(Columba livia)
Βασίλειο: Animalia
Συνομοταξία: Chordata
Υποσυνομοταξία: Vertebrata
Τάξη: Aves
Βασίλειο: Animalia
Συνομοταξία: Chordata
Υποσυνομοταξία: Vertebrata
Τάξη: Aves
Οικογένεια: Columbidae
Γένος: Columba
Είδος: Columba livia
Αποτελεί μέλος της οικογένειας των περιστεριδών, της τάξης των περιστερομόρφων και ίσως να είναι το πρώτο από τον άνθρωπο εξημερωμένο πτηνό, από το οποίο και προέρχονται όλα τα σημερινά είδη περιστεριών. Απεικονίσεις των αγρίων περιστεριών υπάρχουν σε ειδώλια, μωσαϊκά, και νομίσματα από το 4500 π.χ. στην Μεσοποταμία, ενώ διαπιστωμένη είναι η ύπαρξη του ως τροφή και κατά τους αιγυπτιακούς χρόνους.
Γεωγραφική εξάπλωση.
Τα αγριοπερίστερα είναι μη-μεταναστευτικά πουλιά, η μετανάστευση τους συνήθως προέρχεται από εξωγενείς παράγοντες όπως το δυνατό κρύο, οι παγωνιές και κυρίως τα χιόνια. Στις περιπτώσεις αυτές μετακινούνται σε ευνοϊκότερα μέρη και επιστρέφουν όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Τα αγριοπερίστερα τα συναντούμε σε όλες σχεδόν τις μεσογειακές χώρες, στις χώρες της βόρεια Αφρικής, τις δυτικής και νότιας Ασίας και την Ινδία.
Γενική Περιγραφή.
Το αγριοπερίστερο ως πρόγονος όλων των σημερινών περιστεριών μοιάζει παρά πολύ με αυτά. Έχει μήκος το οποίο κυμαίνεται από 28 έως 35 εκατ. με άνοιγμα φτερών από 20 – 25 εκατ. και βάρος που φτάνει τα 230 γραμ. Είναι ένα περισσότερο ευρύ παρά μακρύ πουλί με κοντή και στρογγυλεμένη ουρά. Υπάρχει μια αρκετά μεγάλη ποικιλία χρωματισμών με πλέων όμως συνηθισμένη αυτή του υποκύανου-γκρι. Το κεφάλι του έχει και αυτό χρώμα υποκύανου-γκρι, το ράμφος του είναι γκρίζου χρώματος και στην βάση του υπάρχει ένα λευκό σάρκωμα. Τα μάτια του είναι κόκκινου χρώματος, με ανοιχτού γκρι χρώματος οφθαλμικό δακτύλιο. Ο λαιμός και το στήθος του είναι και αυτά υποκύανου-γκρι χρώματος, με εναλλασσόμενες γυαλιστερές κιτρινωπές πράσινες και ερυθρές ιριδίζοντες αποχρώσεις κυρίως στα αρσενικά, σε αντίθεση με τα θηλυκά τα οποία παρουσιάζουν λιγότερο ιριδίζοντες αποχρώσεις. Οι φτερούγες τους στο επάνω μέρος τους έχουν περίπου το ίδιο χρώμα με το υπόλοιπο σώμα, παρουσιάζοντας στο μπροστινό μέρος τους διάστικτες ανοιχτού γκρι χρώματος αποχρώσεις και σκουραίνοντας προς τα πίσω. Το κάτω μέρος των φτερούγων είναι λευκό, με δύο κάθετες μαύρες ραβδώσεις οι οποίες και αποτελούν το βασικό χαρακτηριστικό των «καθαρόαιμων» αγριοπερίστερων. Η ουρά του στο επάνω και πίσω μέρος της, είναι σκούρου γκρι χρώματος, ενώ στην άκρη της έχει μια μαύρη σκούρα ράβδωση. Οι γλουτοί του έχουν συνήθως άσπρο χρώμα. Τα πόδια του δεν είναι ιδιαίτερα ψηλά και είναι κόκκινου χρώματος.
Βιότοπος.
Αν και έχει παρατηρηθεί μια ευρεία ποικιλία βιότοπων, ο βασικός βιότοπός τους είναι βραχώδεις και απόκρημνες πλευρές γκρεμών. Εκεί στις εσοχές και ρωγμές των βράχων δημιουργούν τις αποικίες τους. Επιλέγουν συνήθως τις παραθαλάσσιες ή παραποτάμιες βραχώδεις περιοχές ή αυτές που βρίσκονται κοντά σε γεωργικές ή θαμνώδεις εκτάσεις και σχεδόν αποφεύγουν τις πυκνές δασικές εκτάσεις.
Συμπεριφορά.
Τα αγριοπερίστερα όπως και παραπάνω είπαμε ζουν σε σμήνη και όλες σχεδόν οι μετακινήσεις τους γίνονται ομαδικά. Το πρωί ξεκινούν πρώτα για νερό και μετά για τροφή, ανάλογη πορεία κάνουν και νωρίς το απόγευμα. Είναι πολύ γρήγορα πουλιά με ταχύτητα που μπορεί να φτάσει και τα 100 χιλιόμετρα την ώρα. Το πέταγμα τους είναι γρήγορο, δυνατό και σε ευθεία, ενώ μπορούν να πετούν και σε μεγάλα ύψη. Παρά την εξαιρετική επιδεξιότητα τους στον αέρα, είναι πολύ αδέξια στο έδαφος ή όταν αναγκάζονται να αναζητήσουν την τροφή τους στα δέντρα. Στο έδαφος κινούνται με την χαρακτηριστική κίνηση του κεφαλιού τους προς τα μπρος και πίσω.
Είναι πολύ πιο εύκολο να τα δούμε συνήθως το χάραμα, όπου και μετακινούνται για νερό και τροφή, ενώ συνήθως ανάλογα και με τις κλιματολογικές συνθήκες, την υπόλοιπη ημέρα κρύβονται, ειδικά δε κατά τις πολύ θερμές ώρες και ημέρες. Αφού ταϊστούν επιστρέφουν στην κούρνια τους, όπου ανάλογα με την εποχή ταΐζουν τα μικρά τους ή λιάζονται χωρίς ιδιαίτερα παιχνίδια. Μπορούμε ακόμα να τα δούμε να συναθροίζονται σε μεγάλες ομάδες κατά μήκος εναέριων καλωδίων. Ζουν περίπου 12 χρόνια και τα δυο φυλά είναι αρκετά προστατευτικά αλλά και επιθετικά σε εισβολείς, τους οποίους προσπαθούν να ραμφίσουν στο κεφάλι.
Διατροφή.
Τα αγριοπερίστερα θα αναζητήσουν την τροφή τους νωρίς το πρωί και προς το απόγευμα. Τρέφονται συνήθως με σπόρους όπως σιτάρι, καλαμπόκι, βρώμη, κριθάρι κ.λ. τους οποίους αναζητούν στο έδαφος. Ακόμα καρπούς όπως λεύκας, κισσού, κερασιάς κ.α. τους οποίους αναζητούν στα δέντρα. Το διαιτολόγιο τους βεβαία δεν αποκλείει και μικρά έντομα.
Αναπαραγωγή.
Η αναπαραγωγή των αγριοπερίστερων γίνεται καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου, με μεγαλύτερη έξαρση την εποχή που οι κλιματολογικές συνθήκες είναι ευνοϊκότερες, όπως την άνοιξη και το καλοκαίρι. Είναι μονογαμικά πουλιά και τα ζευγάρια που θα σχηματιστούν θα είναι μόνιμα για όλη τους την ζωή. Τα αρσενικά αμέσως μετά από την εύρεση του θηλυκού, θα ξεκινήσουν να μεταφέρουν υλικά όπως κλαδίσκους και ξερόχορτα, με τα οποία το θηλυκό θα χτίσει την φωλιά. Η φωλιά δεν είναι ιδιαίτερης κομψότητας, φτιάχνεται στις εσοχές και ρωγμές των απόκρημνων βράχων και θα χρησιμοποιηθεί από το ζευγάρι για αρκετές γέννες. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της φωλιά, το θηλυκό θα γεννήσει 2 αυγά άσπρου χρώματος, τα οποία θα επωάσουν από κοινού και οι δυο γονείς, για διάστημα από 16 έως 19 ημέρες. Μετά την εκκόλαψη τους οι νεοσσοί οι οποίοι είναι εξαιρετικά αδύναμοι, τυφλοί και χωρίς πλήρες φτέρωμα, θα μείνουν με του γονείς τους μέχρι και την ηλικία των 4 εβδομάδων. Το διάστημα αυτό τρέφονται και από του δυο γονείς, όπως και πολλά άλλα είδη την οικογένειας, με το λεγόμενο "γάλα του περιστεριού", ένα υγρό σαν γάλα ιδιαίτερα θρεπτικό και πλούσιο σε λιπαρά, που εκκρίνεται από τον πρόλοβο των ενηλίκων και το οποίο παράγεται από την συνεχόμενη αναμάσηση της τροφής από τους γονείς.
Ο συνήθης αριθμός γεννών ετησίως είναι γύρω στις 3ης, όμως άνετα ένα δυνατό ζευγάρι μπορεί να αναθρέψει και περισσότερες από 5 γέννες.
Διάφορα.
Τα αγριοπερίστερα χρησιμοποιήθηκαν και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται τόσο ως τροφή, αλλά και λόγο της εξαιρετικής δυνατότητας προσανατολισμού τους και ως ταχυδρομικά περιστέρια από την εποχή του Καίσαρα ως και τον Ναπολέων.
Εικάζεται ότι για την εύρεση του προορισμού τους, τα αγριοπερίστερα χρησιμοποιούν τον ήλιο ή το γήινο μαγνητικό πεδίο.
Κατά τη διάρκεια των αιώνων, πολλές ποικιλίες χρώματος έχουν αναπτυχθεί σε αιχμαλωσία μέσω της εκλεκτικής αναπαραγωγής όπως πορτοκάλι, κόκκινο-πορτοκαλί ή χρυσό, μπλε-γκρι, μαύρο, κονιώδες λευκό κ.λ.
Σήμερα οι εξημερωμένοι απόγονοι τους, χρησιμοποιούνται ευρέως και για διάφορες εργαστηριακές έρευνες ως πειραματόζωα, ειδικά στην ενδοκρινολογία και τη γενετική, αλλά και σε μελέτες για τους μηχανισμούς πτήσης.
Δεδομένου ότι έχουν κατηγορηθεί ότι μπορούν να γίνουν φορείς ασθενειών όπως η ιστοπλασμάτωση κ.λ., έχουν υπάρξει διάφορες προσπάθειες να ελεγχθεί ο πληθυσμό τους, χωρίς όμως να επιτευχθεί ιδιαίτερη πρόοδος σε αυτήν την προσπάθεια.
Σε πολλές περιπτώσεις ο μεγάλος αριθμός αγριοπερίστερων, δημιουργεί αρνητικές συνέπειες κυρίως στις γειτονικές προς τις αποικίες τους γεωργικές εκτάσεις.
Αν και αποτελούν αυτόχθονα είδη των μεσογειακών χώρων, των χώρων της βόρειας Αφρικής, της δυτικής και νότιας Ασίας και της Ινδίας, έχουν με μεγάλη επιτυχία εισαχθεί και αναπαραχθεί από πολύ παλιά και σε πολλές άλλες περιοχές, όπως από το 1600 στην βόρεια Αμερική.
Η εύκολη και μεγάλη αναπαραγωγή τους, βοήθησε στην ανάκαμψη πληθυσμών φτερωτών αρπακτικών, τα οποία βρήκαν μια εξαιρετικά πλούσια πηγή τροφής.
Εχθροί.
Βασικοί εχθροί των αγριοπερίστερων, είναι τα περισσότερα από τα φτερωτά αρπακτικά όπως τα γεράκια, οι κουκουβάγιες, οι μπούφοι και οι αετοί. Η όχληση όμως από τις διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες, η κατασστροφή των βιοτόπων τους και βέβαια το κυνήγι έχουν οδηγήσει σε μαρασμό τους άλλοτε μεγάλους πληθυσμούς τους στην ελληνική ύπαιθρο.
Γένος: Columba
Είδος: Columba livia
Αποτελεί μέλος της οικογένειας των περιστεριδών, της τάξης των περιστερομόρφων και ίσως να είναι το πρώτο από τον άνθρωπο εξημερωμένο πτηνό, από το οποίο και προέρχονται όλα τα σημερινά είδη περιστεριών. Απεικονίσεις των αγρίων περιστεριών υπάρχουν σε ειδώλια, μωσαϊκά, και νομίσματα από το 4500 π.χ. στην Μεσοποταμία, ενώ διαπιστωμένη είναι η ύπαρξη του ως τροφή και κατά τους αιγυπτιακούς χρόνους.
Γεωγραφική εξάπλωση.
Τα αγριοπερίστερα είναι μη-μεταναστευτικά πουλιά, η μετανάστευση τους συνήθως προέρχεται από εξωγενείς παράγοντες όπως το δυνατό κρύο, οι παγωνιές και κυρίως τα χιόνια. Στις περιπτώσεις αυτές μετακινούνται σε ευνοϊκότερα μέρη και επιστρέφουν όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Τα αγριοπερίστερα τα συναντούμε σε όλες σχεδόν τις μεσογειακές χώρες, στις χώρες της βόρεια Αφρικής, τις δυτικής και νότιας Ασίας και την Ινδία.
Γενική Περιγραφή.
Το αγριοπερίστερο ως πρόγονος όλων των σημερινών περιστεριών μοιάζει παρά πολύ με αυτά. Έχει μήκος το οποίο κυμαίνεται από 28 έως 35 εκατ. με άνοιγμα φτερών από 20 – 25 εκατ. και βάρος που φτάνει τα 230 γραμ. Είναι ένα περισσότερο ευρύ παρά μακρύ πουλί με κοντή και στρογγυλεμένη ουρά. Υπάρχει μια αρκετά μεγάλη ποικιλία χρωματισμών με πλέων όμως συνηθισμένη αυτή του υποκύανου-γκρι. Το κεφάλι του έχει και αυτό χρώμα υποκύανου-γκρι, το ράμφος του είναι γκρίζου χρώματος και στην βάση του υπάρχει ένα λευκό σάρκωμα. Τα μάτια του είναι κόκκινου χρώματος, με ανοιχτού γκρι χρώματος οφθαλμικό δακτύλιο. Ο λαιμός και το στήθος του είναι και αυτά υποκύανου-γκρι χρώματος, με εναλλασσόμενες γυαλιστερές κιτρινωπές πράσινες και ερυθρές ιριδίζοντες αποχρώσεις κυρίως στα αρσενικά, σε αντίθεση με τα θηλυκά τα οποία παρουσιάζουν λιγότερο ιριδίζοντες αποχρώσεις. Οι φτερούγες τους στο επάνω μέρος τους έχουν περίπου το ίδιο χρώμα με το υπόλοιπο σώμα, παρουσιάζοντας στο μπροστινό μέρος τους διάστικτες ανοιχτού γκρι χρώματος αποχρώσεις και σκουραίνοντας προς τα πίσω. Το κάτω μέρος των φτερούγων είναι λευκό, με δύο κάθετες μαύρες ραβδώσεις οι οποίες και αποτελούν το βασικό χαρακτηριστικό των «καθαρόαιμων» αγριοπερίστερων. Η ουρά του στο επάνω και πίσω μέρος της, είναι σκούρου γκρι χρώματος, ενώ στην άκρη της έχει μια μαύρη σκούρα ράβδωση. Οι γλουτοί του έχουν συνήθως άσπρο χρώμα. Τα πόδια του δεν είναι ιδιαίτερα ψηλά και είναι κόκκινου χρώματος.
Βιότοπος.
Αν και έχει παρατηρηθεί μια ευρεία ποικιλία βιότοπων, ο βασικός βιότοπός τους είναι βραχώδεις και απόκρημνες πλευρές γκρεμών. Εκεί στις εσοχές και ρωγμές των βράχων δημιουργούν τις αποικίες τους. Επιλέγουν συνήθως τις παραθαλάσσιες ή παραποτάμιες βραχώδεις περιοχές ή αυτές που βρίσκονται κοντά σε γεωργικές ή θαμνώδεις εκτάσεις και σχεδόν αποφεύγουν τις πυκνές δασικές εκτάσεις.
Συμπεριφορά.
Τα αγριοπερίστερα όπως και παραπάνω είπαμε ζουν σε σμήνη και όλες σχεδόν οι μετακινήσεις τους γίνονται ομαδικά. Το πρωί ξεκινούν πρώτα για νερό και μετά για τροφή, ανάλογη πορεία κάνουν και νωρίς το απόγευμα. Είναι πολύ γρήγορα πουλιά με ταχύτητα που μπορεί να φτάσει και τα 100 χιλιόμετρα την ώρα. Το πέταγμα τους είναι γρήγορο, δυνατό και σε ευθεία, ενώ μπορούν να πετούν και σε μεγάλα ύψη. Παρά την εξαιρετική επιδεξιότητα τους στον αέρα, είναι πολύ αδέξια στο έδαφος ή όταν αναγκάζονται να αναζητήσουν την τροφή τους στα δέντρα. Στο έδαφος κινούνται με την χαρακτηριστική κίνηση του κεφαλιού τους προς τα μπρος και πίσω.
Είναι πολύ πιο εύκολο να τα δούμε συνήθως το χάραμα, όπου και μετακινούνται για νερό και τροφή, ενώ συνήθως ανάλογα και με τις κλιματολογικές συνθήκες, την υπόλοιπη ημέρα κρύβονται, ειδικά δε κατά τις πολύ θερμές ώρες και ημέρες. Αφού ταϊστούν επιστρέφουν στην κούρνια τους, όπου ανάλογα με την εποχή ταΐζουν τα μικρά τους ή λιάζονται χωρίς ιδιαίτερα παιχνίδια. Μπορούμε ακόμα να τα δούμε να συναθροίζονται σε μεγάλες ομάδες κατά μήκος εναέριων καλωδίων. Ζουν περίπου 12 χρόνια και τα δυο φυλά είναι αρκετά προστατευτικά αλλά και επιθετικά σε εισβολείς, τους οποίους προσπαθούν να ραμφίσουν στο κεφάλι.
Διατροφή.
Τα αγριοπερίστερα θα αναζητήσουν την τροφή τους νωρίς το πρωί και προς το απόγευμα. Τρέφονται συνήθως με σπόρους όπως σιτάρι, καλαμπόκι, βρώμη, κριθάρι κ.λ. τους οποίους αναζητούν στο έδαφος. Ακόμα καρπούς όπως λεύκας, κισσού, κερασιάς κ.α. τους οποίους αναζητούν στα δέντρα. Το διαιτολόγιο τους βεβαία δεν αποκλείει και μικρά έντομα.
Αναπαραγωγή.
Η αναπαραγωγή των αγριοπερίστερων γίνεται καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου, με μεγαλύτερη έξαρση την εποχή που οι κλιματολογικές συνθήκες είναι ευνοϊκότερες, όπως την άνοιξη και το καλοκαίρι. Είναι μονογαμικά πουλιά και τα ζευγάρια που θα σχηματιστούν θα είναι μόνιμα για όλη τους την ζωή. Τα αρσενικά αμέσως μετά από την εύρεση του θηλυκού, θα ξεκινήσουν να μεταφέρουν υλικά όπως κλαδίσκους και ξερόχορτα, με τα οποία το θηλυκό θα χτίσει την φωλιά. Η φωλιά δεν είναι ιδιαίτερης κομψότητας, φτιάχνεται στις εσοχές και ρωγμές των απόκρημνων βράχων και θα χρησιμοποιηθεί από το ζευγάρι για αρκετές γέννες. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της φωλιά, το θηλυκό θα γεννήσει 2 αυγά άσπρου χρώματος, τα οποία θα επωάσουν από κοινού και οι δυο γονείς, για διάστημα από 16 έως 19 ημέρες. Μετά την εκκόλαψη τους οι νεοσσοί οι οποίοι είναι εξαιρετικά αδύναμοι, τυφλοί και χωρίς πλήρες φτέρωμα, θα μείνουν με του γονείς τους μέχρι και την ηλικία των 4 εβδομάδων. Το διάστημα αυτό τρέφονται και από του δυο γονείς, όπως και πολλά άλλα είδη την οικογένειας, με το λεγόμενο "γάλα του περιστεριού", ένα υγρό σαν γάλα ιδιαίτερα θρεπτικό και πλούσιο σε λιπαρά, που εκκρίνεται από τον πρόλοβο των ενηλίκων και το οποίο παράγεται από την συνεχόμενη αναμάσηση της τροφής από τους γονείς.
Ο συνήθης αριθμός γεννών ετησίως είναι γύρω στις 3ης, όμως άνετα ένα δυνατό ζευγάρι μπορεί να αναθρέψει και περισσότερες από 5 γέννες.
Διάφορα.
Τα αγριοπερίστερα χρησιμοποιήθηκαν και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται τόσο ως τροφή, αλλά και λόγο της εξαιρετικής δυνατότητας προσανατολισμού τους και ως ταχυδρομικά περιστέρια από την εποχή του Καίσαρα ως και τον Ναπολέων.
Εικάζεται ότι για την εύρεση του προορισμού τους, τα αγριοπερίστερα χρησιμοποιούν τον ήλιο ή το γήινο μαγνητικό πεδίο.
Κατά τη διάρκεια των αιώνων, πολλές ποικιλίες χρώματος έχουν αναπτυχθεί σε αιχμαλωσία μέσω της εκλεκτικής αναπαραγωγής όπως πορτοκάλι, κόκκινο-πορτοκαλί ή χρυσό, μπλε-γκρι, μαύρο, κονιώδες λευκό κ.λ.
Σήμερα οι εξημερωμένοι απόγονοι τους, χρησιμοποιούνται ευρέως και για διάφορες εργαστηριακές έρευνες ως πειραματόζωα, ειδικά στην ενδοκρινολογία και τη γενετική, αλλά και σε μελέτες για τους μηχανισμούς πτήσης.
Δεδομένου ότι έχουν κατηγορηθεί ότι μπορούν να γίνουν φορείς ασθενειών όπως η ιστοπλασμάτωση κ.λ., έχουν υπάρξει διάφορες προσπάθειες να ελεγχθεί ο πληθυσμό τους, χωρίς όμως να επιτευχθεί ιδιαίτερη πρόοδος σε αυτήν την προσπάθεια.
Σε πολλές περιπτώσεις ο μεγάλος αριθμός αγριοπερίστερων, δημιουργεί αρνητικές συνέπειες κυρίως στις γειτονικές προς τις αποικίες τους γεωργικές εκτάσεις.
Αν και αποτελούν αυτόχθονα είδη των μεσογειακών χώρων, των χώρων της βόρειας Αφρικής, της δυτικής και νότιας Ασίας και της Ινδίας, έχουν με μεγάλη επιτυχία εισαχθεί και αναπαραχθεί από πολύ παλιά και σε πολλές άλλες περιοχές, όπως από το 1600 στην βόρεια Αμερική.
Η εύκολη και μεγάλη αναπαραγωγή τους, βοήθησε στην ανάκαμψη πληθυσμών φτερωτών αρπακτικών, τα οποία βρήκαν μια εξαιρετικά πλούσια πηγή τροφής.
Εχθροί.
Βασικοί εχθροί των αγριοπερίστερων, είναι τα περισσότερα από τα φτερωτά αρπακτικά όπως τα γεράκια, οι κουκουβάγιες, οι μπούφοι και οι αετοί. Η όχληση όμως από τις διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες, η κατασστροφή των βιοτόπων τους και βέβαια το κυνήγι έχουν οδηγήσει σε μαρασμό τους άλλοτε μεγάλους πληθυσμούς τους στην ελληνική ύπαιθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου