτάτου της Ηπείρου με υπολογίσιμα κέρδη, όπως αναφέρει σε εισήγησή της η Ελισ. Ζαχαριάδου (Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Άρτας σ. 87-93), που σημαίνει ότι προϋπήρχαν αναπτυγμένες θαλάσσιες μεταφορές. Μεταγενέστερα, κατά την δεύτερη περίοδο της Οθωμανοκρατίας (1699-1829) το Λιμάνι είχε αποκλεισθή από κάθε σοβαρή εμπορική κίνηση, κατά τα δημοσιευμένα δηλωτικά του εμπορίου, όπου δεν αναφέρεται η Ναύπακτος ως λιμάνι εισαγωγής-εξαγωγής.
Από την ξυλογραφία του R. Von Waldheim, που βρίσκεται στην Έκθεση Τέχνης της Βιέννης (βλ. Ludwig Salvator «eine Spazierfahrtim Golf con Korinth», που υπάρχει στην Βιβλιοθήκη μας) προκύπτει ότι ο ανατολικός και ο δυτικός πύργος της εισόδου ήταν όμοιοι, καθένας με τή σκοπιά του, ενώ η βορεινή πλευρά του Λιμανιού δεν ήταν διαμορφωμένη το μουράγιο της είναι μεταγενέστερο.
Ο περιηγητής Spήn, που πέρασε από την πόλη μας γύρω στα 1675, άναφέρει ότι η είσοδος του Λιμανιού κλεινόταν με αλυσίδα. Προφανώς κάθε ελλιμενισμένο πλεούμενο έπρεπε να καταβάλλη πρό του απόπλου του κάποιο χρηματικό ποσό για τον ελλιμενισμό του έτσι ελεγχόταν η αναχώρησή του, μετά την καταβολή του σχετικού τέλους.
Από τή θάλασσα εισχωρούσαν δύο τάφροι, που αγκάλιαζαν το Λιμάνι, όπως αυτό προκύπτει από τον πίνακα του Οθωμανού ζωγράφου Nasuh Matrakci, του 16ου αιώνα, που έφθαναν μέχρι τα δύο χαμηλότερα διαζώματα. Οι παλαιότεροι θυμόμαστε ότι και προς τα δυτικά του λιμανιού η θάλασσα έφτανε μέχρι την τάπια του Κολοκύθα-Παλαιογιάννη, πρίν γίνουν οι μεταγενέστερες προσχώσεις Από το δυτικό μουράγιο του Λιμανιού ρίχνονταν πρωϊ-πρωϊ κάθε 25η Μαρτίου τα «μάσπουλα», κροτίδες εκκωφαντικές, που ανήγγειλλαν τον εορτασμό της Εθνικής μας Εορτής.
Στό πρώτο ήμισυ του αιώνα που πέρασε, η εμπορική κίνηση του Λιμανιού μας αφορούσε την εξαγόμενη εγχώρια παραγωγή μας και τα εισαγόμενα αγαθά. Βιομηχανική παραγωγή δεν υπήρχε. Λειτουργούσε μόνο η Ηλεκτρική Εταιρεία, που εκάλυπτε μόνο την πόλη, δύο-τρείς μικροί αλευρόμυλοι, του Κοσσαντιανού, του Νόβα και του Μούσγου (ο πρώτος με ηλεκτροκίνηση και οι άλλοι με υδατοκίνηση) και δύο Ελαιουργεία, της Ηλεκτρικής και του Νόβα, παλαιότερα ιπποκίνητο. Η αγροτική παραγωγή περιοριζόταν στο τριφύλλι, που το περισσότερο εξαγόταν, στή μαύρη σταφίδα, σιτάρι και καλαμπόκι, σε πολύ περιορισμένη κλίμακα και στα άλλα είδη γεωργικής παραγωγής για τις ανάγκες της πόλης. Στή γύρω ημιορεινή περιοχή υπήρχαν κοπάδια αρνιών και κατσικιών, από τα οποία πολλά εξάγονταν Όλα τα άλλα αγαθά εισάγονταν, εκτός από αυτά που η ντόπια βιοτεχνία παρήγε.
Η απασχόληση στην περιοχή μας ήταν περισσότερο εποχιακή, τα εισοδήματα από ελάχιστα έως μικρά εμβάσματα από τούς ξενιτεμένους, οι μισθοί των υπαλλήλων και οι συντάξεις. Γι’ αυτό έφευγαν πολλοί, ιδίως από τα γύρω χωριά και εργάζονταν απέναντι στο Μοριά, στα χωράφια και τα σταφιδοεργοστάσια του Αιγίου και γύριζαν όταν τελείωναν οι δουλειές, με την αιματηρή οικονομία τους για το χειμώνα. Κατέβαιναν σε συντροφιές από τα γύρω κοντινά χωριά μερικοί ίσως έβλεπαν για πρώτη φορά τή θάλασσα και όταν ήταν κυματούσα τούς φόβιζε. Γιά μάς που από παιδιά το είχαμε συνηθίσει, το θέαμα της εισόδου τους στα καϊκια ήταν το λιγότερο παράξενο, καθώς τούς τραβούσαν οι ναυτικοί......
Σ’ αυτή τή μικρή αγορά προστίθονταν οι κάτοικοι των γύρω χωριών της ορεινής Ναυπακτίας και των κοντινών της Δωρίδας. Αυτός ο όγκος των διακινούμενων αγαθών, της εισαγωγής και της εξαγωγής, προσδιόριζε κατά βάσιν την εμπορική κίνηση του Λιμανιού. Κατά περιόδους γινόταν διακίνηση εμπορευμάτων που προορίζονταν για τα ανατολικά χωριά της Μακρυνείας, γιατί ο ελλιμενισμός στο Κρυονέρι ήταν πολύ δύσκολος τούς χειμερινούς μήνες και τα χωριά αυτά εξυπηρετούνταν πιό καλά μέσω της Ναυπάκτου.
Τό Λιμάνι μας δεν είναι έργο της φύσης αλλά του ανθρώπου. Είναι φανερή η προέλευσή του. Έγιναν οι δύο λιμενοβραχίονες, ο ανατολικός και ο δυτικός, με φραγμένη την είσοδό του, που άνοιξε μετά την εκσκαφή και την εκτέλεση των επιμέρους έργων του. Ο πυθμένας του είναι πλακοστρωμένος, μού είπε ο συμπολίτης πολιτικος μηχανικός και φίλος κ. Θ. Καρκαντζός, όπως επιβεβαιώνεται σε κάθε εκβάθυνσή του με τις πλάκες που ανασύρονται. Τί προϋπήρχε δεν είναι γνωστό. Πολύ πρίν φθάσουν οι Ενετοί και οι Οθωμανοί, ασφαλώς υπήρχε κάποιο αγκυροβόλιο, που εξυπηρετούσε τις θαλάσσιες μεταφορές, πράγμα που το επιμαρτυρεί και η αρχική ονομασία της πόλης μας, από την διαπεραίωση των Δωριέων στην Πελοπόννησο. Άς μή μάς διαφεύγει ακόμη το γεγονός ότι κατά μήκος της δυτικής πλευράς του Μόρνου υπήρχαν «αλυκές» για το αλάτι και εκτροφεία ψαριών, καθώς η περιοχή αυτή προσφέρεται και για τις δύο αυτές δραστηριότητες από την περίοδο ακόμη του Δεσποτάτου της Ηπείρου με υπολογίσιμα κέρδη, όπως αναφέρει σε εισήγησή της η Ελισ. Ζαχαριάδου (Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Άρτας σ. 87-93), που σημαίνει ότι προϋπήρχαν αναπτυγμένες θαλάσσιες μεταφορές. Μεταγενέστερα, κατά την δεύτερη περίοδο της Οθωμανοκρατίας (1699-1829) το Λιμάνι είχε αποκλεισθή από κάθε σοβαρή εμπορική κίνηση, κατά τα δημοσιευμένα δηλωτικά του εμπορίου, όπου δεν αναφέρεται η Ναύπακτος ως λιμάνι εισαγωγής-εξαγωγής.
Από την ξυλογραφία του R. Von Waldheim, που βρίσκεται στην Έκθεση Τέχνης της Βιέννης (βλ. Ludwig Salvator «eine Spazierfahrtim Golf con Korinth», που υπάρχει στην Βιβλιοθήκη μας) προκύπτει ότι ο ανατολικός και ο δυτικός πύργος της εισόδου ήταν όμοιοι, καθένας με τή σκοπιά του, ενώ η βορεινή πλευρά του Λιμανιού δεν ήταν διαμορφωμένη το μουράγιο της είναι μεταγενέστερο.
Ο περιηγητής Spήn, που πέρασε από την πόλη μας γύρω στα 1675, άναφέρει ότι η είσοδος του Λιμανιού κλεινόταν με αλυσίδα. Προφανώς κάθε ελλιμενισμένο πλεούμενο έπρεπε να καταβάλλη πρό του απόπλου του κάποιο χρηματικό ποσό για τον ελλιμενισμό του έτσι ελεγχόταν η αναχώρησή του, μετά την καταβολή του σχετικού τέλους.
Από τή θάλασσα εισχωρούσαν δύο τάφροι, που αγκάλιαζαν το Λιμάνι, όπως αυτό προκύπτει από τον πίνακα του Οθωμανού ζωγράφου Nasuh Matrakci, του 16ου αιώνα, που έφθαναν μέχρι τα δύο χαμηλότερα διαζώματα. Οι παλαιότεροι θυμόμαστε ότι και προς τα δυτικά του λιμανιού η θάλασσα έφτανε μέχρι την τάπια του Κολοκύθα-Παλαιογιάννη, πρίν γίνουν οι μεταγενέστερες προσχώσεις Από το δυτικό μουράγιο του Λιμανιού ρίχνονταν πρωϊ-πρωϊ κάθε 25η Μαρτίου τα «μάσπουλα», κροτίδες εκκωφαντικές, που ανήγγειλλαν τον εορτασμό της Εθνικής μας Εορτής.
Στό πρώτο ήμισυ του αιώνα που πέρασε, η εμπορική κίνηση του Λιμανιού μας αφορούσε την εξαγόμενη εγχώρια παραγωγή μας και τα εισαγόμενα αγαθά. Βιομηχανική παραγωγή δεν υπήρχε. Λειτουργούσε μόνο η Ηλεκτρική Εταιρεία, που εκάλυπτε μόνο την πόλη, δύο-τρείς μικροί αλευρόμυλοι, του Κοσσαντιανού, του Νόβα και του Μούσγου (ο πρώτος με ηλεκτροκίνηση και οι άλλοι με υδατοκίνηση) και δύο Ελαιουργεία, της Ηλεκτρικής και του Νόβα, παλαιότερα ιπποκίνητο. Η αγροτική παραγωγή περιοριζόταν στο τριφύλλι, που το περισσότερο εξαγόταν, στή μαύρη σταφίδα, σιτάρι και καλαμπόκι, σε πολύ περιορισμένη κλίμακα και στα άλλα είδη γεωργικής παραγωγής για τις ανάγκες της πόλης. Στή γύρω ημιορεινή περιοχή υπήρχαν κοπάδια αρνιών και κατσικιών, από τα οποία πολλά εξάγονταν Όλα τα άλλα αγαθά εισάγονταν, εκτός από αυτά που η ντόπια βιοτεχνία παρήγε.
Η απασχόληση στην περιοχή μας ήταν περισσότερο εποχιακή, τα εισοδήματα από ελάχιστα έως μικρά εμβάσματα από τούς ξενιτεμένους, οι μισθοί των υπαλλήλων και οι συντάξεις. Γι’ αυτό έφευγαν πολλοί, ιδίως από τα γύρω χωριά και εργάζονταν απέναντι στο Μοριά, στα χωράφια και τα σταφιδοεργοστάσια του Αιγίου και γύριζαν όταν τελείωναν οι δουλειές, με την αιματηρή οικονομία τους για το χειμώνα. Κατέβαιναν σε συντροφιές από τα γύρω κοντινά χωριά μερικοί ίσως έβλεπαν για πρώτη φορά τή θάλασσα και όταν ήταν κυματούσα τούς φόβιζε. Γιά μάς που από παιδιά το είχαμε συνηθίσει, το θέαμα της εισόδου τους στα καϊκια ήταν το λιγότερο παράξενο, καθώς τούς τραβούσαν οι ναυτικοί......
Σ’ αυτή τή μικρή αγορά προστίθονταν οι κάτοικοι των γύρω χωριών της ορεινής Ναυπακτίας και των κοντινών της Δωρίδας. Αυτός ο όγκος των διακινούμενων αγαθών, της εισαγωγής και της εξαγωγής, προσδιόριζε κατά βάσιν την εμπορική κίνηση του Λιμανιού. Κατά περιόδους γινόταν διακίνηση εμπορευμάτων που προορίζονταν για τα ανατολικά χωριά της Μακρυνείας, γιατί ο ελλιμενισμός στο Κρυονέρι ήταν πολύ δύσκολος τούς χειμερινούς μήνες και τα χωριά αυτά εξυπηρετούνταν πιό καλά μέσω της Ναυπάκτου.
...Υπήρχε, λοιπόν, μιά σχετική κίνηση ανθρώπων και αγαθών, που πραγματοποιείτο με τή θαλάσσια επικοινωνία, δεδομένου άλλωστε ότι η οδική επικοινωνία ήταν υποτυπώδης. Μόλις το 1932 άρχισε η κατασκευή της εθνικής οδού που συνδέει τή Ναύπακτο ανατολικά με το Λιδωρίκι και την Άμφισσα και δυτικά με το Μεσολόγγι και τις προεκτάσεις των αξόνων αυτών.
Η κύρια επικοινωνία ήταν με τον απέναντι Μοριά. Μικρά πλεούμενα με πανιά εκτελούσαν τή συγκοινωνία με τον Ψαθόπυργο, όταν ο άνεμος το επέτρεπε διαφορετικά οι ναυτικοί μας ρίχνονταν στή μάχη με τα κουπιά, σε μιάν απόσταση πέντε περίπου μιλίων. Ήταν βέβαια τα σκάφη αυτά μικρά, που μόλις μπορούσαν να διαπεραιώσουν τριάντα-σαράντα άτομα. Ήταν παλαιότερα η «Παντόφλα» του Κοντόγιωργα, η «Τσίλια» του Μπαρμπ-Αναστάση, τα μικρά πλεούμενα του Νικόλαου Τουρνάρα και του Τσαρούχη, που έκαναν το «Πέραμα» προς Αη-Βασίλη και Θεοφίλου παλαιότερα. Η «Πύλαρος» του Σπύρου Αθανασίου-Πατάκα και η «Θοδωρούλα» αργότερα του Τουρνάρα, ναυτικού από το Μοναστηράκι της Δωρίδας, που αντικαταστάθηκε από τή γαΐτα του Νικ. Παπαπαναγιώτου και μιά μικρότερη του Γιάννη Σαϊτάνη, πάντα στή γραμμή Ναύπακτος-Ψαθόπυργος.
Αργότερα στή γραμμή αυτή έκαναν τα δρομολόγια νεότερα σκάφη με μηχανή, η γαΐτα του Δημ. Τσαγκαράκη και το κανό «Δαμασκηνί» των Κ. Παξινού, Κ. Τόλια και Δ. Τσαγκαράκη..
Εκτελούνταν δύο δρομολόγια την ημέρα: ένα το πρωϊ στις 6 με επιστροφή στις 9 και το δεύτερο στις 11 με επιστροφή στις 3 παρά τέταρτο. Τά δρομολόγια είχαν ρυθμιστή έτσι, ώστε το πρωϊνό να προλαβαίνη το τραίνο Πάτρα-Αθήνα, στο οποίο επιβιβάζονταν οι επιβάτες για την Πρωτεύουσα, παραδιδόταν ο σάκος του Ταχυδρομείου και παραλαμβανόταν ο πρωϊνός Τύπος της Πάτρας και του Ταχυδρομείου από το μεσημβρινό Αθήνα-Πάτρα κατέβαιναν οι επιβάτες από Αθήνα, για να επιβιβαστούν στην γαΐτα που περίμενε στο λιμανάκι ήταν αρκετός ο δρόμος, ανηφορικός-κατηφορικός, κουραστικός, όταν έπρεπε να μεταφέρης και τις αποσκευές σου. Γιά τούς επιβάτες οι συνθήκες του ταξιδιού ήταν πρωτόγονες, καθώς ήταν εκτεθειμένοι στον αέρα και τα κύματα. Πέρασαν πολλά χρόνια, ώσπου να διασκευασθή ο χώρος για τούς επιβάτες. Ακόμη και το 1940, όπως προκύπτει από δημοσίευμα της «ΦΩΝΗΣ», «τα συγκοινωνιακά μέσα στις γραμμές Ναυπάκτου-Πατρών ή Ναυπάκτου-Ψαθόπυργου πρέπει να εκπληρούν όλους τούς όρους και τις προβλεπόμενες διατάξεις και να εξασφαλίζουν απαραιτήτως την άνεσιν και την ασφάλειαν των ταξιδευόντων». Γιά τον καπετάνιο και το πλήρωμα δεν γίνεται λόγος αυτοί ανεμοδαρμένοι και μουσκεμένοι από τα κύματα μέχρι το κόκκαλο.
Τό πρωϊνό ξεκίνημα, για το οποίο μάς αφήκε μιά περιγραφή ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο διήγημά του «Μισεμός», είχε τή δική του ιεροτελεστία και γραφικότητα. Από τις πέντε, νύχτα ακόμη, ακουγόταν ο «κόρνος», που είχε και την ονομασία «Μπουρού» την τελευταία έχει διαφυλάξει ο φίλος ναυτικός κ. Γιάννης Αθανασίου-Πατάκας με τον ιδιότυπο ήχο της στα χέρια των Κοκόγια και Κ Γρίβα. Άρχιζε σιγά-σιγά η συγκέντρωση των ναυτικών, των ταξιδιωτών και άλλων, που συνήθιζαν να είναι παρόντες κατά την αναχώρηση του «Περάματος» άλλωστε τα καφενεία ήταν ανοιχτά δύο ώρες πρίν για τον καθιερωμένο καφέ και το κονιάκ τούς χειμερινούς μήνες.
Κατά την αναχώρησή μας για την Πρωτεύουσα και την επιστροφή μας, ποιός από τούς παλαιότερους δεν θυμάται τον Μπαρμπα-Σύρο τον Πατάκα παραγκόνι αυτό των Αθανασίου που μάς κατευόδωνε και μάς καλωσόριζε στην πόρτα του τραίνου με αγάπη και ενδιαφέρον για τις σπουδές μας. Γνώριζε τον καθένα μας με κάθε λεπτομέρεια.
Η μεγαλύτερη εμπορευματική κίνηση εξυπηρετείτο παλαιότερα από τα καΐκια «Πανωραία» του Σπύρου Βουτσινά, «Άγιος Γεώργιος» του Πάνου Ασημακόπουλου, του Πανούτσου, «Ατρόμητος» του Δημητράκη Τραγούδα, «Άρης» του Πάνου Ρήγα-Σκοπελίτη, «Άγιος Νικόλαος» του Περικλή Οικονόμου, «Πάσσαρα» του Κώστα Βουτσινά, με τούς ατρόμητους καπεταναίους τους στα πανιά, που έπλεαν στον Κορινθιακό και Πατραϊκό και προς τα νησιά του Ιονίου «Καλή Τύχη» των αδελφών Κουλούρη και του Λευτέρη Θεοδωρόπουλου και αργότερα ο «Άρης» και «Άγιος Νικόλαος» πετρελαιοκίνητα, και τα νεότερα : «Ναυπακτία» πετρελαιοκίνητο, «Έλλη» ατμοκίνητο, που βούλιαξε στο Λιμάνι, «Σουλτάνα» και «Θάσος» του Γιώργου Τραγούδα, «Αλκυών» του Κ. Βουτσινά, «Άγιος Μηνάς» του Γιάννη Κουλούρη, «Δωρίς» των αδελφών Αθανασίου, «Βαλκυρία» των αδελφών Ανδρέα και Οδυσσέα Τραγούδα, «Ατρόμητος» στή συνέχεια.... με θερμαστές τούς Ανδρέα Γιαννιώτη και Μπάμπη Φαφατά και στή μηχανή τον αξέχαστο Χάρη, που τον απαθανάτισε στούς στίχους του ο Θανάσης Δράκος.
Μέ τή μηχανοκίνηση των σκαφών καθιερώθηκε και δεύτερο δρομολόγιο για την Πάτρα. Έφευγαν το πρωϊ, γύρω στις 7:00 και επέστρεφαν το απόγευμα στις 4:00. Στά σκάφη διακινούνταν και οι «παραγγελιοδόχοι», που εκτελούσαν, έναντι αμοιβής, τις παραγγελίες, ενώ στην προκυμαία έδρευαν οι «φορατζήδες», γατί ορισμένα είδη, εισαγόμενα και εξαγόμενα, έπρεπε να καταβάλλουν κάποιο δασμό, κατάλοιπο παλαιότερων εποχών και συνηθειών. Στήν τοπική εφημερίδα «ΦΩΝΗ» της 1ης Φεβρουαρίου 1931, υπάρχει δημοσίευμα κατά το οποίο τα Συμβούλια του Εμπορικού και Επαγγελματικού κόσμου διαμαρτύρονταν για το διπλασιασμό του κοινοτικού φόρου των εισαγόμενων ωνίων και εμπορευμάτων. Καί πάλι, κατά την άφιξη, ένας κόσμος περίμενε, οι περισσότεροι από συνήθεια ή από τάση αλλαγής στην κίνηση του Λιμανιού, από τή μονοτονία της επαρχιώτικης τότε ζωής ή για την εφημερίδα και τον πάγο, που ερχόταν σε κολόνες από την Πάτρα, σκεπασμένος με λινάτσα και ήταν απαραίτητος για τή μπύρα το ποτήρι, το παγωτό και μερικές φορές για κάποιον ασθενή, όταν ο γιατρός διέτασσε επιθέματά του.
Τά διακινούμενα εμπορεύματα για την πόλη διοχετεύονταν μέσω των μεγάλων τότε καταστημάτων, του Ρεπόπουλου και του Χρυσαΐτη, που μέσω της Πάτρας, ιδιαίτερα ο δεύτερος έφθανε μέχρι την Τεργέστη, ενώ τα προοριζόμενα για τα γύρω χωριά και την ορεινή Ναυπακτία εμπορεύματα ακολουθούσαν τή διακίνηση μέσω των μαγαζιών-χανιών, όπου περίμεναν γυναίκες για τή μεταφορά τους, τα δέ προοριζόμενα για τα χωριά της κοντινής Μακρυνείας έφθαναν στον προορισμό τους με το φορτηγό αυτοκίνητο του Κομπιοσόρα. Ζαλωμένες νέες κοπέλλες, σάν το κρύο νερό, ξεκινούσαν το χάραμα το χειμώνα και σούρουπο το καλοκαίρι για την κοπιαστική τους ανάβαση στα χωριά, μιά πορεία 8-10 ωρών.
Η εμπορική κίνηση για την ορεινή Ναυπακτία παρουσίαζε έξαρση σε περιόδους εκλογών. Τότε κατέφθαναν στον προλιμένα της πόλης μας μεγάλα φορτηγά πλοία, έμφορτα με καλαμπόκι και μεγάλα ζώα από τή Ρουμανία συνήθως, γιατί έπρεπε οι εκλογές να είναι «αδιάβλητες»... Τά καΐκια, που έχουν προαναφερθή, πλεύριζαν στα μεγάλα πλοία για τή φόρτωση και από εκεί στο Λιμάνι για την εκφόρτωσή τους τα ζώα, αγελάδες και μοσχάρια, κρέμονταν με ιμάντα στην κοιλιά από το βίντζι του καραβιού, αφήνονταν σιγά-σιγά στή θάλασσα κι από εκεί πλέοντας έφθαναν μόνα τους στην παραλία, όπου τα περίμεναν.
Υπήρχε και μιάν άλλη γραμμή επικοινωνίας, αυτή της ακτοπλοΐας, με τα ατμοκίνητα «Ναυσικά», «Αθηνά», και «Αμφιτρίτη», που συνέδεαν τον Πειραιά με τα λιμάνια του Κορινθιακού Κόρινθο, Ιτέα, Γαλαξίδι, Αίγιο, Ναύπακτο με την Πάτρα και το Μεσολόγγι, για εμπορεύματα και επιβάτες, οι οποίοι αποβιβάζονταν και επιβιβάζονταν με μικρές βάρκες, που δεινοπαθούσαν τούς χειμωνιάτικους μήνες από τα κύματα και τή βροχή.
Ένας κόσμος ναυτικών με τις πολυμελείς τότε οικογένειές τους αποζούσε από το Λιμάνι και έκανε προκοπή. Δέν ήταν όμως οι μόνοι. Οι φορτώσεις και εκφορτώσεις γίνονταν από τούς Λιμενεργάτες, άντρες με αντοχή στα βάρη, που έσφιγγαν τή μέση τους με πλουμιστά ζωνάρια, για να ενισχύσουν την αντοχή τους και φορούσαν μάλλινες φανέλλες. Φορτωμένοι ισορροπούσαν πάνω στον «πόντε» -μιά τάβλα που συνέδεε το καϊκι με την αποβάθρα.. Από το πρωΐ μέχρι το βράδυ δουλειά-δουλειά χωρίς αναπαμό. Κι όταν έπαιρνε το σούρουπο, με κάποιο πρόχειρο μεζέ στα κρασοπουλιά του Στενοπάζαρου προσπαθούσαν να ξεχάσουν την κούραση και τον καημό τους στο κατοστάρι οι λιμενεργάτες, ο Δήμος Ρούμπας, οι αδελφοί Κορομπίλη, ο Κ. Κουγιούφας, οι αδελφοί Δασκαλόπουλοι-Τίγγερη, ο Σταματόπουλος-Μητσάρας, ο Θεοφάνης Μπερεβέσκος, ο Τάκης Ρίζος και ο Πρόεδρός τους Νίδας Μελιγκιώτης.Στό Λιμάνι ζούσε και ανέπνεε και κινείτο κι ένας άλλος κόσμος ναυτικών, οι Ψαράδες.
Οι παλαιότεροι του επαγγέλματος είχαν ως απασχόλησή τους τις τράτες για τή λειτουργία των οποίων πέρα από τον πλοιοκτήτη-καπετάνιο, απασχολούνταν πολλοί μεροκαματιάρηδες μερικοί από τούς οποίους, χωρίς οικογένεια, είχαν για κατοικία τή βάρκα, ιδιαίτερα τούς θερινούς μήνες. Θυμάμαι τρείς τράτες: του Μήτσου Αρτινόπουλου, του αδελφού του Γιώργου και του Ανδρέα Σφαέλου, που πνίγηκε στό στενό Ρίου-Αντιρρίου.
Οι τρατάρηδες δεν έπαιρναν ημερομίσθια. Η αμοιβή τους, ημερήσια, γινόταν με τή συμμετοχή τους στα έσοδα, σύμφωνα με μιά κλίμακα που είχε προαποφασισθή και η οποία διέφερε από περιοχή σε περιοχή. Σέ μάς εδώ ξεχώριζαν τα μερίδια του επιχειρηματία ως ιδιοκτήτη, καπετάνιου και εργαζόμενου, το δέ υπόλοιπο των εσόδων κατανέμετο σε ίσα μερίδια για τον καθένα σε περίπτωση που δεν είχαν «ψάρια», ο επιχειρηματίας έδινε στον καθένα μιά φραντζόλα ψωμί και κάποτε και τσιγάρα. Ο τρόπος αμοιβής δεν πρέπει να κάνη εντύπωση, γιατί μορφές συμμετοχής των εργαζομένων στις επιχειρήσεις είχαν καθιερωθή στον τόπο μας πολύ πρίν το 1770, όπως είναι γνωστό με τή «Συντροφιά» στα Αμπελάκια της Θεσσαλίας. Στήν Παπαχαραλάμπειο Βιβλιοθήκη μας υπάρχουν σχετικές εργασίες για τις επιχειρήσεις στή στεριά και τή θάλασσα, για όποιον θέλει να ενημερωθή.
Άλλοι χρησιμοποιούσαν το «Μπραγάνι», μικρή τράτα, χωρίς όμως πλεούμενο, την οποία άπλωναν στή θάλασσα «πελαγώνοντας» και τούς χειμερινούς ακόμη μήνες.
Μετά τή Μικρασιατική καταστροφή και την άφιξη και εγκατάσταση στην πόλη μας των Προσφύγων, οι μέθοδοι αλιείας εμπλουτίστηκαν από τούς νεοφερμένους Θανάση Μεσσηνέζη και Κοσμά Μαλλίδη. Προστέθηκαν το «γρί-γρί», η «καλαμωτή», και το «παραγάδι».
Στό «γρί-γρί» χρησιμοποιούνται δύο σκάφη, που ρίχνουν τα δίχτυα τους σε κύκλο στο πάνω μέρος επιπλέουν οι φελλοί και στή θάλασσα βυθίζονται τα μολύβια, που σιγά-σιγά σουρώνουν με τή «στίγκα» και τα ψάρια συγκεντρώνονται στο δίχτυ το πλήρωμα δουλεύει και στα δύο σκάφη, συντομεύοντας έτσι το χρόνο. Στήν «καλαμωτή» το δίχτυ περιβάλλεται γύρω-γύρω από καλαμωτή με δίχτυ, που παρεμποδίζει να διαφύγουν τα έγκλειστα στο δίχτυ ψάρια. Τό ένα καλάμι απέχει από το άλλο περίπου μισή οργιά. Η τεχνική του «παραγαδιού» στηρίζεται σε μεγάλο αριθμό δολωμένων αγκιστριών, που εκτείνονται κατά μήκος της θάλασσας. Τό ψάρεμα με το «γρί-γρί» κυρίως γινόταν μέσα στον Κορινθιακό, στον Πατραϊκό στην περιοχή της Αγιάς και στην ανοιχτή θάλασσα μέχρι και τις Οξιές και τον Αστακό. Τό αλίευμα πωλείτο από τούς ίδιους τούς ψαράδες ή με τή βοήθεια των μικροεμπόρων Γιώργου Καραβασίλη, Σάββα και Πέτρου Μιχαλόπουλου, γνωστού ως Πέτρου της Βαλτινιάς.
Παλιότερα τα δίχτυα ήταν βαμβακερά και έπρεπε κάθε τόσο να βαφούν στο καζάνι, όπου έβραζαν φλούδες από πεύκο. Πρίν μερικά χρόνια
με την είσοδο του ναϊλον έγιναν κι αυτά από το υλικό αυτό.
Πού και που τή νυχτιά ή την αυγινή σιγαλιά διέκοπταν οι εκρήξεις του δυναμίτη, τον οποίο χρησιμοποιούσαν, παράνομα φυσικά, δυό-τρείς συμπολίτες ψαράδες, που τούς έχει σκεπάσει ήδη η πλάκα του τάφου....
Στήν εποχή μας την τράτα χρησιμοποιεί ο Νίκος Τσάτσος, ενώ οι άλλοι, Λάκης και Αντώνης Μαλλίδης, Τάκης Βώσος-Παυλάκιας, Σπύρος και Νίκος Κουγιούφας, Μιχάλης Χειμαριός και ο γιός του Γιάννης, Γιώργος Γρηγορίου, Ηλίας Πελέκης, Κώστας Ζωργιός και τώρα τελευταία ο Χρήστος Κονταξής, Πρόεδρος του οικείου Σωματείου, κατά κανόνα ψαρεύουν με τή μέθοδο της «Αποστασίας»-ρίχνουν από βραδίς τα δίχτυα και τα σηκώνουν την επομένη το πρωϊ με ό,τι τούς τύχει ως αλίευμα.
Τό επάγγελμα του θαλασσινού, ναυτικού ή ψαρά, ήταν σκληρό τα παλαιότερα χρόνια, με κρύο, χιόνι ή βροχή, καθώς έλειπαν τα σημερινά τεχνικά μέσα. Ανεμοδαρμένοι, ηλιοκαμένοι, βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, αγωνίζονταν για το καθημερινό, με τον ελλοχεύοντα πάντα στή θάλασσα κίνδυνο, που μετράει και στην περιοχή μας τα θύματά του.. Στή «ΦΩΝΗ» και πάλι της 12ης Απριλίου 1931, κατά δημοσίευμά της αναφέρεται «κατά την προχθεσινήν θαλασσοταραχήν ανετράπη το αλιευτικόν πλοιάριον του Χαραλ. Σμυρνιού η «Γεωργία» και επνίγη ο αδελφός του ιδιοκτήτου Γ. Σμυρνιού των ετέρων δύο διασωθέντων»
Οι Ναυτικοί μας διακρίνονται για την πίστη και το σεβασμό στή θρησκεία μας και ιδιαίτερα στον Προστάτη Άγιό τους, τον Άγιο Νικόλαο.
Από τούς Ναυτικούς μας όλους είχε ιδρυθή , με πρωτοβουλία του Διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου της πόλης μας, του αείμνηστου Γιάννη Κοτίνη, ο Σύλλογος των Ναυτικών ,που εόρταζε στή μνήμη και εορτή του Αγίου Νικολάου, στις 6 Δεκεμβρίου. Κάθε φορά η οικογένεια Ναυπάκτιου Ναυτικού ετοίμαζε το Δίσκο με το σιτάρι και ο Σύλλογος την αρτοκλασία του. Από βραδίς μιά παλιά βαρκα καιγόταν στή μνήμη του Αγίου Νικολάου, ενώ την επομένη οι Ναυτικοί μας με τις οικογένειές τους,φορώντας ό,τι καλύτερο είχαν, προσέρχονταν στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, όπου με τή συμμετοχή του Μητροπολίτη λάμβανε χώρα η ιεροτελεστία. Ήταν για τούς Ναυτικούς μας εορταστική, χρονιάρα η μέρα της εορτής. Κάθε Αγίου Νικολάου ξεκινούσαν τα καϊκια, που μετέφεραν δωρεάν τούς προσκυνητές στο Αντίρριο, που είχε την τοπική του εορτή στή μνήμη του προστάτη των Ναυτικών.
Αργότερα αποφασίστηκε η ανέγερση Ναού στή μνήμη του Αγίου, του Προστάτη τους, στην περιοχή της Ψανής, όπου και υπάρχει σήμερα θυμίζοντας τα «ναυτικά κλέη» των ανθρώπων του Λιμανιού μας..Εκκλησία του Αγίου Νικολάου υπήρχε και παλαιότερα στή Ναύπακτο, όπου σήμερα η Πλατεία Δημητρίου Παπαχαραλάμπους. Μαθητής πρόλαβα τα ερείπιά της....
Τελειώνοντας το Ιστορικό αυτό για το Λιμάνι μας και τούς ανθρώπους του, ευχαριστώ θερμά όλους όσοι με βοήθησαν να θυμηθώ και να προσθέσω στή μνήμη μου σχετικά στοιχεία, ιδιαίτερα τούς αγαπητούς φίλους μου Γ. Αθανασίου-Πατάκα, Λάκη Μαλλίδη και Μιχάλη Χειμαριό, και να αποτίσω τον οφειλόμενο φόρο σεβασμού και τιμής σ όλους τούς ανθρώπους του Λιμανιού μας. Είναι όλοι τους αξιοσέβαστοι, γιατί ό,τι δημιουργούν είναι από τον προσωπικό τους μόχθο. Άνθρωποι απλοί, άντρες αληθινοί. Είμαι ευτυχής που με θεωρούν φίλο τους, που μού μιλούν με φιλική διάθεση και οικειότητα και πιό ευτυχής, όταν πίνουμε συντροφιά τον καφέ μας. Αυτές οι ώρες είναι από τις ωραιότερες της ζωής μου. Τό εννοώ, το αισθάνομαι αυτό και δεν τούς «κανακίζω» με τα πηγαία αυτά λόγια μου.
Η κύρια επικοινωνία ήταν με τον απέναντι Μοριά. Μικρά πλεούμενα με πανιά εκτελούσαν τή συγκοινωνία με τον Ψαθόπυργο, όταν ο άνεμος το επέτρεπε διαφορετικά οι ναυτικοί μας ρίχνονταν στή μάχη με τα κουπιά, σε μιάν απόσταση πέντε περίπου μιλίων. Ήταν βέβαια τα σκάφη αυτά μικρά, που μόλις μπορούσαν να διαπεραιώσουν τριάντα-σαράντα άτομα. Ήταν παλαιότερα η «Παντόφλα» του Κοντόγιωργα, η «Τσίλια» του Μπαρμπ-Αναστάση, τα μικρά πλεούμενα του Νικόλαου Τουρνάρα και του Τσαρούχη, που έκαναν το «Πέραμα» προς Αη-Βασίλη και Θεοφίλου παλαιότερα. Η «Πύλαρος» του Σπύρου Αθανασίου-Πατάκα και η «Θοδωρούλα» αργότερα του Τουρνάρα, ναυτικού από το Μοναστηράκι της Δωρίδας, που αντικαταστάθηκε από τή γαΐτα του Νικ. Παπαπαναγιώτου και μιά μικρότερη του Γιάννη Σαϊτάνη, πάντα στή γραμμή Ναύπακτος-Ψαθόπυργος.
Αργότερα στή γραμμή αυτή έκαναν τα δρομολόγια νεότερα σκάφη με μηχανή, η γαΐτα του Δημ. Τσαγκαράκη και το κανό «Δαμασκηνί» των Κ. Παξινού, Κ. Τόλια και Δ. Τσαγκαράκη..
Εκτελούνταν δύο δρομολόγια την ημέρα: ένα το πρωϊ στις 6 με επιστροφή στις 9 και το δεύτερο στις 11 με επιστροφή στις 3 παρά τέταρτο. Τά δρομολόγια είχαν ρυθμιστή έτσι, ώστε το πρωϊνό να προλαβαίνη το τραίνο Πάτρα-Αθήνα, στο οποίο επιβιβάζονταν οι επιβάτες για την Πρωτεύουσα, παραδιδόταν ο σάκος του Ταχυδρομείου και παραλαμβανόταν ο πρωϊνός Τύπος της Πάτρας και του Ταχυδρομείου από το μεσημβρινό Αθήνα-Πάτρα κατέβαιναν οι επιβάτες από Αθήνα, για να επιβιβαστούν στην γαΐτα που περίμενε στο λιμανάκι ήταν αρκετός ο δρόμος, ανηφορικός-κατηφορικός, κουραστικός, όταν έπρεπε να μεταφέρης και τις αποσκευές σου. Γιά τούς επιβάτες οι συνθήκες του ταξιδιού ήταν πρωτόγονες, καθώς ήταν εκτεθειμένοι στον αέρα και τα κύματα. Πέρασαν πολλά χρόνια, ώσπου να διασκευασθή ο χώρος για τούς επιβάτες. Ακόμη και το 1940, όπως προκύπτει από δημοσίευμα της «ΦΩΝΗΣ», «τα συγκοινωνιακά μέσα στις γραμμές Ναυπάκτου-Πατρών ή Ναυπάκτου-Ψαθόπυργου πρέπει να εκπληρούν όλους τούς όρους και τις προβλεπόμενες διατάξεις και να εξασφαλίζουν απαραιτήτως την άνεσιν και την ασφάλειαν των ταξιδευόντων». Γιά τον καπετάνιο και το πλήρωμα δεν γίνεται λόγος αυτοί ανεμοδαρμένοι και μουσκεμένοι από τα κύματα μέχρι το κόκκαλο.
Τό πρωϊνό ξεκίνημα, για το οποίο μάς αφήκε μιά περιγραφή ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο διήγημά του «Μισεμός», είχε τή δική του ιεροτελεστία και γραφικότητα. Από τις πέντε, νύχτα ακόμη, ακουγόταν ο «κόρνος», που είχε και την ονομασία «Μπουρού» την τελευταία έχει διαφυλάξει ο φίλος ναυτικός κ. Γιάννης Αθανασίου-Πατάκας με τον ιδιότυπο ήχο της στα χέρια των Κοκόγια και Κ Γρίβα. Άρχιζε σιγά-σιγά η συγκέντρωση των ναυτικών, των ταξιδιωτών και άλλων, που συνήθιζαν να είναι παρόντες κατά την αναχώρηση του «Περάματος» άλλωστε τα καφενεία ήταν ανοιχτά δύο ώρες πρίν για τον καθιερωμένο καφέ και το κονιάκ τούς χειμερινούς μήνες.
Κατά την αναχώρησή μας για την Πρωτεύουσα και την επιστροφή μας, ποιός από τούς παλαιότερους δεν θυμάται τον Μπαρμπα-Σύρο τον Πατάκα παραγκόνι αυτό των Αθανασίου που μάς κατευόδωνε και μάς καλωσόριζε στην πόρτα του τραίνου με αγάπη και ενδιαφέρον για τις σπουδές μας. Γνώριζε τον καθένα μας με κάθε λεπτομέρεια.
Η μεγαλύτερη εμπορευματική κίνηση εξυπηρετείτο παλαιότερα από τα καΐκια «Πανωραία» του Σπύρου Βουτσινά, «Άγιος Γεώργιος» του Πάνου Ασημακόπουλου, του Πανούτσου, «Ατρόμητος» του Δημητράκη Τραγούδα, «Άρης» του Πάνου Ρήγα-Σκοπελίτη, «Άγιος Νικόλαος» του Περικλή Οικονόμου, «Πάσσαρα» του Κώστα Βουτσινά, με τούς ατρόμητους καπεταναίους τους στα πανιά, που έπλεαν στον Κορινθιακό και Πατραϊκό και προς τα νησιά του Ιονίου «Καλή Τύχη» των αδελφών Κουλούρη και του Λευτέρη Θεοδωρόπουλου και αργότερα ο «Άρης» και «Άγιος Νικόλαος» πετρελαιοκίνητα, και τα νεότερα : «Ναυπακτία» πετρελαιοκίνητο, «Έλλη» ατμοκίνητο, που βούλιαξε στο Λιμάνι, «Σουλτάνα» και «Θάσος» του Γιώργου Τραγούδα, «Αλκυών» του Κ. Βουτσινά, «Άγιος Μηνάς» του Γιάννη Κουλούρη, «Δωρίς» των αδελφών Αθανασίου, «Βαλκυρία» των αδελφών Ανδρέα και Οδυσσέα Τραγούδα, «Ατρόμητος» στή συνέχεια.... με θερμαστές τούς Ανδρέα Γιαννιώτη και Μπάμπη Φαφατά και στή μηχανή τον αξέχαστο Χάρη, που τον απαθανάτισε στούς στίχους του ο Θανάσης Δράκος.
Μέ τή μηχανοκίνηση των σκαφών καθιερώθηκε και δεύτερο δρομολόγιο για την Πάτρα. Έφευγαν το πρωϊ, γύρω στις 7:00 και επέστρεφαν το απόγευμα στις 4:00. Στά σκάφη διακινούνταν και οι «παραγγελιοδόχοι», που εκτελούσαν, έναντι αμοιβής, τις παραγγελίες, ενώ στην προκυμαία έδρευαν οι «φορατζήδες», γατί ορισμένα είδη, εισαγόμενα και εξαγόμενα, έπρεπε να καταβάλλουν κάποιο δασμό, κατάλοιπο παλαιότερων εποχών και συνηθειών. Στήν τοπική εφημερίδα «ΦΩΝΗ» της 1ης Φεβρουαρίου 1931, υπάρχει δημοσίευμα κατά το οποίο τα Συμβούλια του Εμπορικού και Επαγγελματικού κόσμου διαμαρτύρονταν για το διπλασιασμό του κοινοτικού φόρου των εισαγόμενων ωνίων και εμπορευμάτων. Καί πάλι, κατά την άφιξη, ένας κόσμος περίμενε, οι περισσότεροι από συνήθεια ή από τάση αλλαγής στην κίνηση του Λιμανιού, από τή μονοτονία της επαρχιώτικης τότε ζωής ή για την εφημερίδα και τον πάγο, που ερχόταν σε κολόνες από την Πάτρα, σκεπασμένος με λινάτσα και ήταν απαραίτητος για τή μπύρα το ποτήρι, το παγωτό και μερικές φορές για κάποιον ασθενή, όταν ο γιατρός διέτασσε επιθέματά του.
Τά διακινούμενα εμπορεύματα για την πόλη διοχετεύονταν μέσω των μεγάλων τότε καταστημάτων, του Ρεπόπουλου και του Χρυσαΐτη, που μέσω της Πάτρας, ιδιαίτερα ο δεύτερος έφθανε μέχρι την Τεργέστη, ενώ τα προοριζόμενα για τα γύρω χωριά και την ορεινή Ναυπακτία εμπορεύματα ακολουθούσαν τή διακίνηση μέσω των μαγαζιών-χανιών, όπου περίμεναν γυναίκες για τή μεταφορά τους, τα δέ προοριζόμενα για τα χωριά της κοντινής Μακρυνείας έφθαναν στον προορισμό τους με το φορτηγό αυτοκίνητο του Κομπιοσόρα. Ζαλωμένες νέες κοπέλλες, σάν το κρύο νερό, ξεκινούσαν το χάραμα το χειμώνα και σούρουπο το καλοκαίρι για την κοπιαστική τους ανάβαση στα χωριά, μιά πορεία 8-10 ωρών.
Η εμπορική κίνηση για την ορεινή Ναυπακτία παρουσίαζε έξαρση σε περιόδους εκλογών. Τότε κατέφθαναν στον προλιμένα της πόλης μας μεγάλα φορτηγά πλοία, έμφορτα με καλαμπόκι και μεγάλα ζώα από τή Ρουμανία συνήθως, γιατί έπρεπε οι εκλογές να είναι «αδιάβλητες»... Τά καΐκια, που έχουν προαναφερθή, πλεύριζαν στα μεγάλα πλοία για τή φόρτωση και από εκεί στο Λιμάνι για την εκφόρτωσή τους τα ζώα, αγελάδες και μοσχάρια, κρέμονταν με ιμάντα στην κοιλιά από το βίντζι του καραβιού, αφήνονταν σιγά-σιγά στή θάλασσα κι από εκεί πλέοντας έφθαναν μόνα τους στην παραλία, όπου τα περίμεναν.
Υπήρχε και μιάν άλλη γραμμή επικοινωνίας, αυτή της ακτοπλοΐας, με τα ατμοκίνητα «Ναυσικά», «Αθηνά», και «Αμφιτρίτη», που συνέδεαν τον Πειραιά με τα λιμάνια του Κορινθιακού Κόρινθο, Ιτέα, Γαλαξίδι, Αίγιο, Ναύπακτο με την Πάτρα και το Μεσολόγγι, για εμπορεύματα και επιβάτες, οι οποίοι αποβιβάζονταν και επιβιβάζονταν με μικρές βάρκες, που δεινοπαθούσαν τούς χειμωνιάτικους μήνες από τα κύματα και τή βροχή.
Ένας κόσμος ναυτικών με τις πολυμελείς τότε οικογένειές τους αποζούσε από το Λιμάνι και έκανε προκοπή. Δέν ήταν όμως οι μόνοι. Οι φορτώσεις και εκφορτώσεις γίνονταν από τούς Λιμενεργάτες, άντρες με αντοχή στα βάρη, που έσφιγγαν τή μέση τους με πλουμιστά ζωνάρια, για να ενισχύσουν την αντοχή τους και φορούσαν μάλλινες φανέλλες. Φορτωμένοι ισορροπούσαν πάνω στον «πόντε» -μιά τάβλα που συνέδεε το καϊκι με την αποβάθρα.. Από το πρωΐ μέχρι το βράδυ δουλειά-δουλειά χωρίς αναπαμό. Κι όταν έπαιρνε το σούρουπο, με κάποιο πρόχειρο μεζέ στα κρασοπουλιά του Στενοπάζαρου προσπαθούσαν να ξεχάσουν την κούραση και τον καημό τους στο κατοστάρι οι λιμενεργάτες, ο Δήμος Ρούμπας, οι αδελφοί Κορομπίλη, ο Κ. Κουγιούφας, οι αδελφοί Δασκαλόπουλοι-Τίγγερη, ο Σταματόπουλος-Μητσάρας, ο Θεοφάνης Μπερεβέσκος, ο Τάκης Ρίζος και ο Πρόεδρός τους Νίδας Μελιγκιώτης.Στό Λιμάνι ζούσε και ανέπνεε και κινείτο κι ένας άλλος κόσμος ναυτικών, οι Ψαράδες.
Οι παλαιότεροι του επαγγέλματος είχαν ως απασχόλησή τους τις τράτες για τή λειτουργία των οποίων πέρα από τον πλοιοκτήτη-καπετάνιο, απασχολούνταν πολλοί μεροκαματιάρηδες μερικοί από τούς οποίους, χωρίς οικογένεια, είχαν για κατοικία τή βάρκα, ιδιαίτερα τούς θερινούς μήνες. Θυμάμαι τρείς τράτες: του Μήτσου Αρτινόπουλου, του αδελφού του Γιώργου και του Ανδρέα Σφαέλου, που πνίγηκε στό στενό Ρίου-Αντιρρίου.
Οι τρατάρηδες δεν έπαιρναν ημερομίσθια. Η αμοιβή τους, ημερήσια, γινόταν με τή συμμετοχή τους στα έσοδα, σύμφωνα με μιά κλίμακα που είχε προαποφασισθή και η οποία διέφερε από περιοχή σε περιοχή. Σέ μάς εδώ ξεχώριζαν τα μερίδια του επιχειρηματία ως ιδιοκτήτη, καπετάνιου και εργαζόμενου, το δέ υπόλοιπο των εσόδων κατανέμετο σε ίσα μερίδια για τον καθένα σε περίπτωση που δεν είχαν «ψάρια», ο επιχειρηματίας έδινε στον καθένα μιά φραντζόλα ψωμί και κάποτε και τσιγάρα. Ο τρόπος αμοιβής δεν πρέπει να κάνη εντύπωση, γιατί μορφές συμμετοχής των εργαζομένων στις επιχειρήσεις είχαν καθιερωθή στον τόπο μας πολύ πρίν το 1770, όπως είναι γνωστό με τή «Συντροφιά» στα Αμπελάκια της Θεσσαλίας. Στήν Παπαχαραλάμπειο Βιβλιοθήκη μας υπάρχουν σχετικές εργασίες για τις επιχειρήσεις στή στεριά και τή θάλασσα, για όποιον θέλει να ενημερωθή.
Άλλοι χρησιμοποιούσαν το «Μπραγάνι», μικρή τράτα, χωρίς όμως πλεούμενο, την οποία άπλωναν στή θάλασσα «πελαγώνοντας» και τούς χειμερινούς ακόμη μήνες.
Μετά τή Μικρασιατική καταστροφή και την άφιξη και εγκατάσταση στην πόλη μας των Προσφύγων, οι μέθοδοι αλιείας εμπλουτίστηκαν από τούς νεοφερμένους Θανάση Μεσσηνέζη και Κοσμά Μαλλίδη. Προστέθηκαν το «γρί-γρί», η «καλαμωτή», και το «παραγάδι».
Στό «γρί-γρί» χρησιμοποιούνται δύο σκάφη, που ρίχνουν τα δίχτυα τους σε κύκλο στο πάνω μέρος επιπλέουν οι φελλοί και στή θάλασσα βυθίζονται τα μολύβια, που σιγά-σιγά σουρώνουν με τή «στίγκα» και τα ψάρια συγκεντρώνονται στο δίχτυ το πλήρωμα δουλεύει και στα δύο σκάφη, συντομεύοντας έτσι το χρόνο. Στήν «καλαμωτή» το δίχτυ περιβάλλεται γύρω-γύρω από καλαμωτή με δίχτυ, που παρεμποδίζει να διαφύγουν τα έγκλειστα στο δίχτυ ψάρια. Τό ένα καλάμι απέχει από το άλλο περίπου μισή οργιά. Η τεχνική του «παραγαδιού» στηρίζεται σε μεγάλο αριθμό δολωμένων αγκιστριών, που εκτείνονται κατά μήκος της θάλασσας. Τό ψάρεμα με το «γρί-γρί» κυρίως γινόταν μέσα στον Κορινθιακό, στον Πατραϊκό στην περιοχή της Αγιάς και στην ανοιχτή θάλασσα μέχρι και τις Οξιές και τον Αστακό. Τό αλίευμα πωλείτο από τούς ίδιους τούς ψαράδες ή με τή βοήθεια των μικροεμπόρων Γιώργου Καραβασίλη, Σάββα και Πέτρου Μιχαλόπουλου, γνωστού ως Πέτρου της Βαλτινιάς.
Παλιότερα τα δίχτυα ήταν βαμβακερά και έπρεπε κάθε τόσο να βαφούν στο καζάνι, όπου έβραζαν φλούδες από πεύκο. Πρίν μερικά χρόνια
με την είσοδο του ναϊλον έγιναν κι αυτά από το υλικό αυτό.
Πού και που τή νυχτιά ή την αυγινή σιγαλιά διέκοπταν οι εκρήξεις του δυναμίτη, τον οποίο χρησιμοποιούσαν, παράνομα φυσικά, δυό-τρείς συμπολίτες ψαράδες, που τούς έχει σκεπάσει ήδη η πλάκα του τάφου....
Στήν εποχή μας την τράτα χρησιμοποιεί ο Νίκος Τσάτσος, ενώ οι άλλοι, Λάκης και Αντώνης Μαλλίδης, Τάκης Βώσος-Παυλάκιας, Σπύρος και Νίκος Κουγιούφας, Μιχάλης Χειμαριός και ο γιός του Γιάννης, Γιώργος Γρηγορίου, Ηλίας Πελέκης, Κώστας Ζωργιός και τώρα τελευταία ο Χρήστος Κονταξής, Πρόεδρος του οικείου Σωματείου, κατά κανόνα ψαρεύουν με τή μέθοδο της «Αποστασίας»-ρίχνουν από βραδίς τα δίχτυα και τα σηκώνουν την επομένη το πρωϊ με ό,τι τούς τύχει ως αλίευμα.
Τό επάγγελμα του θαλασσινού, ναυτικού ή ψαρά, ήταν σκληρό τα παλαιότερα χρόνια, με κρύο, χιόνι ή βροχή, καθώς έλειπαν τα σημερινά τεχνικά μέσα. Ανεμοδαρμένοι, ηλιοκαμένοι, βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, αγωνίζονταν για το καθημερινό, με τον ελλοχεύοντα πάντα στή θάλασσα κίνδυνο, που μετράει και στην περιοχή μας τα θύματά του.. Στή «ΦΩΝΗ» και πάλι της 12ης Απριλίου 1931, κατά δημοσίευμά της αναφέρεται «κατά την προχθεσινήν θαλασσοταραχήν ανετράπη το αλιευτικόν πλοιάριον του Χαραλ. Σμυρνιού η «Γεωργία» και επνίγη ο αδελφός του ιδιοκτήτου Γ. Σμυρνιού των ετέρων δύο διασωθέντων»
Οι Ναυτικοί μας διακρίνονται για την πίστη και το σεβασμό στή θρησκεία μας και ιδιαίτερα στον Προστάτη Άγιό τους, τον Άγιο Νικόλαο.
Από τούς Ναυτικούς μας όλους είχε ιδρυθή , με πρωτοβουλία του Διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου της πόλης μας, του αείμνηστου Γιάννη Κοτίνη, ο Σύλλογος των Ναυτικών ,που εόρταζε στή μνήμη και εορτή του Αγίου Νικολάου, στις 6 Δεκεμβρίου. Κάθε φορά η οικογένεια Ναυπάκτιου Ναυτικού ετοίμαζε το Δίσκο με το σιτάρι και ο Σύλλογος την αρτοκλασία του. Από βραδίς μιά παλιά βαρκα καιγόταν στή μνήμη του Αγίου Νικολάου, ενώ την επομένη οι Ναυτικοί μας με τις οικογένειές τους,φορώντας ό,τι καλύτερο είχαν, προσέρχονταν στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, όπου με τή συμμετοχή του Μητροπολίτη λάμβανε χώρα η ιεροτελεστία. Ήταν για τούς Ναυτικούς μας εορταστική, χρονιάρα η μέρα της εορτής. Κάθε Αγίου Νικολάου ξεκινούσαν τα καϊκια, που μετέφεραν δωρεάν τούς προσκυνητές στο Αντίρριο, που είχε την τοπική του εορτή στή μνήμη του προστάτη των Ναυτικών.
Αργότερα αποφασίστηκε η ανέγερση Ναού στή μνήμη του Αγίου, του Προστάτη τους, στην περιοχή της Ψανής, όπου και υπάρχει σήμερα θυμίζοντας τα «ναυτικά κλέη» των ανθρώπων του Λιμανιού μας..Εκκλησία του Αγίου Νικολάου υπήρχε και παλαιότερα στή Ναύπακτο, όπου σήμερα η Πλατεία Δημητρίου Παπαχαραλάμπους. Μαθητής πρόλαβα τα ερείπιά της....
Τελειώνοντας το Ιστορικό αυτό για το Λιμάνι μας και τούς ανθρώπους του, ευχαριστώ θερμά όλους όσοι με βοήθησαν να θυμηθώ και να προσθέσω στή μνήμη μου σχετικά στοιχεία, ιδιαίτερα τούς αγαπητούς φίλους μου Γ. Αθανασίου-Πατάκα, Λάκη Μαλλίδη και Μιχάλη Χειμαριό, και να αποτίσω τον οφειλόμενο φόρο σεβασμού και τιμής σ όλους τούς ανθρώπους του Λιμανιού μας. Είναι όλοι τους αξιοσέβαστοι, γιατί ό,τι δημιουργούν είναι από τον προσωπικό τους μόχθο. Άνθρωποι απλοί, άντρες αληθινοί. Είμαι ευτυχής που με θεωρούν φίλο τους, που μού μιλούν με φιλική διάθεση και οικειότητα και πιό ευτυχής, όταν πίνουμε συντροφιά τον καφέ μας. Αυτές οι ώρες είναι από τις ωραιότερες της ζωής μου. Τό εννοώ, το αισθάνομαι αυτό και δεν τούς «κανακίζω» με τα πηγαία αυτά λόγια μου.
Αναδημοσίευση απο την εφημερίδα «Εκλησιαστική Παρέμβαση.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου