17/5/09

Η Αγριόχηνα

Ο Μεγάλος Βάλτος βρίσκεται στην ακτή του Έσσεξ, ανάμεσα στο χωριό Τσέλμπουρι και τον αρχαίο σαξoνικό οικισμό Γουίκελντροθ, ένα ψαροχώρι που ζει από την αλιεία οστράκων. Είναι έν από τα τελευταία ακατοίκητα μέρη στην Αγγλία, μια έρημη έκταση με χορτάρια και καλαμιές και μισοβυθισμένα στο νερό λιβάδια, που καταλήγει σε μεγάλες αλμυρές λίμνες και μικρές λιμνοθάλασσες γεμάτες βούρκο δίπλα στην ανήσυχη θάλασσα. Ορμίσκοι, εκβολές και καμπυλωτά παρακλάδια μικρών ποταμών που εκβάλλουν στον ωκεανό γεμίζουν τη νοτισμένη γη που λες ανασηκώνεται και πέφτει κι αναπνέει με τις παλίρροιες. Είναι έρημος τόπος, μοναχικός, που τονε κάνουνε μοναχικότερο οι κραυγές κι οι κρωγμοί των άγριων πουλιών που φτιάχνουν τις φωλιές τους δίπλα στους βάλτους και τις αλυκές: αγριόχηνες, γλάροι, πάπιες κι αγριομπεκάτσες, που πετάν όλη μέρα πάνω από τις λιμνούλες. 'Aνθρωπος εκεί δε ζει κανείς, ούτε και πλησιάζει συχνά, μ' εξαίρεση κάποιο τολμηρό κυνηγό και τους αλιείς οστράκων, που συνεχίζουν ένα επάγγελμα ήδη γνωστό όταν οι Νορμανδοί αποβιβάστηκαν στο Χαίηστινγκς.
Γκρίζα και μπλε κι ανοιχτοπράσινα είναι τα χρώματα, διότι όταν οι ουρανοί σκοτεινιάζουνε στους μεγάλους χειμώνες, τα νερά των ακτών και των βάλτων αντικατοπτρίζουν την ψυχρή μελαγχολία τους. Αλλά κάθε τόσο, κυρίως με την ανατολή και τη δύση, ο ουρανός και η γη λαμπαδιάζουν από κόκκινες και χρυσαφιές ανταύγειες. Δίπλα σ' ένα παρακλάδι του μικρού ποταμού Αΐλντερ υψώνεται το ανάχωμα ενός παλιού μώλου, λείο και στέρεο, χωρίς ούτ' ένα ράγισμα, προπύργιο της στεριάς εναντίον του μεγάλου εισβολέα: της θάλασσας. Προχωρεί βαθιά μέσα σ' ένα βάλτο, περίπου τρία μίλια από τη Βόρεια Θάλασσα κι εκεί στρέφει βόρεια. Σ' αυτή τη γωνία το τοίχωμα του είναι αυλακωμένο, σπασμένο και μισογκρεμισμένο κι από κει όρμησε η πεινασμένη θάλασσα και κατάκτησε τη γη, το μώλο κι όλα όσα βρίσκονταν τριγύρω. Με την άμπωτη εμφανίζονται στην επιφάνεια οι μαυρισμένες πέτρες και τα ερείπια ενός φάρου σαν σημαδούρες, σαν κορυφή ενός βουλιαγμένου φυλακίου. Κάποτε ο φάρος αυτός ήτανε δίπλα στη θάλασσα και σημάδευε την ακτή του Έσσεξ. Ο χρόνος αλλοίωσε τα όρια στεριάς και θάλασσας κι ο φάρος έπεσε σ' αχρηστία.
Πριν από λίγα χρόνια, όμως, χρησίμευσε σαν ανθρώπινη κατοικία. Εκεί μέσα έζησε ένας μοναχικός άνθρωπος. Το σώμα του ήτανε παραμορφωμένο, αλλά η καρδιά του ήταν γεμάτη αγάπη για τ' άγρια και τα κυνηγημένα πλάσματα. Η όψη του ήταν αποκρουστική, κι όμως ανέδιδε μιαν εσωτερική ομορφιά. Σ' αυτόν και στο παιδί που ήρθε να τον γνωρίσει και να δει πέρα από την άσχημη μορφή του την ομορφιά που κρυβόταν μέσα του, αναφέρεται η ιστορία μας. Δεν είναι ιστορία που έγινε εύκολα γνωστή. Τα κομμάτια της συλλέχθηκαν από τις διηγήσεις πολλών ανθρώπων, μερικοί από τους οποίους υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες παράξενων και άγριων σκηνών. Διότι η θάλασσα εκδικείται τη στεριά κι έχει απλώσει το κυματιστό στρωσίδι της πάνω απ' την περιοχή, και το μεγάλο λευκό πουλί με το μαύρο στις ακρίτσες των φτερών του, που τα είδε όλα από την αρχή μέχρι το τέλος, έχει γυρίσει στις σκοτεινές, παγωμένες σιωπές των βορείων χωρών απ' όπου είχε έρθει.
Στα τέλη της άνοιξης του 1930 ο Φίλιπ Ράγιαντερ έφτασε στον εγκαταλελειμμένο φάρο, στις εκβολές του ποταμού Αΐντλερ. Αγόρασε το φάρο και πολλά στρέμματα βαλτότοπους και λιμνούλες γύρω. Ζούσε και δούλευε μόνος του εκεί όλο το χρόνο. Ήτανε ζωγράφος, ζωγράφιζε πουλιά και τοπία, αλλά, για πολλούς λόγους, είχε αποσυρθεί από την κοινωνία των ανθρώπων. Αρκετοί από τους λόγους αυτούς γίνονταν αντιληπτοί όταν κατέβαινε δυο φορές το μήνα στο Τσέλμπουρι για προμήθειες, κι οι ντόπιοι λοξοκοιτάζανε το παραμορφωμένο σώμα και το μαυριδερό του πρόσωπο. Διότι ήτανε καμπούρης και το αριστερό του χέρι ήτανε σακατεμένο, αδύνατο και γαμψό από τον καρπό, σαν τα νύχια πουλιού. Γρήγορα συνήθισαν στο χωριό την παράξενη σιλουέτα του, το μικρό μελαμψό κεφάλι του που ξεφύτρωνε απότομα από κείνο το παράξενο εξόγκωμα της πλάτης, τη γενειάδα του, τα λαμπερά του μάτια, το γαμψό του χέρι. Και τον βάφτισαν: Ο Περίεργος Ζωγράφος Που Ζει Πέρα Στο Φάρο.
Η σωματική παραμόρφωση κάνει συχνά όποιον την έχει να μισεί τους άλλους ανθρώπους. Ο Ράγιαντερ όμως δεν ήξερε τι θα πει μίσος· αγαπούσε μ' όλη του την καρδιά και τους ανθρώπους και τα ζώα και ό,τι άλλο υπάρχει στη φύση. Η ψυχή του ήτανε γεμάτη συμπόνοια και κατανόηση. Είχε καταφέρει να ξεπεράσει την αναπηρία του, αλλά δε μπορούσε να ξεπεράσει τον προσβλητικό τρόπο που τον αντιμετώπιζαν οι άλλοι λόγω της εμφάνισης του. Αυτό που τον οδήγησε στην απομόνωση ήταν η πλήρης αποτυχία του να βρει ανταπόκριση στη ζεστασιά που ανάβλυζε από μέσα του. Οι γυναίκες τον θεωρούσαν απωθητικό. Οι άντρες ίσως δεν του φέρονταν τόσον άσχημα όταν τονε γνώριζαν καλύτερα. Αλλά και μόνον ότι κάποιος κατέβαλλε προσπάθεια για να τον ανεχθεί, πλήγωνε τον Ράγιαντερ και τον έκανε ν' αποφεύγει όλο τον κόσμο.
Ήταν εικοσιεφτά χρόνων όταν ήρθε στον Μεγάλο Βάλτο. Είχε ταξιδέψει πολύ κι είχε αγωνιστεί σκληρά πριν πάρει την απόφαση ν' αποσυρθεί από έναν κόσμο που δεν τον θεωρούσε ίδιο με τους άλλους άντρες. Διότι, παρόλη τη καλλιτεχνική ευαισθησία του και τη γυναικεία τρυφερότητα που έκρυβε στο παραμορφωμένο στήθος του, αισθανόταν άντρας σαν όλους. Στο καταφύγιο του είχε τα πουλιά του, τη ζωγραφική του και τη βάρκα του, ένα σκαρί δεκάξι πόδια μήκος που το κυβερνούσε με θαυμαστή δεξιοτεχνία. Μόνος, χωρίς μάτια να τον παρακολουθούν, χρησιμοποιούσε άνετα το αριστερό του χέρι και συχνά άρπαζε με τα δυνατά του δόντια το κυματιστό πανί όταν φυσούσε απότομα. Έφτανε μέχρι τις εκβολές των ποταμών, διέπλεε τους ορμίσκους και ξανοιγότανε στη θάλασσα, όπου τριγυρνούσε για πολλές ημέρες, κάθε φορά ψάχνοντας καινούρια είδη πουλιών, που τα φωτογράφιζε ή τα σχεδίαζε. Έτσι έγινε ειδικός να πιάνει με το δίχτυ πουλιά· τα εξημέρωνε, τους έκοβε τις άκρες από τις φτερούγες και τα έβαζε στην αυλή δίπλα στο εργαστήρι του, που αποτελούσε τον πυρήνα του καταφυγίου του.
Ποτέ του δεν χτύπησε πουλιά και οι κυνηγοί ήταν ανεπιθύμητοι στη περιοχή που όριζε. Ήτανε φίλος όλων των άγριων πλασμάτων, κι εκείνα του το ανταπέδιδαν με τη δική τους φιλία. Εξημερωμένες ζούσανε στην επικράτεια του οι χήνες που κατέβαιναν στην ακτή από την Ισλανδία κάθε Οκτώβριο κατά σμήνη και σκοτείνιαζαν τον ουρανό και γέμιζαν τον αέρα με τον βιαστικό θόρυβο του πετάγματος τους: αγριόχηνες -άλλες με καφέ σώμα, ροζ πόδια κι άσπρο στήθος, άλλες με σκούρο λαιμό κι όψη γελωτοποιού, άλλες με κατάμαυρο φτέρωμα στο στήθος- και αγριόπαπιες. Σε μερικές έκοβε τις άκρες των φτερών για να μη μπορούν να φύγουν, σημάδι κι απόδειξη για τις άλλες, που καταφθάνανε στην αρχή του χειμώνα, ότι εδώ θα έβρισκαν τροφή και κατάλυμα. Εκατοντάδες πουλιά έρχονταν κι έμεναν μαζί του όλο τον κρύο χειμώνα, από τον Οκτώβρη μέχρι την αρχή της άνοιξης, οπότε ξαναγύριζαν στον τόπο τους.
Ο Ράγιαντερ χαιρότανε και μόνο με την ιδέα πως όταν άρχιζαν οι καταιγίδες, ή όταν έκανε πολύ κρύο και η τροφή σπάνιζε, ή όταν τα δίκανα των κυνηγών γαβγίζαν μακριά, τα πουλιά του ήταν ασφαλή -πως είχε μαζέψει στο καταφύγιο του και προστάτευε με τα χέρια και την καρδιά του αυτά τα πανέμορφα πλάσματα που τον αναγνώριζαν και τον εμπιστευόντουσαν. Ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα του βορρά την άνοιξη, αλλά το φθινόπωρο θα ξαναγύριζαν κρώζοντας και ξεφωνίζοντας στον μουντό ουρανό, θα εντοπίζανε το ακριβές σημείο του παλιού φάρου και θα κατέβαιναν να ξαναγίνουν φιλοξενούμενοι του για όλο το χειμώνα -φίλοι του που τους θυμόταν και τους αναγνώριζε από πέρσι. Κι αυτό έκανε τον Ράγιαντερ ευτυχισμένο, διότι ήξερε ότι κάπου βαθιά μέσα στην ύπαρξη τους φώλιαζε η γνώση της δικής του ύπαρξης και του σίγουρου καταφυγίου που τους προσέφερε, ότι αυτή η γνώση της σιγουριάς είχε γίνει κομμάτι του εαυτού τους κι ότι μόλις ο ουρανός σκοτείνιαζε κι άρχιζε να φυσά στο βορρά, τ' αγριοπουλια θα εμφανίζονταν ξανά.
Κατά τ' άλλα, η καρδιά κι η ψυχή του διοχετεύονταν στους πίνακες του, στην καταγραφή της υπαίθρου και των πλασμάτων που την κατοικούσαν. Δεν έχουν σωθεί πολλά έργα του. Τα στοίβαζε στο φάρο και στις αποθήκες του κατά εκατοντάδες. Και, βέβαια, δεν ήταν ευχαριστημένος από τη δουλειά του, διότι, ως καλλιτέχνης, ήτανε πολύ απαιτητικός. Αλλά τα ελάχιστα έργα που σώθηκαν κι έφτασαν στην αγορά είναι αριστουργήματα, γεμάτα με τη λάμψη και τα χρώματα των βάλτων, γεμάτα με την αγωνία της αποδημίας, γεμάτα με την παρόρμηση των πουλιών ν' αναζητήσουν το καταφύγιο τους. Κατέγραφε τη μοναξιά και την αλμυρή αίσθηση του θαλασσινού ψύχους, την αιωνιότητα και τη διαχρονικότητα των βάλτων, τη ζωή και τα ένστικτα των αγρίων ζώων, την αβεβαιότητα της πτήσης και το φόβο του κενού, τις σκιές που χάνονται με το ξημέρωμα και τις σκιές που έρχονται με το φεγγαρόφωτο.
Εν απόγευμα του Νοέμβρη, τρία χρόνια μετά την εγκατάσταση του Ράγιαντερ στον Μεγάλο Βάλτο, ένα κοριτσάκι πλησίασε το εργαστήρι του στο φάρο, περπατώντας επάνω στο μώλο. Στην αγκαλιά της κουβαλούσε κάτι βαρύ. Δεν ήτανε παραπάνω από δώδεκα χρόνων, αδύνατη, βρώμικη, αμήχανη και συνεσταλμένη σα πουλί, αλλά, παρ' όλη την απλυσιά της, απόκοσμα όμορφη σαν νεράιδα. Χαρακτηριστικό δείγμα της σαξωνικής ράτσας, μεγαλόσωμη, κατάξανθη, με μάτια βιολετιά. Έτρεφε τρομαχτικό φόβο για τον παραμορφωμένο άνθρωπο που ερχότανε να δει, διότι οι κακές φήμες είχανε κυκλοφορήσει προ πολλού για τον Ράγιαντερ, αφού οι ντόπιοι κυνηγοί τον μισούσαν επειδή τους χαλούσε τη διασκέδαση. Αλλά εντονότερη από το φόβο της ήταν η ανάγκη που την ωθούσε. Διότι μέσα στην καρδιά του κοριτσιού έκαιγε η σπίθα ότι αυτό το τέρας που ζούσε στο φάρο μπορούσε, όπως διαδιδόταν σ' ολάκερη τη περιοχή, να θεραπεύει τα πληγωμένα πλάσματα.
Δεν είχε ξαναδεί τον Ράγιαντερ και κόντεψε να το βάλει στα πόδια πανικόβλητη όταν η μαυριδερή φιγούρα του διαγράφτηκε στην πόρτα του εργαστηρίου κείνο το αγριωπό κεφάλι με τη γενειάδα κι η απαίσια καμπούρα και το φριχτό χέρι. Στάθηκε άναυδη και τον κοίταζε, ακίνητη σαν έντρομο πουλί που την ίδια στιγμή θα πετάξει. Αλλά η φωνή του ήταν βαθιά κι ευγενική όταν της μίλησε.
-"Τί συμβαίνει, παιδί μου";
Το κοριτσάκι προχώρησε συνεσταλμένα. Αυτό που κουβαλούσε στην αγκαλιά του ήταν ένα τεράστιο λευκό πουλί, εντελώς ακίνητο. Σταγόνες αίμα στο κάτασπρο φτέρωμα του πουλιού και στο φόρεμα της κοπέλας. Πλησίασε και τ' άφησε μαλακά στα χέρια του.
-"Το βρήκα, κύριε. Είναι πληγωμένο. Ζει ακόμα";
-"Ναι. Ναι, νομίζω. Έλα, παιδί μου, έλα μέσα".
Ο Ράγιαντερ μπήκε στο εργαστήριο του κρατώντας το πουλί που, όταν το ακούμπησε στο τραπέζι, κινήθηκε ανεπαίσθητα. Η περιέργεια νίκησε το φόβο. Το κορίτσι ακολούθησε και βρέθηκε στο δωμάτιο που 'καιγε η φωτιά στο τζάκι, οι τοίχοι ήτανε γεμάτοι πολύχρωμες ζωγραφιές κι υπήρχε διάχυτη μια παράξενη αλλά ευχάριστη μυρωδιά. Το πουλί αναδεύτηκε. Με το καλό του χέρι ο Ράγιαντερ άνοιξε τη μία τεράστια κατάλευκη φτερούγα με το λίγο μαύρο στην ακρίτσα. Κοίταξε γεμάτος θαυμασμό και ρώτησε: -"Παιδί μου, πού το βρήκες";
-"Στο βάλτο, κύριε. Κει που πηγαίνουν οι κυνηγοί. Τί... τί είναι, κύριε";
-"Είναι αγριόχηνα του Καναδά. Όμως, μα τη πίστη μου, πώς έφτασε μέχρις εδώ";
Το κορίτσι δεν έδειξε να καταλαβαίνει και πολλά. Τα βιολετιά μάτια της, που λάμπανε στο αδύνατο, βρωμισμένο πρόσωπο της, ήτανε καρφωμένα γεμάτα μέριμνα στο πληγωμένο πουλί. Είπε: -"Μπορείτε να το γιατρέψετε, κύριε";
-"Ναι, ναι", της απάντησε ο Ράγιαντερ. "Θα προσπαθήσουμε. Έλα, πρέπει να με βοηθήσεις". Σ' ένα ράφι υπήρχανε διάφοροι επίδεσμοι, ψαλίδι και ξυλαράκια κι ο ζωγράφος είχε φοβερή δεξιοτεχνία στα χέρια, στο καλό και στο παραμορφωμένο. "Α, το πυροβολήσανε το κακόμοιρο. Το πόδι του είναι σπασμένο, το ίδιο κι η άκρη της φτερούγας, αλλά δεν είναι πολύ σοβαρά τραυματισμένο. Κοίτα, θα του κόψουμε με το ψαλίδι τις άκρες των φτερών για να μπορέσουμε να δέσουμε τη φτερούγα, αλλά την άνοιξη θα έχουν ξαναμεγαλώσει και θα μπορεί να πετάξει. Θα στερεώσουμε τη φτερούγα μ' επίδεσμο στο σώμα για να μη μπορεί να τη κουνήσει μέχρι να θρέψει και μετά θα φτιάξουμε νάρθηκα για το πόδι του".
Η μικρούλα είχε τώρα ξεχάσει τους φόβους και τον παρακολουθούσε μαγεμένη καθώς δούλευε. Ο θαυμασμός της μεγάλωνε, διότι την ώρα που ο ζωγράφος έφτιαχνε το νάρθηκα για το τσακισμένο πόδι του πουλιού, της είπε τη καταπληκτικότερη ιστορία που είχε ακούσει.
Το πουλί ήτανε μικρό, όχι παραπάνω από ενός χρόνου. Είχε γεννηθεί σε μια βορεινή χώρα, πέρα μακριά στην άλλη άκρη του ωκεανού. Πετώντας νότια για ν' αποφύγει τα χιόνια και τους πάγους και το σκληρό κρύο, έπεσε σε καταιγίδα που το άρπαξε και το στριφογύριζε και το κοπανούσε εδώ κι εκεί. Φοβερή ήταν η καταιγίδα, δυνατότερη απ' τις μεγάλες φτερούγες του πουλιού, παντοδύναμη. Για πολλές ημέρες και νύχτες κρατούσε το πουλί δέσμιο της κι αυτό αγωνιζότανε να ξεφύγει. Όταν τελικά τα κατάφερε και το αλάθητο ένστικτο του το οδήγησε και πάλι προς το νότο, βρέθηκε σε διαφορετικό μέρος, γεμάτο πουλιά παράξενα που δεν είχε ξαναδεί. Τέλος, αποκαμωμένο από τη φοβερή δοκιμασία, κατέβηκε να ξεκουραστεί σ' ένα πράσινο βαλτότοπο που του φάνηκε οικείος κι εκεί το πέτυχε η κατάρα του κυνηγετικού όπλου.
-"Η πιο εχθρική υποδοχή σε μια ξένη πριγκίπισσα», κατέληξε ο Ράγιαντερ και συμπλήρωσε: "Α, μάλιστα. Θα τη βαφτίσουμε Η Χαμένη Πριγκίπισσα και σε μερικές ημέρες θα αισθάνεται πολύ καλύτερα. Βλέπεις"; Έβαλε το χέρι στη τσέπη κι έβγαλε μια χούφτα σπόρους. Η αγριόχηνα άνοιξε τα στρογγυλά κίτρινα μάτια της κι άρχισε να τσιμπολογά από τη παλάμη του. Το παιδί γέλασε κατευχαριστημένο, αλλά ξαφνικά συνειδητοποίησε που βρισκότανε, πήρε βαθιάν ανάσα και χωρίς να πει κουβέντα, πετάχτηκε έξω από τη πόρτα.
-"Περίμενε, περίμενε!" της φώναξε ο Ράγιαντερ και πήγε μέχρι το κατώφλι όπου και σταμάτησε. Το κορίτσι έτρεχε ήδη πάνω στο μώλο, αλλά μόλις άκουσε τη φωνή του σταμάτησε και κοίταξε πίσω. "Πώς σε λένε, παιδί μου";
-"Φριθ".
-"Και πού μένεις";
-"Στο ψαροχώρι, στο Γουίκελντροθ".
-"Θα ξανάρθεις αύριο-μεθαύριο να δεις πώς είναι η Πριγκίπισσα";
Το κορίτσι έμεινε ακίνητο και στο νου του Ράγιαντερ ήρθε πάλι η ίδια εικόνα: τ' αγριοπούλια που ακινητοποιούνται κείνο το κλάσμα δευτερολέπτου του ύψιστου φόβου, προτού πετάξουν. Αλλά η αδύναμη φωνή έφτασε στ' αφτιά του:
-"Ναι". Μετά η κοπέλα έφυγε τρέχοντας και τα κατάξανθα μαλλιά της κυματίζανε στον άνεμο καθώς απομακρυνόταν.
Η αγριόχηνα ανάρρωσε γρήγορα και γύρω στα μέσα του χειμώνα τριγύριζε κουτσαίνοντας στο εργαστήριο και τους γύρω χώρους ανάμεσα στις αγριόπαπιες με τα ροζ ποδαράκια που είχαν γίνει φίλες της κι είχε μάθει να έρχεται όποτε ο Ράγιαντερ τη φώναζε για να την ταΐσει. Και το κοριτσάκι, η Φριθ, τους επισκεπτότανε συχνά. Είχε ξεπεράσει τους φόβους της για τον Ράγιαντερ. Είχε γοητευτεί από τη παρουσία αυτής της παράξενης λευκής πριγκίπισσας που ερχόταν από την άλλη μεριά του ωκεανού, από μια χώρα που ήτανε βαμμένη ροζ, όπως θυμόταν από το χάρτη που της έδειξε ο Ράγιαντερ, εξηγώντας της πώς το πουλί έχασε το δρόμο του με τη καταιγίδα και βρέθηκε από τον μακρινό Καναδά στον Μεγάλο Βάλτο του Έσσεξ.
Κι ένα πρωί του Ιουνίου, ένα σμήνος από αγριόπαπιες, παχουλές και καλοταϊσμένες όλο το χειμώνα στο φάρο, ανταποκριθήκανε στο ισχυρό κάλεσμα του ενστίκτου κι ανασηκωθήκανε βαρυεστημένα προς τον ουρανό. Μαζί τους, ξεχωρίζοντας με το κατάλευκο σώμα της και τις μαύρες ακρίτσες στις φτερούγες που λάμπανε στον ανοιξιάτικο ήλιο, ήταν η αγριόχηνα. Έτυχε να βρίσκεται κι η Φριθ στο φάρο. Η κραυγή της έκανε τον Ράγιαντερ να βγει τρέχοντας από το εργαστήριο του.
-"Κοίτα! Κοίτα! Η Πριγκίπισσα! Φεύγει";
Ο Ράγιαντερ κοίταξε στον ουρανό το σμήνος που απομακρυνόταν. -"Η Πριγκίπισσα γυρίζει στη πατρίδα της. 'Ακου! Μας αποχαιρετά"!
Από τον ανέφελο ουρανό ερχόντουσαν οι κλαψιάρικοι κρωγμοί που βγάζαν οι αγριόπαπιες και σε ψηλότερο τόνο, ακουγότανε πεντακάθαρα η φωνή της αγριόχηνας. Το σμήνος έκανε στροφή κατά το βορρά και σε λίγο εξαφανίστηκε.
Με την αναχώρηση της αγριόχηνας σταμάτησαν κι οι επισκέψεις της Φριθ στο φάρο. Ο Ράγιαντερ διδάχθηκεν άλλη μια φορά τη σημασία της λέξης «μοναξιά».Κείνο το καλοκαίρι ζωγράφισε από μνήμης ένα πίνακα: ένα αδύνατο, κακοντυμένο κοριτσάκι, με τα ξανθά μαλλιά του ν' ανεμίζουνε στο χειμωνιάτικο βοριά, να κρατά στην αγκαλιά του ένα πληγωμένο άσπρο πουλί.
Στα μέσα Οκτώβρη συνέβη το θαύμα. Ο Ράγιαντερ ήτανε στην αυλή και τάιζε τα πουλιά του. Ένας γκρίζος βορειοανατολικός άνεμος φυσούσε κι η γη σα να βαριανάσαινε με τη πλημμυρίδα. Πάνω από το βουητό της θάλασσας και το σφύριγμα του ανέμου άκουσε πεντακάθαρα μια ψηλότονη φωνή. Κοίταξε προς τα πάνω κι είδε στον ουρανό του απογεύματος πρώτα το σμήνος, μετά την ασπρόμαυρη οπτασία να γράφει κύκλους γύρω από το φάρο, να προσγειώνεται στο χώμα κοντά στο εργαστήρι του και να 'ρχεται αργοπατώντας για να φάει, λες και δεν είχε φύγει ποτέ. Δάκρυα χαράς ανάβλυσαν από τα μάτια του Ράγιαντερ. Πού είχε άραγε ταξιδέψει η αγριόχηνα; Σίγουρα δεν είχε φτάσει μέχρι τον Καναδά. Όχι, θα πρέπει να 'μεινε στη Γροιλανδία μαζί με τις αγριόπαπιες. Τον είχε θυμηθεί κι είχε γυρίσει.
Όταν ο Ράγιαντερ κατέβηκε στο Τσέλμπουρι για προμήθειες άφησε παραγγελία στο ταχυδρομείο που θα πρέπει να προκάλεσε μεγάλην έκπληξη στην υπάλληλο. Είπε: -"Ειδοποίησε τη Φριθ, που ζει στο Γουίλκεντροθ, ότι η Χαμένη Πριγκίπισσα γύρισε". Τρεις ημέρες αργότερα η Φριθ, ψηλότερη αλλά πάλι με τα μαλλιά της αχτένιστα και τα ρούχα βρώμικα, ήρθε δειλά-δειλά στο φάρο να επισκεφθεί τη Πριγκίπισσα.
Ο χρόνος κυλούσε. Στον Μεγάλο Βάλτο τα νερά ανέβαιναν και κατέβαιναν, οι εποχές εναλλάσσονταν αργά, τα πουλιά ερχόντουσαν κι έφευγαν κι ο Ράγιαντερ βίωνε την άφιξη και την αναχώρηση της αγριόχηνας. Ο κόσμος έξω έβραζε και μούγκριζε και σίγουρα κάποιο κακό θα ξεσπούσε. Αλλ' αυτό δεν επηρέαζε διόλου τον Ράγιαντερ ούτε προς το παρόν και τη Φριθ. Οι δυο τους ζούσαν μ' ένα περίεργο αλλά διόλου αφύσικο ρυθμό, ιδίως όσο το παιδί μεγάλωνε. Όταν η αγριόχηνα ήτανε στο φάρο, τότε ερχότανε και το κορίτσι για να επισκεφθεί τον Ράγιαντερ και να μάθει ένα σωρό πράγματα. Πηγαίνανε βόλτες με τη βάρκα του, που 'ξερε τόσο καλά να κουμαντάρει. Πιάναν αγριοπούλια για το κοινόβιο που όλο και μεγάλωνε και φτιάχναν μάντρες γύρω από το φάρο. Απ' αυτόν διδάχτηκε η Φριθ τ' όνομα κάθε άγριου πουλιού που ζούσε ή πετούσε πάνω από τους βάλτους. Μερικές φορές του μαγείρευε και τέλος έμαθε να του αναμιγνύει και τις μπογιές. Αλλά όταν η αγριόχηνα γύριζε στο καλοκαιρινό της κατάλυμα, λες κι υψωνότανε τείχος μεταξύ τους, διότι η μικρή δεν ερχότανε ποτέ στο φάρο. Μια χρονιά το πουλί δε ξαναγύρισε κι ο Ράγιαντερ ήταν απαρηγόρητος. Ένιωθε ότι τα πάντα είχαν γι' αυτόν τελειώσει. Ζωγράφιζε σα λυσσασμένος όλο κείνο το χειμώνα και το επόμενο καλοκαίρι. Δεν είδε το κορίτσι ούτε μια φορά. Όμως το φθινόπωρο η γνωστή φωνή ακούστηκε από τον ουρανό και το μεγάλο κάτασπρο πουλί, στη πλήρη ανάπτυξη του τώρα, κατέβηκε από τα ύψη τόσον απότομα όσον είχε φύγει. Γεμάτος χαρά ο Ράγιαντερ πήγε αμέσως με τη βάρκα του στο Τσέλμπουρι κι άφησε μήνυμα στο ταχυδρομείο. Πέρασε παραπάνω από ένας μήνας για να εμφανιστεί η Φριθ στο φάρο κι ο Ράγιαντερ είδε πως δεν ήτανε κοριτσάκι πιά. Μετά τη χρονιά που δεν εμφανίστηκε το πουλί, οι περίοδοι απουσίας του γινόντουσαν όλο και μικρότερες. Είχε ημερέψει τόσο πολύ που πήγαινε πάντα δίπλα στον Ράγιαντερ, ως και μέσα στο εργαστήρι του την ώρα που δούλευε.
Την άνοιξη του 1940 τα πουλιά αποδημήσαν νωρίς απ' το Μεγάλο Βάλτο. Ο κόσμος φλεγόταν. Τα ουρλιαχτά, οι βρυχηθμοί των βομβαρδιστικών κι οι τρομερές εκρήξεις τα φοβήσανε. Τη πρώτη Μάη, η Φριθ κι ο Ράγιαντερ σταθήκανε πλάτη με πλάτη στο μώλο κι αποχαιρέτησαν τις τελευταίες αγριόπαπιες που φεύγαν απ' το χειμερινό τους καταφύγιο -η κοπέλα, ψηλή, λεπτή, ευλύγιστη σαν άνεμος κι εκπληκτικά όμορφη· αυτός μαυριδερός, με το τριχωτό κεφάλι του υψωμένο προς τον ουρανό, με τα λαμπερά μάτια του στραμμένα προς το σμήνος που απομακρυνόταν.
-"Κοίτα, Φίλιπ", είπε η Φριθ. Ο Ράγιαντερ ακολούθησε το βλέμμα της. Η αγριόχηνα είχεν υψωθεί από το έδαφος με τις τεράστιες φτερούγες της ορθάνοιχτες, αλλά πετούσε χαμηλά και σε μια στιγμή βρέθηκε τόσο κοντά τους που οι μαύρες ακρίτσες των φτερών της σα να τους χάιδεψαν. Ένα-δυο κύκλοι γύρω από το φάρο και μετά προσγείωση πάλι στην αυλή, κει που τσιμπολογούσαν οι αγριόπαπιες με κομμένες τις άκρες των φτερών τους. 'Αρχισε κι η Πριγκίπισσα να ραμφίζει σπόρους στο έδαφος σα να μη συνέβαινε τίποτα. "Δε θα φύγει!" είπε η Φριθ μ' ενθουσιασμό. Το πουλί που πριν λίγο είχε πετάξει δίπλα της και σχεδόν την άγγιξε, τη μάγευε. "Η Πριγκίπισσα θα μείνει εδώ"!
-"Ναι", είπεν ο Ράγιαντερ με φωνή λιγωμένη από τη χαρά. "Θα μείνει. Και δε θα ξαναφύγει ποτέ. Η Χαμένη Πριγκίπισσα δεν είναι πια χαμένη. Εδώ είναι το σπίτι της, η πατρίδα της και μόνη της αποφάσισε να μείνει".
Η μαγεία που ασκούσε το αγριοπούλι στη Φριθ σα να διαλύθηκε απότομα κι η κοπέλα συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι φοβότανε κι αυτό που τη φόβιζε ήτανε το βλέμμα του Ράγιαντερ, γεμάτο προσμονή, μοναξιά και τόσα άλλα ανείπωτα. Τα τελευταία του λόγια ηχούσανε στ' αφτιά της σα να τα επαναλάμβανε συνέχεια: «Εδώ είναι το σπίτι της, η πατρίδα της και μόνη της αποφάσισε να μείνει». Το ένστικτό της αποκρυπτογράφησε όσα ο ζωγράφος ήθελε να πει αλλά δε τολμούσε, διότι ήξερε πως ήταν άσχημος και παραμορφωμένος. Κι ενώ τα λόγια του θα 'πρεπε κανονικά να την έχουν ηρεμήσει, ο φόβος της όλο και μεγάλωνε καθώς αυτός έμενε τώρα σιωπηλός και τ' ανείπωτα μεταξύ τους έμεναν μετέωρα. Η γυναίκα μέσα της τη πρότρεπε να φύγει, να τρέξει μακριά από κάτι που δεν ήταν ακόμα ικανή να καταλάβει. Η Φριθ ψέλλισε: -"Εγώ... εγώ πρέπει να φύγω. Αντίο. Χαίρομαι που... που... που θα μείνει η Πριγκίπισσα. Δεν θα 'σαι τόσο μόνος σου τώρα". Έστρεψε κι άρχισε ν' απομακρύνεται, κι η φωνή του Ράγιαντερ: -"Αντίο, Φριθ", ακούστηκε λυπημένη, ενώ οι καλαμιές του βάλτου συνεχίζανε τα
μονότονα θροΐσματά τους. Έφτασεν αρκετά μακριά πριν τολμήσει να γυρίσει να τον κοιτάξει. Αυτός στεκόταν ακόμα στο μώλο, σκούρο σημάδι με φόντο τον ουρανό. Ο φόβος της καταλάγιασε τώρα. Αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο, από μια περίεργη αίσθηση απώλειας, που την ακινητοποίησε για μια στιγμή, τόσο έντονη αίσθηση ήταν. Έπειτα, επιβραδύνοντας το βήμα της, συνέχισε ν' απομακρύνεται αργά από το φάρο κι από τον ιδιοκτήτη του που στεκότανε παραδίπλα.
Περάσανε λιγότερες από τρεις εβδομάδες προτου ξανάρθει η Φριθ στο φάρο. Ο Μάης τελείωνε, το ίδιο κι η μέρα, μ' ένα χρυσαφί λυκόφως να δίνει τη θέση του στο ασημί του φεγγαριού που είχεν αρχίσει ν' αχνοφαίνεται στον ουρανό. Έλεγε στον εαυτό της, όση ώρα τα βήματα της την οδηγούσαν στον Μεγάλο Βάλτο, πως έπρεπε να βεβαιωθεί ότι η αγριόχηνα έμεινε, όπως είχε πει ο Ράγιαντερ. Μπορεί όμως στο μεταξύ να 'χε φύγει. Αλλά περπατούσε πάνω στο μώλο γεμάτη αποφασιστικότητα, μερικές φορές μάλιστα συνέλαβε τον εαυτό της και να βιάζεται.
Η Φριθ είδε το κίτρινο φως από το φαναράκι που πάντα κουβαλούσε ο Ράγιαντερ και πήγε και τονε βρήκε κοντά στη βάρκα του. Το μικρό πλεουμενο σκαμπανέβαζε αργά κι εκείνος φόρτωνε βιαστικός πράματα -νερό, τροφή, μπουκάλια μπράντι κι ένα ιστίο για ρεζέρβα. 'Ακουσε τα βήματά της, έστρεψε κι αυτή είδε πως ήτανε χλωμός, αλλά τα σκοτεινά μάτια του, τόσον ευγενικά και γαλήνια συνήθως, ήτανε ξαναμμένα, κι ανάσαινε βαθιά από την προσπάθεια να φορτώσει. Ξαφνική ανησυχία κυρίεψε τη Φριθ. Η αγριόχηνα ξεχάστηκε. -"Φίλιπ! Φεύγεις";
Ο Ράγιαντερ σταμάτησε για να την καλωσορίσει κι εκείνη διέκρινε στο πρόσωπό του μια λάμψη κι ένα βλέμμα που δεν είχε ξαναδεί.
-"Φριθ! Χαίρομαι που 'ρθες. Ναι, ένα ταξιδάκι. Θα γυρίσω". Η πάντα ευγενική φωνή του ήτανε τώρα βραχνή απ' αυτό που τονε βασάνιζε μέσα του. Τον ρώτησε: -"Πού πρέπει να πας";
Οι λέξεις βγήκαν μπερδεμένες από το στόμα του. Έπρεπε να πάει στη Δουνκέρκη. Εκατό μίλια απόσταση, στη Βόρεια Θάλασσα. Ο βρετανικός στρατός είχεν αποκλειστεί πέρα κεί στην άμμο κι οι Γερμανοί πλησίαζαν όλο και περισσότερο. Το λιμάνι είχε παραδοθεί στις φλόγες κι η κατάσταση για τους Βρετανούς ήταν άσχημη. Αυτά τα 'χε μάθει στο χωριό όταν είχε κατέβει για προμήθειες. Μετά από έκκληση της κυβέρνησης ξεκινούσαν από πολλά σημεία της βόρειας Αγγλίας κάθε είδους σκάφη -βάρκες, μαούνες, βενζινάκατοι- που μπορούσαν να διαπλεύσουν τη θάλασσα και να φτάσουνε στα ρηχά, που ήταν αδύνατο να πλησιάσουνε τα μεταγωγικά, για να σώσουν όσους γινότανε περισσότερους στρατιώτες από τη λαίλαπα των Γερμανών.
Η Φριθ τ' άκουσε αυτό κι ένιωσε τη καρδιά της να λιγώνεται. Της έλεγε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι θα διέσχιζε τη θάλασσα μ' αυτό το καρυδότσουφλο. Θα 'παιρνε έξι άντρες κάθε φορά, στην καλύτερη περίπτωση εφτά. Θα 'κανε πολλές διαδρομές απ' την ακτή ως τα μεταγωγικά. Η κοπέλα ήτανε πολύ νέα, απαίδευτη, πρωτόγονη. Δε καταλάβαινε τι σημαίνει πόλεμος, τι συνέβαινε στη Γαλλία, γιατί παγιδεύτηκε ο στρατός, αλλά κάτι της έλεγε μέσα της ότι κει ελλοχεύουνε κίνδυνοι.
-"Φίλιπ! Πρέπει να πας; Δε θα γυρίσεις! Γιατί πρέπει να πας";
Ο πυρετός ξεθύμανε με τα πρώτα λόγια του Ράγιαντερ και της το εξήγησε με όρους που θα μπορούσε να καταλάβει:
-"Οι στρατιώτες είναι αποκλεισμένοι στην ακτή σα τα κυνηγημένα πουλιά, Φριθ, σα τα πληγωμένα και κυνηγημένα πουλιά που βρίσκουμε στους βάλτους και τα φέρνουμε στο φάρο. Από πάνω τους πετάν ατσάλινοι κίνδυνοι, αετοί και γεράκια, χωρίς να μπορούν οι κακόμοιροι οι στρατιώτες να προφυλαχτούν. Είναι χαμένοι, χτυπημένοι από τη καταιγίδα σα τη Χαμένη Πριγκίπισσα που βρήκες πριν από χρόνια στους βάλτους και μου την έφερες κι εμείς καταφέραμε να τη γιατρέψουμε. Χρειάζονται βοήθεια, καλό μου κορίτσι, κει κάτω, όπως χρειάζονται τη βοήθεια μας τ' αγριοπούλια και γι' αυτό οφείλω να πάω. Αυτό μπορώ να το κάνω. Ναι, μπορώ. Και για μια φορά στη ζωή μου θα δείξω πως είμαι αληθινός άντρας και θα παίξω το ρόλο μου".
Η Φριθ παρατηρούσε τον Ράγιαντερ. Είχε τόσο πολύ αλλάξει. Για πρώτη φορά ένιωσε ότι δεν ήτανε τόσον άσχημος, ούτε παραμορφωμένος, ούτε αποκρουστικός. Ήταν ωραίος. Στη καρδιά της σάλος, χιλιάδες πράγματα να ειπωθούνε, που όμως δεν ήξερε να τα εκφράσει.
-"Θα 'ρθω μαζί σου, Φίλιπ". Ο Ράγιαντερ κούνησε το κεφάλι του. -"Η θέση που πιάνεις εσύ στη βάρκα σημαίνει ότι θα μένει ένας στρατιώτης πίσω κάθε φορά κι άλλος κι άλλος. Πρέπει να πάω μόνος". Φόρεσεν αδιάβροχο, μπότες και μπήκε στη βάρκα.Κούνησε το χέρι και της φώναξε: "Γειά σου, Φριθ. Να προσέχεις τα πουλιά μέχρι να γυρίσω". Το χέρι της Φριθ σηκώθηκε δειλά ν' ανταποδώσει το χαιρετισμό. -"Ο Θεός μαζί σου", είπε και πρόσθεσε: "Θα τα προσέχω γω τα πουλιά, Φίλιπ. Ο Θεός μαζί σου".
Είχε πέσει νύχτα -το λειψό φεγγάρι, η μαρμαρυγή των άστρων. Η Φριθ στάθηκε στο μώλο και παρακολούθησε το πανί ν' ανταποκρίνεται στη φουσκωμένη λιμνοθάλασσα. Ξαφνικά, από το σκοτάδι πίσω της, ακούστηκε φτερούγισμα και κάτι πέρασε σχεδόν δίπλα της. Στο νυχτερινό ουρανό ξεχώρισε δυο τεράστιες άσπρες φτερούγες με λίγο μαύρο στις ακρίτσες και μετά το πάλλευκο σώμα της αγριόχηνας. Υψώθηκε κι έγραψε λίγους κύκλους πάνω από το φάρο και μετά κατευθύνθηκε προς τον όρμο που η αύρα γέμιζε το πανί του Ράγιαντερ. Πετούσε πάνω από τη βάρκα διαγράφοντας μεγάλους κύκλους. Λευκό το πανί και λευκό τ' αγριοπούλι, για πολλήν ώρα διακρίνονταν καθαρά μες στη νύχτα. "Να τον προσέχεις, να τον προσέχεις", ψιθύρισε η Φριθ. Όταν οι δυο λευκές φιγούρες εξαφανιστήκανε, γύρισε και κατευθύνθηκε αργά, με το κεφάλι σκυμμένο, προς τον άδειο φάρο.
Εδώ η ιστορία γίνεται αποσπασματική. Μιλάν άντρες που βρέθηκαν, μ' άδεια από το στρατό, στο μπαρ «Η Κορώνα & Το Βέλος».
-"Χήνα, ναι, χήνα, σου λέω, μα το Θεό", έλεγε ο στρατιώτης Πόττον, τυφεκιοφόρος.
-"'Αντε, ρε", τον πείραξε ένας στραβοκάνης του πυροβολικού.
-"Χήνα ήτανε. Δε κάνω πλάκα. Φάνηκε στον ουρανό μες στους καπνούς και στη μπόχα. 'Ασπρη, με λίγο μαυράκι στα φτερά και γυρόφερνε στον ουρανό σα βομβαρδιστικό. Ώπα, λέω, τη βάψαμε. Να ο Χάρος που 'ρθε να πάρει τις ψυχές μας.
Αν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε τον Τζοκ, νάτος, εδώ είναι, ρωτήστε τον. Κι ο Τζοκ μου λέει: -"'Αντε χάσου. Το πουλερικό είναι φιλαράκι του Τσώρτσιλ κι ήρθε να μας ρωτήσει πώς περνάμε στην παραλία κι αν μαυρίσαμε από τα μπάνια. Είναι καλό σημάδι ρε, αυτό το πουλερικό. Θα τη σκαπουλάρουμε, θα δεις".
Ήμαστε στην ακτή της Δουνκέρκης και περιμέναμε σα τα χαζοπερίστερα που μαζεύονται στα δημόσια κτίρια. Περιμέναμε σαν τους ηλίθιους. Και λίγο παρακάτω ήταν αραγμένο το μεταγωγικό, αλλά δε μπορούσε να 'ρθει μέχρι εκεί, γιατί θα τσακιζότανε στις ξέρες. Και περιμέναμε σαν τους ηλίθιους στην ακτή και περνουσανε τ' αεροπλάνα και ρίχνανε τις βόμβες τους που κάνανε τη θάλασσα σιντριβάνι κι εμάς μούσκεμα. Και φτάνανε και τα δικά μας αεροπλάνα που τους ρίχνανε στο ψαχνό κι ανατινάζονταν και γέμιζε ο τόπος μαυροκίτρινη μπόχα και να 'χεις και το πουλί από πάνω να μας κοιτά στην ακτή λες κι ήμαστε ηλίθιοι.
Και τότε παρουσιάζεται ένα βαρκάκι, που ερχόταν ανέμελο σαν να 'κανε διακοπές.
-"Δε φοβήθηκε;" ρώτησε ένας θαμώνας του μπαρ.
-"Και που να ξέρω; Περνούσε ανάμεσα από τις βόμβες και τις σφαίρες και το νερό γύρω του άφριζε, αλλά τίποτα -σα να μην έτρεχε τίποτα. Μπορεί επειδή δεν είχε πετρέλαιο να μη νοιαζότανε για την έκρηξη. Και να βολτάρει ανάμεσα στις ξέρες και να καίγονται δίπλα του τα πεσμένα αεροπλάνα και βλέπουμε ένα μαυριδερό ανθρωπάκι με γένεια και το 'να του χέρι μαντάρα και μια καμπούρα σφηνωμένη στη πλάτη. Και τράβαγε τα σκοινιά με τα δόντια και τα δόντια κάτασπρα στην άγρια φάτσα του και το πουλί να τριγυρνά συνέχεια από πάνω του. Λέω στον Τζοκ: -"Δε θα τη γλυτώσουμε. Ο ίδιος ο Διάβολος έρχεται να μας πάρει. Αυτοπροσώπως. Αν δεν ήταν ο Διάβολος, θα 'χε φουντάρει τώρα".
-"'Αντε χάσου, ρε", μου λέει ο Τζοκ, "αν αυτός είν' ο Διάβολος, τότε ποιός είναι ο Θεός"; Και τότε θυμήθηκα τις εικονίτσες που μας δίνανε στο Κατηχητικό κι ο Θεός ήτανε μαύρος και με γένεια και τα μάτια του σκοτεινά.
-"Εφτά μπαίνετε", είπεν όταν πλησίασε. Ο επικεφαλής μας ουρλιάζει: -"Καλέ μου άνθρωπε! Να μπουν εφτά". Κι αρχίσαμε να μπαίνουμε. Και σε μια φάση
κάποιος με σπρώχνει και μου λέει: -"Έμπαινε!" Και μπήκα. Ο καμπούρης ήτανε πολύ δυνατός και το πανί του είχε γίνει κόσκινο από τις σφαίρες και φώναζε: -"Σκυμμένοι να 'σαστε, παιδιά μου, μη σας φάει καμιά σφαίρα" και φύγαμε και προχωρούσαμε κι αυτός με το σκοινί στα δόντια και το πανί στο σακατεμένο του χέρι και πηγαίναμε ανάμεσα στις ξέρες. Και το πουλί πάνω απ' τα κεφάλια μας να γράφει κύκλους τσιρίζοντας.
-"Σου το 'πα, είναι καλό σημάδι", μου φωνάζει ο Τζοκ. "Κοίτα, είναι ο καλός άγγελος μας". Και βλέπω τον μαυριδερό να γυρνά και να κοιτά το πουλί και να του χαμογελά λες και το 'ξέρε μιαν ολάκερη ζωή. Και μας πάει μέχρι το μεταγωγικό και ξαναγυρνά να πάρει άλλους. Πηγαινοερχόταν όλο τ' απόγεμα κι όλη τη νύχτα, γιατί από τις πυρκαγιές έφεγγε σα μέρα. Δε ξέρω πόσες διαδρομές έκαναν, αυτός με τη βάρκα του κι ένα κότερο και μία βενζινάκατος, όμως μας πήραν όλους και μας πήγανε στο καράβι χωρίς να χαθεί ούτε ένας στρατιώτης.
Το μεταγωγικό έφυγε όταν ανέβηκε κι ο τελευταίος και βρεθήκαμε εφτακόσιες ψυχές σ' ένα καράβι που δεν χώραγε παραπάνω από διακόσιους. Κι όταν φύγαμε, ο καμπούρης μας χαιρέτησε κουνώντας το χέρι και το πουλί έσκουξε. Τί θέαμα! Τεράστιο το πουλί, έκοβε βόλτες πάνω από τη βάρκα κι οι πυρκαγιές το φωτίζανε μες στους καπνούς και νόμιζες πως είναι 'Αγγελος Κυρίου. Μας επιτεθήκανε κάτι αεροπλάνα αλλά τους ρίξαμε κι εμείς. Δε κλείσαμε μάτι όλη νύχτα και το πρωί βρεθήκαμε στη πατρίδα. Ποτέ δεν έμαθα τι απόγινε αυτός, ούτε και πώς τον έλεγαν -εννοώ τον καμπούρη που μας έσωσε. Καλά να 'ναι ο άνθρωπος.
-"Κι ούτε έμαθες τι απόγινε το πουλερικό", τονε πείραξε αυτός του πυροβολικού.
Στη Λέσχη Αξιωματικών, ένας απόστρατος εξηνταπέντε χρόνων, ο πλοίαρχος Κηθ Μπριλ-Ούντενερ, διηγήθηκε τις εμπειρίες του από την εκκένωση της Δουνκέρκης. Τον είχανε σηκώσει από το κρεβάτι γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα να πάει να παραλάβει τους στρατιώτες. Τέσσερις φορές έκανε τη διαδρομή, τη τελευταία φορά μάλιστα με μια μεγάλη τρύπα στο πλάι του καραβιού. Αλλά κατάφέρε να φτάσει στο Ντόβερ. Κι ένας έφεδρος αξιωματικός, που είχε κυβερνήσει δυο μηχανότρατες κι ένα αλιευτικό τις τελευταίες ημέρες της εκκένωσης, είπε: -"Έχεις ακούσει το μύθο για την αγριόχηνα; Που πετούσε πάνω από την ακτή; Ξέρεις πώς διαδίδονται αυτές οι ιστορίες. Μερικοί από τους στρατιώτες που παρέλαβα μιλούσανε γι' αυτή. Λένε πως εμφανίστηκε μερικές φορές πάνω από τη Δουνκέρκη. Αν την έβλεπες, είχες σωθεί. Ένα τέτοιο παραμύθι".
-"Μμμ", έκανε ο Μπριλ-Ούντενερ. "Αγριόχηνα. Είδα κι εγώ μια χήνα, αλλά ήταν ήμερη. Συγκλονιστική εμπειρία. Και τραγική κατά κάποιο τρόπο. 'Ακου να δεις. Στη τρίτη διαδρομή, γύρω στις έξι το πρωί, είδαμε μια βάρκα ακυβέρνητη. Ένα κορμί ξεχώριζε σωριασμένο μέσα. Kι ένα πουλί έσκουζε στη πλώρη. Όταν πλησιάσαμε, αλλάξαμε πορεία για να δούμε τι γίνεται. Ναι, μα το Θεό, ήταν ένας άνθρωπος πεσμένος μέσα, τρυπημένος από τις σφαίρες, πεσμένος μπρούμυτα. Και το πουλί ήτανε χήνα, αλλά ήμερη. Κάναμε να πλησιάσουμε παραπάνω κι όταν ένας ναύτης έσκυψε από τη κουπαστή να δει καλύτερα, το πουλί ούρλιαξε και του ρίχτηκε χτυπώντας τις τεράστιες φτερούγες του. Δε μπορούσαμε να πάμε πιο κοντά. Ξαφνικά, ο νεαρός Κέττερινγκ που ήτανε μαζί μου πλήρωμα άρχισε να φωνάζει δείχνοντας κάτι μέσα στη θάλασσα. Μια νάρκη. Αν είχαμε κρατήσει τη κανονική μας πορεία, θα 'χαμε γίνει κομμάτια. Ουφ! Φύγαμε με μεγάλη προσοχή κι όταν φτάσαμε περίπου εκατό γυάρδες μακριά, οι ναύτες πυροβόλησαν κι ανατινάξανε τη νάρκη. Όταν γυρίσαμε να δούμε τη βάρκα, δεν υπήρχε πια. Είχε βουλιάξει. Κι ο πεθαμένος μαζί. Θα πρέπει να 'τανε δεμένος πάνω της. Το πουλί έκανε κύκλους στον ουρανό. Σαν αεροπλάνο που αποδίδει τιμές. Ανατριχιάσαμε. Έπειτα το πουλί πέταξε κατά τη δύση. Ήμαστε τυχεροί που πήγαμε να δούμε τι συμβαίνει και σωθήκαμε. Τί παράξενο να ξέρεις κι εσύ για κάποια χήνα! Αλλά, διαφορετική ιστορία".
Η Φριθ έμεινε μόνη στο φάρο του Μεγάλου Βάλτου προσέχοντας τα πουλιά με τις ψαλιδισμένες φτερούγες, περιμένοντας κι εκείνη δεν ήξερε τι. Πέρασε τις πρώτες μέρες πάνω στο μώλο κοιτάζοντας μακριά, αν κι ήξερε ότι δεν ωφελούσε σε τίποτα. Αργότερα άρχισε να συγυρίζει τις αποθήκες του φάρου και να ταχτοποιεί τους πίνακες που ο Ράγιαντερ είχε καταγράψει κάθε λεπτομέρεια της άγριας φύσης και των θαυμάσιων φτερωτών πλασμάτων που την κατοικούσαν. Ανάμεσα στ' άλλα βρήκε και τον πίνακα που ο Ράγιαντερ είχε ζωγραφίσει από μνήμης πολλά χρόνια πριν, όταν αυτή ήταν ακόμα παιδάκι κι είχε έρθει δειλά-δειλά μέχρι το κατώφλι του κρατώντας ένα πληγωμένο πουλί στην αγκαλιά της. Ταράχτηκε πολύ, διότι ο Ράγιαντερ είχε δώσει τη ψυχή του σ' αυτό τον πίνακα. Και τί περίεργο, ήταν η μοναδική φορά που 'χε ζωγραφίσει την αγριόχηνα, κείνο το άγριο πλάσμα που είχε ξεκινήσει από πολύ μακριά κι είχε χαθεί στην καταιγίδα. Κείνο το υπέροχο πλάσμα που 'χε χαρίσει και στους δυο τους από ένα φίλο, κείνο το πλάσμα που γύρισε τελικά για να της φέρει το μήνυμα ότι δεν θα τον ξανάβλεπε πιά. Μοναδική φορά που ζωγράφισε την αγριόχηνα ο Ράγιαντερ.
Πολύ πριν το πουλί φανεί στον μενεξελί ουρανό για να κάνει τους τελευταίους γύρους του πάνω από το φάρο, σαν ύστατο αποχαιρετισμό, η Φριθ ήξερε πως ο Ράγιαντερ δε θα γύριζε. Γι' αυτό, όταν άκουσε τη γνώριμη υψηλότονη φωνή από τον ουρανό, στην καρδιά της δε γεννήθηκε η παραμικρή ελπίδα. Αυτή τη στιγμή την είχε ξαναζήσει πολλές φορές προτού συμβεί. Όρμησε στο μώλο κι έστρεψε τα μάτια όχι προς τη μακρινή θάλασσα απ' όπου θα περίμενε να ξεχωρίσει το πανί της βάρκας, αλλά προς τον ουρανό που έβαφε ολόχρυσο το λευκό αγριοπούλι. Η συνειδητοποίηση της επερχόμενης μοναξιάς έσπασε μέσα της το φράγμα κι άφησε να ξεχυθεί η πλημμύρα της αγάπης. Δάκρυα ασυγκράτητα. Κι η άγρια ψυχή της επικοινώνησε με την άλλη άγρια ψυχή και σα να πετούσε τώρα κι αυτή μαζί με το τεράστιο πουλί στον βραδινό ουρανό ακούγοντας το τελευταίο μήνυμα του Ράγιαντερ. Ο ουρανός κι η γη τρέμανε. -"Φριθ, αγάπη μου! Αντίο, αγάπη μου". Κι οι λευκές τεράστιες φτερούγες με το λίγο μαύρο στην ακρίτσα χτυπούσανε δαιμονισμένα μες στο στήθος της καθώς η καρδιά της απαντούσε: -"Φίλιπ, κι εγώ σ' αγαπώ"!
Για μια στιγμή η Φριθ νόμισε πως η αγριόχηνα θα κατέβαινε στην αυλή, το ίδιο μάλιστα νομίσανε κι οι αγριόπαπιες με τα ψαλιδισμένα φτερά, που σηκώσανε τα ράμφη τους να τη καλωσορίσουν. Αλλά το πουλί έκανε μιαν απότομη βουτιά, πέταξεν αργά γύρω από το φάρο κι άρχισε να ξαναπαίρνει ύψος. Η Φριθ το κοίταζε κι ένιωθε πως ήταν η ψυχή του Ράγιαντερ που την αποχαιρετούσε προτού φύγει για το παντοτινό ταξίδι. Δε πετούσε τώρα μαζί με το αγριοπούλι, έμενε καρφωμένη στη γη, βαριά. Κι ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια προς τον ουρανό, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και φώναξε όσο πιό δυνατά μπορούσε: -"Ο Θεός μαζί σου! Ο Θεός μαζί σου, Φίλιπ"!
Τα δάκρυα της Φριθ κοπάσανε. Για πολλήν ώρα το βλέμμα της έμεινε στυλωμένο στο κενό που 'χεν αφήσει στον ουρανό φεύγοντας το αγριοπούλι. Μετά μπήκε στο φάρο και πήρε τον πίνακα που, για μοναδική φορά, ο Ράγιαντερ είχε ζωγραφίσει αυτή και την αγριόχηνα. Σφίγγοντας τον πίνακα πάνω στο στήθος της άρχισε να περπατά αργόσυρτα στο μώλο προς το σπίτι της.
Κάθε βράδυ, για πολλές εβδομάδες, η Φριθ ερχότανε στο φάρο και τάιζε τ' αγριοπούλια. Κι ένα ξημέρωμα κάποιος Γερμανός πιλότος έκανε το λάθος να θεωρήσει τον παλιό φάρο στρατιωτική βάση. Βούτηξεν απότομα, γεράκι ατσάλινο και χάρισε τη λήθη στο κτίσμα και τους ενοίκους του.
Όταν η Φριθ ήρθε κείνο το βράδυ, η θάλασσα είχε εισβάλει από τον γκρεμισμένο μώλο κι είχε καλύψει τα πάντα. Τίποτα δεν είχε απομείνει να ταράζει την απόλυτη ερημιά. Κανένας κυνηγός δε τόλμησε από τότε να πλησιάσει. Μόνον οι άφοβοι γλάροι πετούν ακόμα και σήμερα πάνω από τον Μεγάλο Βάλτο.
--------------------------------------------------------------------------------------------
Paul Gallico"The Snow Goose" (1940)

Δεν υπάρχουν σχόλια: