26/5/09

ΟΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΤΣΙΓΓΑΝΟΥ.


Τι θέλει αυτός εδώ; είπε δυνατά μια φωνή και όλοι στραφήκανε να δούνε.
Στο μεγάλο τραπέζι και δίπλα σ’ έναν φορτωμένον παράσημα, ένας μαυροντυμένος άνθρωπος είχε καθίσει, κίτρινος κίτρινος, που θα φαινότανε δίχως ζωή, αν δυο μάτια, που λάμπανε σα δυνατά φωσάκια, δεν έδειχναν όχι μόνο το ενάντιο, αλλά και κάτι περισσότερο ακόμα.
Ο άνθρωπος έγειρε λίγο το κεφάλι, σαν από το βάρος των τόσων ματιών, που στυλωθήκανε πάνω του.
- Τι θέλεις εδώ εσύ; τον ρώτησε ο οικοδεσπότης, άρχοντας μεγάλος.
Ο άγνωστος τον κοίταξε με τα λαμπερά του μάτια, έπειτα είπε, κατεβάζοντας τα μάτια στο γεμάτο από αχνίζοντα φαγιά τραπέζι.
- Βρήκα την πόρτα ανοιχτή, τους φύλακες να μιλούνε με ωραία κορίτσια, και μπήκα. Πεινούσα!
- Ωραία!
- Αυτός το πήρε για μοναστήρι!
- Έτσι φαίνεται…
Όπως πριν τα μάτια, τώρα τα λόγια φάνηκαν να τον βαραίνουν.
Ο πρίγκιπας πάλι μίλησε:
- Ποιος είσαι; Πώς σε λένε; Τι κάνεις;
- Τραγουδώ και λέγω ιστορίες! απάντησε αυτός με σιγαλή φωνή.
Όλοι γελάσανε.
- Σιωπή!... φώναξε ο άρχοντας, γυρίζοντας το βλέμμα στο τραπέζι.
Έγινε σιωπή. Έξω ακούστηκε η θύελλα να δυναμώνει. Τα παράθυρα ταραχθήκανε σ’ ένα δυνατό χτύπημα του ανέμου και μια αστραπή έλαμψε· Το χαλάζι χτύπησε τα γυαλιά των παραθύρων.
- Ωραία! είπε ο άρχοντας, φέροντας το βλέμμα στον άγνωστο, απ’ τα παράθυρα, που τα χτυπούσε το χαλάζι. Ύστερα, γυρίζοντας στις κυρίες:
- Ορίστε! Σα να τον είχατε παραγγελία για ιστορίες που σας αρέσουν! Όχι τραγούδι. Τώρα όμως, πρώτα πρώτα εμπρός στο φαΐ, γιατί σχεδόν εκρύωσε!
Για λίγη ώρα μέσα στη μεγάλη αίθουσα έγινε ησυχία από φωνές. Μόνον ο κρότος των πιάτων, περουνιών και κάποια ρώτηση ακουγόταν.
Ο άνεμος έξω βογκούσε, η αστραπή έλαμπε και η βροχή και το χαλάζι χτυπούσανε κάθε τόσο τα παράθυρα, σα να κοιτάζανε μέσα.
- Τώρα θα μας κάνεις αρχή απ’ τη δική σου ιστορία! είπε ο άρχοντας άμα τέλειωσαν, σφογγίζοντας τα χείλια του.
Ένα χαμόγελο μικρό με δυσκολία άνοιξε τα χείλια του αγνώστου.
- Την ιστορία μου; είπε. Καλά! Μα όχι, θα σας πω την ιστορία ενός άλλου και μαζί είναι και η δική μου ιστορία.
Ο άρχοντας σήκωσε το ποτήρι.
- Εις υγείαν!
- Εις υγείαν! απάντησαν οι άλλοι και φέρανε τα ποτήρια στα χείλια.
Μια αστραπή έλαμψε, δείχνοντας τη μαύρη κορυφή ενός κυπαρισσιού να σαλεύει τρελά έξω απ’ το παράθυρο.
Ο άγνωστος άρχισε, άμα είδε τα ποτήρια να έρθουνε στο τραπέζι και τα μάτια να στυλώνονται σ’ αυτόν.
- Ήτανε ένας ξεπεσμένος άνθρωπος, αλήτης, δυστυχισμένος. Έτσι το νόμιζα! Γύριζε κι έπαιζε στα χωριά βιολί για να ζήσει. Έπαιζε στα πανηγύρια, στους στενούς δρόμους του χωριού, για να χορέψει η μάνα το παιδί της και να πηδήσουνε τρελά τα χωριατόπαιδα… Τον ήξερα, πολλές φορές τον είδα να παίζει βιολί στη μικρή πλατεία του χωριού μου, κάτω απ’ τα μεγάλα πλατάνια.
Μια βραδιά τον απάντησα, καθώς γύριζα έτσι άκοπα. Και μη γνωρίζοντας τι να κάνω, τον ακολούθησα. Αυτός προχωρούσε έξω, προς τις ερημιές, πολύ έξω. Εκεί που η ερημιά τη φωνή του λύκου γνωρίζει μόνο, και η σιωπή έχει στήσει τη σκηνή της.
Εκεί έβγαλε το βιολί του.
Ο ουρανός κείνη τη νύχτα είχε στολιστεί σα να εόρταζε, και ο αέρας ήτανε γεμάτος από μυρουδιές αγρίων λουλουδιών.
Εννόησα ότι ο Ατσίγγανος θα έπαιζε τώρα, για το λαμπροστόλιστο ουρανό, για τη φύση, που εόρταζε. Και άρχισε. Ο σκοπός που έπαιζε δεν ήταν όμοιος με κείνους, που χτυπούσε στα πανηγύρια, στις πόρτες, στις πλατείες. Ήτανε μια μελωδία που δεν είχα ακούσει έως τότε, και που ήτανε όμοια άλλοτε με τραγούδι νεράιδας ερωτευμένης άνθρωπο, και άλλοτε με θρήνο δαίμονος που θυμάται ότι υπήρξε άγγελος!
Σε λίγο άρχισε και η φωνή του να συνοδεύει το βιολί, μια βαθιά βαθιά φωνή και βραχνή, σαν τους στεναγμούς του ανέμου. Και έψελνε τα δάση, τα λαγκάδια, τις πεδιάδες, τη νύχτα με τη μαύρη καλλονή της και τη ζωή, τη ζωή την ελεύτερη του Ατσίγγανου, που δεν έχει κατοικία, παρά όλη τη γη με τον ελεύτερο ουρανό… Και ψάλλει, ψάλλει, και το βιολί του τον συνοδεύει, κι εγώ αισθανόμουνα μέσα μου τα λόγια εκείνα, τα γεμάτα ελευτεριά και μυρουδιά των άγριων δασών να παίρνουν ζωή! Και τότε, χωρίς να μπορώ να σταματήσω κάτι που μ’ έσερνε να πλησιάσω κοντά του, βγήκα απ’ το μέρος που ήμουν κρυμμένος, και τον πλησίασα.
Στο βήμα μου, που τάραξε την ησυχία που μέσα χυνόταν το τραγούδι της ελεύτερης ζωής, ο Ατσίγγανος έπαψε και στράφηκε.
Είδα τότε το πρόσωπό του.
Ήτανε όμοιο, ομοιότατο με το δικό μου πρόσωπο!
Και πριν προφτάσω να σκεφθώ, μεμιάς, μ’ αυτό που είδα, παρουσιάσθηκα εγώ στη θέση του! Ο Ατσίγγανος που έπαιζε, ήμουν εγώ ο περαστικός, που τον είχα ακολουθήσει! Και απ’ εκείνη τη νύχτα δεν είμαι πια εγώ εκείνος που ήμουν, είμαι ο Ατσίγγανος που δεν έχω ούτε σπίτι, ούτε πατρίδα! Αυτή είναι η ιστορία μου!
- Η ιστορία σου;
- Είσαι βαγαπόντης!
- Κανένας κατεργάρης θα ’ναι!
- Όχι! είπε σιγά σιγά και με μελαγχολία ο άγνωστος, σα να μιλούσε μόνος του, είμαι παιδί της τρικυμίας, και αυτή μ’ έριξε δω.
- Σ’ έριξε η τρικυμία! φώναξε κάποιος που τον άκουσε.
- Ναυαγός θα ’ναι!... Μια φωνή γυναικεία συμπαθητική ακούστηκε μέσα στο θόρυβο του γέλιου.
- Όχι, όχι! Είναι, λέει, παιδί της!
- Για πες μου πώς ήρθες; διέταξε ο άρχοντας.
- Πώς ήρθα; Να, σ’ ένα πλοιάρι μπήκα, φτιαγμένο από δέντρο που το είχε χτυπήσει κεραυνός, και το ρεύμα του ποταμού με έφερε δω!
- Μα τούτος είναι τρελός!
- Άστε τον! φώναξε πάλι ο άρχοντας. Κι έπειτα είπε στον άγνωστο:
- Για πες μας τώρα καμιά ιστορία…Για τις κυρίες.
Ο άγνωστος άρχισε:
- Χθες είδα έναν άνθρωπο, που δικάζανε σ’ ένα δικαστήριο για κάποιο λάθος που είχε κάνει. Στο σπίτι τον περίμεναν γυναίκα, παιδιά για να πάει, και προσευχότανε όλοι μαζί στον Πλάστη για να βοηθήσει τον προστάτη τους και να τον σώσει απ’ το στόμα του Νόμου. Απ’ τα χέρια του ζούσαν! Έχετε δει, κυρίες, δικαστές; Έχετε δει; Να, κάθονται σε έδρες ξαπλωμένοι και δικάζουνε. Κάποτε είναι σοβαροί, συχνά όμως γελούνε και ο πονεμένος, που κάθεται κάτω, βλέπει το γέλιο τους και γελιέται! Αλίμονο! Αλίμονο σε κείνον που δεν έχει στον κόσμο τούτον Θεό! Λοιπόν. Οι δικαστές κείνη την ημέρα γελούσαν περισσότερο και δικάσανε πιο αυστηρά τον δυστυχή, που καθότανε κάτω, και που για μια στιγμή, βλέποντας τα γελαστά πρόσωπα των δικαστών, έγινε κι αυτός γελαστός! Τι θα γίνει τώρα η οικογένεια του φτωχού εκείνου;
- Ουφ!
- Μωρέ ιστορία!
- Πού τη βρήκες;
- Δε σας αρέσει; Δε σας ενδιαφέρει για τον φτωχό εκείνον, καλοί μου άρχοντες; Καλά! Άλλη…
- Όχι σαν κι αυτή!
Ο άγνωστος φάνηκε να ακροάζεται τη θύελλα. που πάλευε έξω, κι έπειτα είπε:
- Χθες, καθώς περνούσα από ένα δρόμο παλιό, γεμάτο ερείπια άκουσα μια γριά να μιλά με μια νέα που καθισμένη στο κατώφλι της μικρής πόρτας του σπιτιού της, έκλαιε, σφογγίζοντας τα μάτια της με την ποδιά της τη μαύρη.
- Κλαις εσύ; με τα τόσα νιάτα και κάλλη! Αχ, να τα ’χα!
- Και τι θες να τα κάνω; Δεν υπάρχει μέσα ούτε ψωμί, κι η μάνα άρρωστη, κοντεύει να πάει απ’ την πείνα! της είπε η κόρη.
- Καλέ, της λέγει η γριά πάλι, έτσι να την κάνεις εσύ, και θα παρουσιασθούνε χιλιάδες να σου δώσουν ό,τι θέλεις!
- Φεύγα! της έκανε η κόρη και σηκώθηκε, καλύτερα το ποτάμι!..
- Τι κουτή! έλεγε η γριά φεύγοντας. Αχ, να ’μουν νέα!
Και όμως, όταν ήτανε νέα η γριά, ήτανε τίμια!
- Τι θες να πεις;
- Θα μας πεις τίποτα καλύτερο;
Ο άγνωστος περίμενε να πάψει ο θόρυβος, χτυπώντας σιγά το τραπέζι με το δάχτυλο κι έπειτα άρχισε πάλι:
- Σ’ ένα χωρίο αγρίων… έχει ιδεί, κυρίες, αγρίους; Είναι παντού. Φτάνει να προσέξει λίγο κανείς! Λοιπόν! Σ’ ένα χωριό αγρίων είχανε ένα θεό μέσα σ’ ένα μεγάλο ναό! Τον είχανε σκεπασμένο μ’ ένα χρυσό πανί και κανείς δεν τον έβλεπε, εκτός απ’ τους παπάδες και τους μεγάλους!
Μια μέρα ένα περίεργος, γιατί υπάρχουνε περίεργοι και μέσα στους αγρίους, μπήκε κρυφά μέσα στο ναό και πήγε να δει το θεό. Αυτός ο θεός, καθώς φαίνεται, κοιμότανε, γιατί τον άφησε να πλησιάσει! Μη νομίζετε ότι δεν κοιμούνται και οι θεοί. Να, απόδειξη κι ο δικός μας, ο αληθινός, που κοιμάται απ’ τον καιρό που έκανε τον κόσμο! Λοιπόν… Πήγε σιγά σιγά, ο περίεργος, και πιο σιγά σήκωσε το χρυσό πανί, που σκέπαζε το θεό, και είδε. Μα και τι νομίζετε είδε; Ο θεός που προσκυνούσαν όλοι, ήτανε ένα χονδρό χονδρό κούτσουρο!
Φωνές άγριες διέκοψαν τον άγνωστο.
- Πάψε!
- Βλαστημάς!
- Θεός ψεύτικος ή αληθινός, σεβαστός είναι! φώναξε ο άρχοντας.
Ο άγνωστος, μόλις έπαψε ο θόρυβος, άρχισε πάλι, χωρίς να του πει κανείς:
- Σε μια ερημιά, κάτω από ψηλά δέντρα, στη σκιά τους, κοιμόντανε πολλοί δυστυχισμένοι. Ζητούσαν στον ύπνο να βρούνε την ευτυχία. Από πάνω τους, στα δέντρα, τα πουλιά ψέλνανε την ελεύτερη ζωή. Αυτοί κοιμόντανε και δεν άκουγαν τίποτα! Κάποιος περαστικός τους είδε, τους ξύπνησε και τους έβαλε στο χέρι ένα μαχαίρι.
- Στον ύπνο μη ζητάτε την ευτυχία, μ’ αυτό θα τη βρείτε! τους είπε.
- Τι θες να πεις; φώναξε ο άρχοντας άγριος και σηκώθηκε.
Μαζί του όλοι σηκωθήκανε και αρχίσανε να φωνάζουνε. Κι ο άγνωστος είχε σηκωθεί.
- Φωνάξετε τους φύλακες! είπε ο άρχοντας.
- Φύλακες! φωνάξανε πολλές φωνές. Αλλ’ ο άγνωστος όρμησε ξαφνικά γρήγορος έξω, ρίχνοντας κάτω ένα φύλακα, που κείνη τη στιγμή έτρεχε να δει τι συνέβηκε.
Τον ακολούθησαν, ενώ ο φύλακας φώναζε και άλλους να τρέξουν.
Έξω είδαν τη νύχτα τη μαύρη, την αστραπή να σχίζει γρήγορη το σκοτάδι, τον άνεμο, τη βροχή, το βόγκο του πελάγους άκουσαν.
Ο άνθρωπος είχε χαθεί! Έψαξαν. Τίποτα.
Ίσως, είπε κάποιος, θα ήτανε κανένα στοιχειό της τρικυμίας, της θύελλας, κι ενώθηκε μ’ αυτή!

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ

Από τη συλλογή «Τριανταδύο διηγήματα» (1921)

Δεν υπάρχουν σχόλια: