Ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές του 1821 ήταν και ο γιος του Ανδρέα, του περίφημου κλεφταρματολού Ανδρούτσου Βερούση (Ανδρέας-Ανδρίτσος-Αντρούτσος, ο αντρειωμένος εκείνος καπετάνιος που πολέμησε τους Τούρκους στη Ρούμελη, στη θάλασσα με τον Λάμπρο Κατσώνη και στη συνέχεια διέσχισε την Πελοπόννησο πολεμώντας 6.000 Τούρκους) και της Ακριβής Τσαρλαμπά από τη Πρέβεζα. Ο Καπετάν Ανδρούτσος θέλοντας να πάει στη Ρωσία, πέρασε από τη Βενετία. Οι Βενετσιάνοι, όμως, τον έπιασαν καταπατώντας τον λόγο τους. Τον παρέδωσαν στους Τούρκους που τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και τον θανάτωσαν με φριχτά βασανιστήρια αφήνοντας ορφανό τον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας γεννήθηκε το το 1788 ή το 1789 ή το 1790 στην Ιθάκη, στο σπίτι του παπά Γιάννη Καραβία όπου φιλοξενούνταν η μάνα του. Τον βάφτισαν η χήρα του Λάμπρου Κατσώνη, η περίφημη για την ομορφιά της Μαρουδιά (Μαρία), κόρη του Σοφιανού από την Τζιά, και ο Ιθακήσιος Γιάννης Ζαβός, δίνοντάς του το όνομα του ομηρικού ήρωα Οδυσσέα. Μεγάλωσε στην Πρέβεζα. Αργότερα ο Αλή Πασάς, μαθαίνοντας ότι ο παλιός του μπράτιμος (αδελφοποιτός), το λιοντάρι της Ρούμελης, ο Ανδρούτσος, είχε αφήσει ορφανό ένα γιο που του έμοιαζε, ζήτησε και τον πήρε στα Γιάννενα. Εκεί ο Οδυσσέας έδειξε τις φυσικές ικανότητές του. Μορφώθηκε αρκετά για την εποχή του. Έμαθε άπταιστα τα αρβανίτικα και τα ιταλικά - τα οποία φαίνεται είχε αρχίσει να τα μαθαίνει από την Ιθάκη. Με τα ιταλικά θα συνεννοείτο αργότερα με τους διαφόρους φιλέλληνες. Ήταν 16 περίπου ετών, όταν έγινε σωματοφύλακας του Αλή πασά. Αργότερα πήρε το αρματολίκι της Ανατολικής Στερεάς.
Ο Αλής, εκτιμώντας τις ικανότητές του, του ανέθεσε το αρματολίκι της Λιβαδειάς. Πριν φύγει, ο Οδυσσέας αρραβωνιάστηκε την εξαιρετικής ομορφιάς Ελένη Καρέλη, πλούσια κόρη του Χρήστου Καρέλη από τους Καλαρρύτες που ήταν θαλαμηπόλος της κυρά Βασιλικής, την οποία και παντρεύεται το 1815. Η Ελένη Καρέλη (είχε γεννηθεί το 1786 μεγάλωσε στην αυλή του Αλή Πασά) τον ακολούθησε σε όλες τις περιπέτειες της ζωής του . Το 1824 ο Οδυσσέας και η γυναίκα του απέκτησαν στις Λιβανάτες Φθιώτιδας ένα γιο, που του έδωσαν το όνομα Λεωνίδας , ανάμνηση της νίκης της Γραβιάς Τον Λεωνίδα παρέλαβε ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος στο Μόναχο για να σπουδάσει αλλά αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία 12 ετών το 1837.
O Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος του αντρειωμένου παλικαριού. Μάλλον ψηλός, με πλατιά στήθια και μεγάλο μέτωπο. Τα πλούσια μαλλιά του ήταν ξανθά, όπως και το μουστάκι του. Η όψη του, όταν οργιζόταν, γινόταν φοβερή. Οι φυσικές του δυνάμεις, όπως τις περιγράφει η παράδοση, ήταν εκπληκτικές. Μπορούσε να κρατάει με τα δυο του χέρια δυο τραγιά, από ένα στο καθένα, ενώ άλλοι τα έγδερναν. Η ταχυποδία του παροιμιώδης. Λένε ότι καυχήθηκε στον Αλή πως μπορούσε να συναγωνιστεί σε ανήφορο, στη γρηγοράδα το πιο καλό του άλογο. Το αγώνισμα έγινε και νικητής βγήκε ο Οδυσσέας. Τότε ο Αλής του χάρισε τρεις πολύτιμους «ιμαμέδες» (επιστόμια τσιμπουκιού από κεχριμπάρι). Η ευθυβολία του επίσης ξακουστή και στο κοντάρι-τζιρίτι-αξεπέραστος. Στο πάλεμα κανένας δεν γλίτωνε. Κανένας απ'; τους αγωνιστές της Επανάστασης δεν βρέθηκε τόσο ευνοημένος απ'; τη φύση, και την καταγωγή, ώστε να αναγνωριστεί από όλους ως ο φυσικός αρχηγός της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος. Ο Αλής, εκτιμώντας τις ικανότητές του, του ανέθεσε το αρματολίκι της Λιβαδειάς. Ο λαός αγάπησε τον Οδυσσέα αμέσως, ιδιαίτερα λόγω της έχθρας του προς τους άρχοντες, τους κοτζαμπάσηδες, που απομυζούσαν τη φτωχολογιά. Πρώτη του ενέργεια ήταν, όπως γράφει ο Κασομούλης: «Τους έκοψε τα χουλιάρια από τις επαρχίες». Άλλη του ενέργεια ήταν να απαλλάξει τον τόπο από τους κλέφτες που βασάνιζαν την περιοχή. Διέλυσε τις κλέφτικες ομάδες και ανάγκασε τους πιο πολλούς να μείνουν κοντά του. Με το σκόρπισμα των κλεφτών κυριαρχούσε απόλυτη ασφάλεια στην περιοχή του. Μετά έπρεπε να εκτελέσει και την εντολή του Αλή, την πιο δύσκολη. Ο Αλής είχε βάλει στο μάτι τη Θήβα και την Αθήνα που ανήκαν σε ξεχωριστή διοίκηση (σαντζάκι), στην Εύβοια. Έπρεπε να δημιουργηθούν ταραχές ώστε ο πασάς της περιοχής να θεωρηθεί ανίκανος. Έστειλε τον Μανίκα με 60 παλικάρια στην Εύβοια που λεηλάτησαν την περιοχή της Λίμνης και γύρισαν πίσω. Στη συνέχεια μαθαίνει ότι σε λίγο ο νεοδιορισμένος βοεβόδας θα περνούσε από κει, πηγαίνοντας για τον Μοριά. Στέλνει τότε τον Μανίκα με τον Γκούρα στην Πέτρα να παραφυλάξουν. Ώσπου να πάει όμως ο Μανίκας, ο βοεβόδας είχε περάσει. Βλέποντας όμως μια συνοδεία από Τούρκους και νομίζοντας ότι είναι ο βοεβόδας, τους σκότωσαν όλους. Αυτούς που σκότωσαν ήταν ο Τατάρ αγάς (αρχιταχυδρόμος) με τη συνοδεία του.
Όταν άρχισε η διαμάχη του Αλή με το σουλτάνο (1820), έφυγε για τους Παξούς. Το 1816 ο Ανδρούτσος έγινε αρματολός και το 1818 φιλικός .
Το 1821 οργάνωσε δικό του σώμα, πήγε στην Ανατολική Στερεά και έγινε ήρωας με την επιτυχία του στη μάχη της Γραβιάς στις 8 Μαΐου 1821 . Από τότε το άστρο του ανεβαίνει συνέχεια. Οι καπεταναίοι της Στερεάς, εκτιμώντας την αναμφισβήτητη στρατηγική του ικανότητα, τον προτείνουν στην εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1822) για αρχιστράτηγο. Η πρόταση έγινε δεκτή παρά τη λυσσώδη αντίδραση των προκρίτων, που τον έβλεπαν ως επικίνδυνο πολιτικό αντίπαλο, λόγω της μεγάλης του επιρροής στο λαό. Επακολούθησαν όμως μερικές παρεξηγήσεις, που οδήγησαν στην καθαίρεση του Ανδρούτσου. Εκείνος όμως εξακολούθησε και έτσι να αγωνίζεται για την πατρίδα.
Μετά την καταστροφή του Δράμαλη, στην οποία συνέβαλε σημαντικά με τη διακοπή των εφοδιοπομπών του Τούρκου στρατηγού, το γόητρο των στρατιωτικών, που είχε υποσκάψει ο Ι. Κωλέττης, αναστηλώθηκε και από το 1822 ο Ανδρούτσος έγινε αρχηγός των Αθηνών. Το 1823 βοήθησε στην καταστροφή των λειψάνων του Δράμαλη κατά τη μετάβασή του στο Αργος για τη Β΄ Εθνική Συνέλευση. Εκεί όμως οι σύνεδροι διασπάστηκαν σε στρατιωτικούς και πολιτικούς και ο Ανδρούτσος έφυγε για την Εύβοια, από όπου έδιωξε τις τουρκικές δυνάμεις, που είχαν πάει να βοηθήσουν τον Ομέρ πασά. Οι πολιτικοί όμως εξακολουθούσαν να τον συκοφαντούν, γιατί καταλάβαιναν ότι, εφόσον εξακολουθούσε να λάμπει το αστέρι του στο ελληνικό στερέωμα, αυτοί θα έμεναν στη σκιά.
Η αδικαιολόγητη καταφορά και η μειωτική πολλές φορές μεταχείριση έφερε τα αποτελέσματά της. Αγανακτισμένος ο Οδυσσέας άρχισε να συνεννοείται με τους εχθρούς και συγκεκριμένα με τον Ομέρ πασά της Εύβοιας. Έτσι ζήτησε από τον Ιμέρ ενισχύσεις από 600 Αλβανούς πεζούς και ιππείς με τους οποίους βάδισε προς τις Λιβανάτες. Ο Γκούρας με τον Κατσικογιάννη, Ρούκη και Κριεζώτη, με πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις, πρόλαβαν και έπιασαν τα υψηλότερα και οχυρώτερα σημεία της περιοχής Λιβανατών Στις 31 Μαρτίου και 1 Απριλίου του 1825 έγινε μάχη μεταξύ των δύο παρατάξεων. Ο αδελφός του Οδυσσέα Γιαννάκης που ήταν κυκλωμένος στο μοναστήρι της Βιλιβούς με 70 άντρες παραδόθηκε μαζί με τον 14χρονο αδελφό του Πάνο και προσχώρησε στις δυνάμεις του Γκούρα στις οποίες είχε προσωρήσει και ο άλλος αδελφός του Βαγγέλης .
Ο Ανδρούτσος, που δεν ήθελε να χυθεί αδερφικό αίμα, απέφυγε τις συμπλοκές, όσο μπορούσε. Ο Γκούρας τότε ανέλαβε εκ μέρους της κυβέρνησης Κωλέττη να τον πείσει να παραδοθεί με την υπόσχεση ότι τίποτε δεν είχε να φοβηθεί. Εκείνος δέχτηκε. Και στην αρχή έμεινε πραγματικά ελεύθερος. Αργότερα όμως τον περιόρισαν στο μοναστήρι του Δομοκού, πάνω στον Ελικώνα, απ' όπου σε λίγο τον πήραν δέσμιο, τον μετέφεραν στην Αθήνα και τον φυλάκισαν στον ενετικό πύργο της Ακρόπολης.
Εκεί οι δεσμοφύλακές του τον βασάνισαν πολλές ημέρες, για να τους αποκαλύψει πού είχε κρυμμένους τους θησαυρούς του. Όταν όμως είδαν ότι δεν κατόρθωσαν τίποτε, αποφάσισαν να απαλλαγούν τελείως από την παρουσία του. Ο Γκούρας, που ήταν παλαιότερα πρωτοπαλίκαρό του, έδωσε την έγκρισή του και οι εχθροί του αρχιστράτηγου Μήτσος της Τριανταφυλλίνας, Ι. Μαμούρης και Παπακώστας τον στραγγάλισαν και τον έριξαν έπειτα από την Ακρόπολη. Στο μικρό παραθύρι του πύργου έδεσαν ένα σκοινί και παρέστησαν έτσι τη δολοφονία ως ατύχημα απόδρασης. Στο μητρώο των αξιωματικών του Αγώνα αναγράφεται ότι σκοτώθηκε στην Ακρόπολη από άγνωστους. Πολυτάραχη η ζωή και αμφιλεγόμενη η δράση του πολέμαρχου Οδυσσέα. Η Πολιτεία τον κατέταξε στην εξαίρετο τάξη των επίλεκτων αγωνιστών του΄21 μαζί με τον Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μπότσαρη κ.ά. Αναίρεσε την κατηγορία της προδοσίας και παραδέχτηκε ότι δεν πρόδωσε αλλά συνθηκολόγησε με τον εχθρό. Το 1865 πήραν τα οστά του που ήταν σε μια γωνιά στην ακρόπολη και τα εναπόθεσαν στο Α΄ νεκροταφείο...
Ο Αλής, εκτιμώντας τις ικανότητές του, του ανέθεσε το αρματολίκι της Λιβαδειάς. Πριν φύγει, ο Οδυσσέας αρραβωνιάστηκε την εξαιρετικής ομορφιάς Ελένη Καρέλη, πλούσια κόρη του Χρήστου Καρέλη από τους Καλαρρύτες που ήταν θαλαμηπόλος της κυρά Βασιλικής, την οποία και παντρεύεται το 1815. Η Ελένη Καρέλη (είχε γεννηθεί το 1786 μεγάλωσε στην αυλή του Αλή Πασά) τον ακολούθησε σε όλες τις περιπέτειες της ζωής του . Το 1824 ο Οδυσσέας και η γυναίκα του απέκτησαν στις Λιβανάτες Φθιώτιδας ένα γιο, που του έδωσαν το όνομα Λεωνίδας , ανάμνηση της νίκης της Γραβιάς Τον Λεωνίδα παρέλαβε ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος στο Μόναχο για να σπουδάσει αλλά αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία 12 ετών το 1837.
O Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος του αντρειωμένου παλικαριού. Μάλλον ψηλός, με πλατιά στήθια και μεγάλο μέτωπο. Τα πλούσια μαλλιά του ήταν ξανθά, όπως και το μουστάκι του. Η όψη του, όταν οργιζόταν, γινόταν φοβερή. Οι φυσικές του δυνάμεις, όπως τις περιγράφει η παράδοση, ήταν εκπληκτικές. Μπορούσε να κρατάει με τα δυο του χέρια δυο τραγιά, από ένα στο καθένα, ενώ άλλοι τα έγδερναν. Η ταχυποδία του παροιμιώδης. Λένε ότι καυχήθηκε στον Αλή πως μπορούσε να συναγωνιστεί σε ανήφορο, στη γρηγοράδα το πιο καλό του άλογο. Το αγώνισμα έγινε και νικητής βγήκε ο Οδυσσέας. Τότε ο Αλής του χάρισε τρεις πολύτιμους «ιμαμέδες» (επιστόμια τσιμπουκιού από κεχριμπάρι). Η ευθυβολία του επίσης ξακουστή και στο κοντάρι-τζιρίτι-αξεπέραστος. Στο πάλεμα κανένας δεν γλίτωνε. Κανένας απ'; τους αγωνιστές της Επανάστασης δεν βρέθηκε τόσο ευνοημένος απ'; τη φύση, και την καταγωγή, ώστε να αναγνωριστεί από όλους ως ο φυσικός αρχηγός της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος. Ο Αλής, εκτιμώντας τις ικανότητές του, του ανέθεσε το αρματολίκι της Λιβαδειάς. Ο λαός αγάπησε τον Οδυσσέα αμέσως, ιδιαίτερα λόγω της έχθρας του προς τους άρχοντες, τους κοτζαμπάσηδες, που απομυζούσαν τη φτωχολογιά. Πρώτη του ενέργεια ήταν, όπως γράφει ο Κασομούλης: «Τους έκοψε τα χουλιάρια από τις επαρχίες». Άλλη του ενέργεια ήταν να απαλλάξει τον τόπο από τους κλέφτες που βασάνιζαν την περιοχή. Διέλυσε τις κλέφτικες ομάδες και ανάγκασε τους πιο πολλούς να μείνουν κοντά του. Με το σκόρπισμα των κλεφτών κυριαρχούσε απόλυτη ασφάλεια στην περιοχή του. Μετά έπρεπε να εκτελέσει και την εντολή του Αλή, την πιο δύσκολη. Ο Αλής είχε βάλει στο μάτι τη Θήβα και την Αθήνα που ανήκαν σε ξεχωριστή διοίκηση (σαντζάκι), στην Εύβοια. Έπρεπε να δημιουργηθούν ταραχές ώστε ο πασάς της περιοχής να θεωρηθεί ανίκανος. Έστειλε τον Μανίκα με 60 παλικάρια στην Εύβοια που λεηλάτησαν την περιοχή της Λίμνης και γύρισαν πίσω. Στη συνέχεια μαθαίνει ότι σε λίγο ο νεοδιορισμένος βοεβόδας θα περνούσε από κει, πηγαίνοντας για τον Μοριά. Στέλνει τότε τον Μανίκα με τον Γκούρα στην Πέτρα να παραφυλάξουν. Ώσπου να πάει όμως ο Μανίκας, ο βοεβόδας είχε περάσει. Βλέποντας όμως μια συνοδεία από Τούρκους και νομίζοντας ότι είναι ο βοεβόδας, τους σκότωσαν όλους. Αυτούς που σκότωσαν ήταν ο Τατάρ αγάς (αρχιταχυδρόμος) με τη συνοδεία του.
Όταν άρχισε η διαμάχη του Αλή με το σουλτάνο (1820), έφυγε για τους Παξούς. Το 1816 ο Ανδρούτσος έγινε αρματολός και το 1818 φιλικός .
Το 1821 οργάνωσε δικό του σώμα, πήγε στην Ανατολική Στερεά και έγινε ήρωας με την επιτυχία του στη μάχη της Γραβιάς στις 8 Μαΐου 1821 . Από τότε το άστρο του ανεβαίνει συνέχεια. Οι καπεταναίοι της Στερεάς, εκτιμώντας την αναμφισβήτητη στρατηγική του ικανότητα, τον προτείνουν στην εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1822) για αρχιστράτηγο. Η πρόταση έγινε δεκτή παρά τη λυσσώδη αντίδραση των προκρίτων, που τον έβλεπαν ως επικίνδυνο πολιτικό αντίπαλο, λόγω της μεγάλης του επιρροής στο λαό. Επακολούθησαν όμως μερικές παρεξηγήσεις, που οδήγησαν στην καθαίρεση του Ανδρούτσου. Εκείνος όμως εξακολούθησε και έτσι να αγωνίζεται για την πατρίδα.
Μετά την καταστροφή του Δράμαλη, στην οποία συνέβαλε σημαντικά με τη διακοπή των εφοδιοπομπών του Τούρκου στρατηγού, το γόητρο των στρατιωτικών, που είχε υποσκάψει ο Ι. Κωλέττης, αναστηλώθηκε και από το 1822 ο Ανδρούτσος έγινε αρχηγός των Αθηνών. Το 1823 βοήθησε στην καταστροφή των λειψάνων του Δράμαλη κατά τη μετάβασή του στο Αργος για τη Β΄ Εθνική Συνέλευση. Εκεί όμως οι σύνεδροι διασπάστηκαν σε στρατιωτικούς και πολιτικούς και ο Ανδρούτσος έφυγε για την Εύβοια, από όπου έδιωξε τις τουρκικές δυνάμεις, που είχαν πάει να βοηθήσουν τον Ομέρ πασά. Οι πολιτικοί όμως εξακολουθούσαν να τον συκοφαντούν, γιατί καταλάβαιναν ότι, εφόσον εξακολουθούσε να λάμπει το αστέρι του στο ελληνικό στερέωμα, αυτοί θα έμεναν στη σκιά.
Η αδικαιολόγητη καταφορά και η μειωτική πολλές φορές μεταχείριση έφερε τα αποτελέσματά της. Αγανακτισμένος ο Οδυσσέας άρχισε να συνεννοείται με τους εχθρούς και συγκεκριμένα με τον Ομέρ πασά της Εύβοιας. Έτσι ζήτησε από τον Ιμέρ ενισχύσεις από 600 Αλβανούς πεζούς και ιππείς με τους οποίους βάδισε προς τις Λιβανάτες. Ο Γκούρας με τον Κατσικογιάννη, Ρούκη και Κριεζώτη, με πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις, πρόλαβαν και έπιασαν τα υψηλότερα και οχυρώτερα σημεία της περιοχής Λιβανατών Στις 31 Μαρτίου και 1 Απριλίου του 1825 έγινε μάχη μεταξύ των δύο παρατάξεων. Ο αδελφός του Οδυσσέα Γιαννάκης που ήταν κυκλωμένος στο μοναστήρι της Βιλιβούς με 70 άντρες παραδόθηκε μαζί με τον 14χρονο αδελφό του Πάνο και προσχώρησε στις δυνάμεις του Γκούρα στις οποίες είχε προσωρήσει και ο άλλος αδελφός του Βαγγέλης .
Ο Ανδρούτσος, που δεν ήθελε να χυθεί αδερφικό αίμα, απέφυγε τις συμπλοκές, όσο μπορούσε. Ο Γκούρας τότε ανέλαβε εκ μέρους της κυβέρνησης Κωλέττη να τον πείσει να παραδοθεί με την υπόσχεση ότι τίποτε δεν είχε να φοβηθεί. Εκείνος δέχτηκε. Και στην αρχή έμεινε πραγματικά ελεύθερος. Αργότερα όμως τον περιόρισαν στο μοναστήρι του Δομοκού, πάνω στον Ελικώνα, απ' όπου σε λίγο τον πήραν δέσμιο, τον μετέφεραν στην Αθήνα και τον φυλάκισαν στον ενετικό πύργο της Ακρόπολης.
Εκεί οι δεσμοφύλακές του τον βασάνισαν πολλές ημέρες, για να τους αποκαλύψει πού είχε κρυμμένους τους θησαυρούς του. Όταν όμως είδαν ότι δεν κατόρθωσαν τίποτε, αποφάσισαν να απαλλαγούν τελείως από την παρουσία του. Ο Γκούρας, που ήταν παλαιότερα πρωτοπαλίκαρό του, έδωσε την έγκρισή του και οι εχθροί του αρχιστράτηγου Μήτσος της Τριανταφυλλίνας, Ι. Μαμούρης και Παπακώστας τον στραγγάλισαν και τον έριξαν έπειτα από την Ακρόπολη. Στο μικρό παραθύρι του πύργου έδεσαν ένα σκοινί και παρέστησαν έτσι τη δολοφονία ως ατύχημα απόδρασης. Στο μητρώο των αξιωματικών του Αγώνα αναγράφεται ότι σκοτώθηκε στην Ακρόπολη από άγνωστους. Πολυτάραχη η ζωή και αμφιλεγόμενη η δράση του πολέμαρχου Οδυσσέα. Η Πολιτεία τον κατέταξε στην εξαίρετο τάξη των επίλεκτων αγωνιστών του΄21 μαζί με τον Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μπότσαρη κ.ά. Αναίρεσε την κατηγορία της προδοσίας και παραδέχτηκε ότι δεν πρόδωσε αλλά συνθηκολόγησε με τον εχθρό. Το 1865 πήραν τα οστά του που ήταν σε μια γωνιά στην ακρόπολη και τα εναπόθεσαν στο Α΄ νεκροταφείο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου