Ισχυρές μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού πέρασαν αναγκαστικά στις αγραφιώτικες ψηλοκορφές και πιστά εφάρμοζαν το αντάρτικο σχέδιο αντίδρασης στις επιθέσεις του κυβερνητικού στρατού. Οι συγκρούσεις έπρεπε να περιοριστούν σε σημεία που η επιτυχία θεωρούνταν εξασφαλισμένη. Αιφνιδιαστικά χτυπήματα στις φάλαγγες του αντιπάλου και κατόπιν σύντομη αναδίπλωση με καλομελετημένους ελιγμούς, για να μην εγκαταλείπουν το χώρο.
Στις αρχές Απριλίου του 1947, από Καρπενήσι, Αγρίνιο, Άρτα και Καρδίτσα, επτά ταξιαρχίες του Κυβερνητικού Στρατού εξόρμησαν με κατεύθυνση τον ορεινό όγκο των Αγράφων. Ήταν οι ταξιαρχίες: 41η, 32η, 36η, 3η ορεινή, 71η, 72η και 75η. Οι τεράστιες στρατιωτικές φάλαγγες διέθεταν βαρύ πυροβολικό, όλμους, ορειβατικό πυροβολικό, σύγχρονα μέσα διαβιβάσεων και είχαν την αδιάκοπη κάλυψη της αεροπορίας. Αποκλειστικός τους στόχος ήταν ο εγκλωβισμός και το τσάκισμα του Δημοκρατικού Στρατού.
Οι επτά ταξιαρχίες είχαν στη διάθεση τους οπλισμό σύγχρονο και άφθονα πολεμοφόδια, ενώ ο Δημοκρατικός Στρατός τηρούσε απαρέγκλιτα τη διαταγή της ηγεσίας του για αυστηρή οικονομία στα πυρομαχικά.
Οι τρομερές συγκρούσεις άρχισαν από τα ριζά του θεσσαλικού κάμπου. Κάθε αντάρτικη θέση ισοπεδώνονταν κυριολεκτικά από οβίδες και ρουκέτες. Στη συνέχεια το πεζικό προωθούνταν για την κατάληψη της. Μέσα από τους καπνούς και την κόλαση της φωτιάς, οι άνδρες του Δημοκρατικού Στρατού, με πολυβόλα, λιγοστούς όλμους και λιανοτούφεκα, αντεπιτίθονταν με επιτυχία.
Σε, πολλές περιπτώσεις, τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού αρχικά υποχωρούσαν. Στη συνέχεια, μετά από πολύωρες και εξαντλητικές πορείες, κυρίως τη νύχτα, τα ίδια τμήματα χτυπούσαν πισώπλατα τους αντιπάλους. Ο Δημοκρατικός Στρατός είχε πλεονέκτημα, γιατί κρατούσε απρόσιτες υποχρεωτικές διαβάσεις, αλλά κάτω από τη συντριπτική υπεροχή του Κυβερνητικού Στρατού πολλές από τις διαβάσεις αυτές χάνονταν.
Στα Βραγγιανά Ευρυτανίας, σαν ατσάλινη τανάλια, γιγάντιες κυβερνητικές δυνάμεις απέκλεισαν κάθε μονοπάτι διαφυγής για εκατοντάδες αντάρτες. Εκεί ήταν το τάγμα του Δημοκρατικού Στρατού με διοικητή το Σοφιανό, ένα κινητό νοσοκομείο με βαριά τραυματισμένους αντάρτες, καθώς και οικογένειες αντάρτικες. Ο ταγματάρχης, αφού διαπίστωσε ότι ήταν τελείως ξεκομμένος από άλλες αντάρτικες μονάδες, και τα περάσματα είχαν μπλοκαριστεί από τον Κυβερνητικό Στρατό, κάλεσε τους διοικητές των λόχων και των διμοιριών να συναποφασίσουν για το ξεπέρασμα του άμεσου κινδύνου που τους απειλούσε.
«Ο εχθρός θέλει να μας εξοντώσει», είπε, «και δεν είναι δύσκολο να το πετύχει, αφού στον εγκλωβισμό μας συμμετέχουν τρεις ταξιαρχίες. Ο καθένας από σας να προτείνει πέρασμα και τρόπους διαφυγής».
Τα είπε αυτά ο Σοφιανός, πλημμυρισμένος από βαριά κατήφεια, γιατί τον ζεματούσε η τρομερή ευθύνη για τον κόσμο που είχε κοντά του. Έμπειρος παρτιζάνος, με πλούσια αντιστασιακή δράση, σαν είδε τους συντρόφους του να δυσκολεύονται στη διαμόρφωση σχεδίων, πρότεινε δική του λύση. Ο αυχένας της Νιάλας ήταν το μοναδικό πέρασμα, αν ο στρατός δεν είχε ανεβεί ως εκεί. Όλοι συμφώνησαν και σε ελάχιστο χρόνο η φάλαγγα ξεκίνησε. Ήταν 12 τ' Απρίλη στα 1947.
Ανάμεσα στους τρεις αντάρτικους λόχους, μικρά παιδιά, γυναίκες, άρρωστοι και τραυματίες, ακολουθούσαν το ανηφορικό μονοπάτι. Ψιλόβρεχε και όσο προχωρούσαν το κρύο δυνάμωνε, γιατί η Νιάλα δεν αστειεύεται αν κάνει και πεισμώσει. Το απέναντι βουνό, ο Καλόγερος, έδινε μάχη με λυσσασμένη άγρια χιονοθύελλα και πέρα κατά την Ήπειρο τα αστραπόβροντα κουνούσαν συθέμελα τη γη.
Η φάλαγγα ανέβαινε τη γιδόστρατα με την ψυχή στο στόμα και με δυσκολία, γιατί τα κοφτερά λιθάρια γλιστρούσαν επικίνδυνα. Το απαίσιο μήνυμα για τη θανατηφόρα καταστροφή, που όλο και πλησίαζε, το φανέρωναν τα μαύρα αγριοπούλια που βιαστικά πετούσαν αναζητώντας σπηλιές απάτητες. Σε λίγο, άνοιξε ο ουρανός και ξέρασε στις αγραφιώτικες ψηλοκορφές πρωτοφανέρωτη χιονοθύελλα και τρομερή παγωνιά. Μούγκριζε με μανία ο αέρας και ξερίζωνε ό,τι αντιστέκονταν. Σαν μεταξωτό γυαλιστερό σεντόνι, το χιόνι σκέπασε τις άγριες βουνοπλαγιές κι έτσι χάθηκαν τα λιγοστά σημάδια απ' το μονοπάτι. Γρήγορα, η φάλαγγα έχασε τη συνοχή της, από την επίθεση της απρόσμενης κακοκαιρίας, κι ο καθένας βάδιζε όπως τον βόλευε. Μπροστάρι της πορείας ο Σοφιανός και με το στοματοτηλέφωνο διέταζε κι έδινε δύναμη:
«Προχωρείτε, μην κόβετε τη φάλαγγα! Κουράγιο, θα βγούμε στον αυχένα και θα περάσουμε».
Στο πάλεμα με την καταστροφική μανία της φύσης, ένας αντάρτης, προσπαθώντας να πάρει ανάσα, δεν τα κατάφερε κι έπεσε νεκρός απ' τη βαριά κούραση και τον παγωμένο αέρα. Ο αμέσως επόμενος σύντροφος του κατέβαλε προσπάθειες να τον ανασηκώσει, αλλά έχασε κι ο ίδιος τη ζωή του, αφού δεν του απέμενε άλλη αντοχή. Η αδυσώπητη κακοκαιρία όλο και εντείνονταν. Ένας άλλος αντάρτης, ο Ισαάκ από την Πέλλα, γλίστρησε και χάθηκε κάτω στο γκρεμό.
Η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, δασκάλα από τον Παλαμά Καρδίτσας, αν και μόλις κατόρθανε να προχωρεί, έδινε κουράγιο στους συντρόφους της. Πιο πολύ όμως νοιαζόταν για τη συντοπίτισσά της, Βάγια Μπαρμπαράγια, που κρατούσε σφικτά στην αγκαλιά το τρίχρονο αγγελούδι της, τον μικρότερο δόκιμο παρτιζάνο.
Ο άνδρας της Βάγιας, κυνηγημένος από τις παρακρατικές συμμορίες, πήρε το όπλο και βγήκε στο βουνό. Τότε, η οργή και το εγκληματικό μένος ξέσπασε στη φαμελιά του. Η Βάγια, για ν' αποφύγει τον δικό της εξευτελισμό και της δεκαοχτάχρονης κόρης της, ακολούθησε τα χνάρια του αγαπημένου της με την ελπίδα ότι θα τον συναντήσει. Έτσι βρέθηκε στα λημέρια του Χάρου. Χαμένη και παραδομένη στην οργή της θύελλας, προσπαθούσε να ζεστάνει με το χνώτο της το αγοράκι που σπαρταρούσε σαν ψάρι στη στεριά. Πού όμως να βρεθεί ζεστό χνώτο σ' αυτή τη δολοφόνο παγωνιά;
Ξαφνικά, το άμοιρο αγοράκι, τινάχτηκε απότομα, τέντωσε τα ποδαράκια του και με ορθάνοιχτα μάτια κοίταξε ολόγυρα, σα να προσπαθούσε κάπου να ακουμπήσει με σιγουριά, αφού τα χέρια της μάνας του ξύλιασαν. Αδύναμο καθώς ήταν να κλάψει, ρωτούσε, με την ψυχούλα του, σε τι έφταιξε, ποιους έβλαψε και οδηγήθηκε στις μαύρες πόρτες του Άδη, που αμαντάλωτες το τραβούσαν στα φοβερά σκοτάδια τους. Σήκωσε ανάλαφρα το χεράκι του, σα να χαιρετούσε τον άδικο τούτο κόσμο, κι ο Χάρος, που το γυρόφερνε από ώρα φτερουγίζοντας κοντά του, έκλεισε για πάντα τα γλυκά κι αθώα ματάκια του. Μέσα στη μαύρη σκοτεινιά, ακούστηκαν οι σπαραξικάρδιες κραυγές, οι πένθιμοι λυγμοί και το δυνατό κλάμα της πονεμένης μάνας. Πληγωμένη καθώς ήταν η ίδια, ούτε που κατάλαβε τη θανατερή ανεμοζάλη που σαν φθινοπωρινό κιτρινισμένο πλατανόφυλλο άρπαξε το ακριβό της αγγελούδι από την αγκαλιά της. Με καταστροφική μανία, ο φοβερός ανεμοστρόβιλος το σήκωσε ψηλά και το χτύπησε άπονα, μια-δυο φορές στην κακοτράχαλη πλαγιά, κι ύστερα το αγγελούδι χάθηκε στις βαθιές αγραφιώτικες νεροσυρμές. Σαν πένθιμο νεκρολογικό εμβατήριο και οργισμένο μοιρολόι ακούστηκε τότε το επαναστατικό τραγούδι:
Θύελλες άνεμοι, γύρω μας πνέουν,
τέκνα του σκότους εμάς κυνηγούν
Σε υστέρες μάχες, μπλεκόμαστε τώρα
κι άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν.
Στις αρχές Απριλίου του 1947, από Καρπενήσι, Αγρίνιο, Άρτα και Καρδίτσα, επτά ταξιαρχίες του Κυβερνητικού Στρατού εξόρμησαν με κατεύθυνση τον ορεινό όγκο των Αγράφων. Ήταν οι ταξιαρχίες: 41η, 32η, 36η, 3η ορεινή, 71η, 72η και 75η. Οι τεράστιες στρατιωτικές φάλαγγες διέθεταν βαρύ πυροβολικό, όλμους, ορειβατικό πυροβολικό, σύγχρονα μέσα διαβιβάσεων και είχαν την αδιάκοπη κάλυψη της αεροπορίας. Αποκλειστικός τους στόχος ήταν ο εγκλωβισμός και το τσάκισμα του Δημοκρατικού Στρατού.
Οι επτά ταξιαρχίες είχαν στη διάθεση τους οπλισμό σύγχρονο και άφθονα πολεμοφόδια, ενώ ο Δημοκρατικός Στρατός τηρούσε απαρέγκλιτα τη διαταγή της ηγεσίας του για αυστηρή οικονομία στα πυρομαχικά.
Οι τρομερές συγκρούσεις άρχισαν από τα ριζά του θεσσαλικού κάμπου. Κάθε αντάρτικη θέση ισοπεδώνονταν κυριολεκτικά από οβίδες και ρουκέτες. Στη συνέχεια το πεζικό προωθούνταν για την κατάληψη της. Μέσα από τους καπνούς και την κόλαση της φωτιάς, οι άνδρες του Δημοκρατικού Στρατού, με πολυβόλα, λιγοστούς όλμους και λιανοτούφεκα, αντεπιτίθονταν με επιτυχία.
Σε, πολλές περιπτώσεις, τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού αρχικά υποχωρούσαν. Στη συνέχεια, μετά από πολύωρες και εξαντλητικές πορείες, κυρίως τη νύχτα, τα ίδια τμήματα χτυπούσαν πισώπλατα τους αντιπάλους. Ο Δημοκρατικός Στρατός είχε πλεονέκτημα, γιατί κρατούσε απρόσιτες υποχρεωτικές διαβάσεις, αλλά κάτω από τη συντριπτική υπεροχή του Κυβερνητικού Στρατού πολλές από τις διαβάσεις αυτές χάνονταν.
Στα Βραγγιανά Ευρυτανίας, σαν ατσάλινη τανάλια, γιγάντιες κυβερνητικές δυνάμεις απέκλεισαν κάθε μονοπάτι διαφυγής για εκατοντάδες αντάρτες. Εκεί ήταν το τάγμα του Δημοκρατικού Στρατού με διοικητή το Σοφιανό, ένα κινητό νοσοκομείο με βαριά τραυματισμένους αντάρτες, καθώς και οικογένειες αντάρτικες. Ο ταγματάρχης, αφού διαπίστωσε ότι ήταν τελείως ξεκομμένος από άλλες αντάρτικες μονάδες, και τα περάσματα είχαν μπλοκαριστεί από τον Κυβερνητικό Στρατό, κάλεσε τους διοικητές των λόχων και των διμοιριών να συναποφασίσουν για το ξεπέρασμα του άμεσου κινδύνου που τους απειλούσε.
«Ο εχθρός θέλει να μας εξοντώσει», είπε, «και δεν είναι δύσκολο να το πετύχει, αφού στον εγκλωβισμό μας συμμετέχουν τρεις ταξιαρχίες. Ο καθένας από σας να προτείνει πέρασμα και τρόπους διαφυγής».
Τα είπε αυτά ο Σοφιανός, πλημμυρισμένος από βαριά κατήφεια, γιατί τον ζεματούσε η τρομερή ευθύνη για τον κόσμο που είχε κοντά του. Έμπειρος παρτιζάνος, με πλούσια αντιστασιακή δράση, σαν είδε τους συντρόφους του να δυσκολεύονται στη διαμόρφωση σχεδίων, πρότεινε δική του λύση. Ο αυχένας της Νιάλας ήταν το μοναδικό πέρασμα, αν ο στρατός δεν είχε ανεβεί ως εκεί. Όλοι συμφώνησαν και σε ελάχιστο χρόνο η φάλαγγα ξεκίνησε. Ήταν 12 τ' Απρίλη στα 1947.
Ανάμεσα στους τρεις αντάρτικους λόχους, μικρά παιδιά, γυναίκες, άρρωστοι και τραυματίες, ακολουθούσαν το ανηφορικό μονοπάτι. Ψιλόβρεχε και όσο προχωρούσαν το κρύο δυνάμωνε, γιατί η Νιάλα δεν αστειεύεται αν κάνει και πεισμώσει. Το απέναντι βουνό, ο Καλόγερος, έδινε μάχη με λυσσασμένη άγρια χιονοθύελλα και πέρα κατά την Ήπειρο τα αστραπόβροντα κουνούσαν συθέμελα τη γη.
Η φάλαγγα ανέβαινε τη γιδόστρατα με την ψυχή στο στόμα και με δυσκολία, γιατί τα κοφτερά λιθάρια γλιστρούσαν επικίνδυνα. Το απαίσιο μήνυμα για τη θανατηφόρα καταστροφή, που όλο και πλησίαζε, το φανέρωναν τα μαύρα αγριοπούλια που βιαστικά πετούσαν αναζητώντας σπηλιές απάτητες. Σε λίγο, άνοιξε ο ουρανός και ξέρασε στις αγραφιώτικες ψηλοκορφές πρωτοφανέρωτη χιονοθύελλα και τρομερή παγωνιά. Μούγκριζε με μανία ο αέρας και ξερίζωνε ό,τι αντιστέκονταν. Σαν μεταξωτό γυαλιστερό σεντόνι, το χιόνι σκέπασε τις άγριες βουνοπλαγιές κι έτσι χάθηκαν τα λιγοστά σημάδια απ' το μονοπάτι. Γρήγορα, η φάλαγγα έχασε τη συνοχή της, από την επίθεση της απρόσμενης κακοκαιρίας, κι ο καθένας βάδιζε όπως τον βόλευε. Μπροστάρι της πορείας ο Σοφιανός και με το στοματοτηλέφωνο διέταζε κι έδινε δύναμη:
«Προχωρείτε, μην κόβετε τη φάλαγγα! Κουράγιο, θα βγούμε στον αυχένα και θα περάσουμε».
Στο πάλεμα με την καταστροφική μανία της φύσης, ένας αντάρτης, προσπαθώντας να πάρει ανάσα, δεν τα κατάφερε κι έπεσε νεκρός απ' τη βαριά κούραση και τον παγωμένο αέρα. Ο αμέσως επόμενος σύντροφος του κατέβαλε προσπάθειες να τον ανασηκώσει, αλλά έχασε κι ο ίδιος τη ζωή του, αφού δεν του απέμενε άλλη αντοχή. Η αδυσώπητη κακοκαιρία όλο και εντείνονταν. Ένας άλλος αντάρτης, ο Ισαάκ από την Πέλλα, γλίστρησε και χάθηκε κάτω στο γκρεμό.
Η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, δασκάλα από τον Παλαμά Καρδίτσας, αν και μόλις κατόρθανε να προχωρεί, έδινε κουράγιο στους συντρόφους της. Πιο πολύ όμως νοιαζόταν για τη συντοπίτισσά της, Βάγια Μπαρμπαράγια, που κρατούσε σφικτά στην αγκαλιά το τρίχρονο αγγελούδι της, τον μικρότερο δόκιμο παρτιζάνο.
Ο άνδρας της Βάγιας, κυνηγημένος από τις παρακρατικές συμμορίες, πήρε το όπλο και βγήκε στο βουνό. Τότε, η οργή και το εγκληματικό μένος ξέσπασε στη φαμελιά του. Η Βάγια, για ν' αποφύγει τον δικό της εξευτελισμό και της δεκαοχτάχρονης κόρης της, ακολούθησε τα χνάρια του αγαπημένου της με την ελπίδα ότι θα τον συναντήσει. Έτσι βρέθηκε στα λημέρια του Χάρου. Χαμένη και παραδομένη στην οργή της θύελλας, προσπαθούσε να ζεστάνει με το χνώτο της το αγοράκι που σπαρταρούσε σαν ψάρι στη στεριά. Πού όμως να βρεθεί ζεστό χνώτο σ' αυτή τη δολοφόνο παγωνιά;
Ξαφνικά, το άμοιρο αγοράκι, τινάχτηκε απότομα, τέντωσε τα ποδαράκια του και με ορθάνοιχτα μάτια κοίταξε ολόγυρα, σα να προσπαθούσε κάπου να ακουμπήσει με σιγουριά, αφού τα χέρια της μάνας του ξύλιασαν. Αδύναμο καθώς ήταν να κλάψει, ρωτούσε, με την ψυχούλα του, σε τι έφταιξε, ποιους έβλαψε και οδηγήθηκε στις μαύρες πόρτες του Άδη, που αμαντάλωτες το τραβούσαν στα φοβερά σκοτάδια τους. Σήκωσε ανάλαφρα το χεράκι του, σα να χαιρετούσε τον άδικο τούτο κόσμο, κι ο Χάρος, που το γυρόφερνε από ώρα φτερουγίζοντας κοντά του, έκλεισε για πάντα τα γλυκά κι αθώα ματάκια του. Μέσα στη μαύρη σκοτεινιά, ακούστηκαν οι σπαραξικάρδιες κραυγές, οι πένθιμοι λυγμοί και το δυνατό κλάμα της πονεμένης μάνας. Πληγωμένη καθώς ήταν η ίδια, ούτε που κατάλαβε τη θανατερή ανεμοζάλη που σαν φθινοπωρινό κιτρινισμένο πλατανόφυλλο άρπαξε το ακριβό της αγγελούδι από την αγκαλιά της. Με καταστροφική μανία, ο φοβερός ανεμοστρόβιλος το σήκωσε ψηλά και το χτύπησε άπονα, μια-δυο φορές στην κακοτράχαλη πλαγιά, κι ύστερα το αγγελούδι χάθηκε στις βαθιές αγραφιώτικες νεροσυρμές. Σαν πένθιμο νεκρολογικό εμβατήριο και οργισμένο μοιρολόι ακούστηκε τότε το επαναστατικό τραγούδι:
Θύελλες άνεμοι, γύρω μας πνέουν,
τέκνα του σκότους εμάς κυνηγούν
Σε υστέρες μάχες, μπλεκόμαστε τώρα
κι άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν.
Όσο το αντάρτικο καραβάνι πλησίαζε στον αυχένα τόσο η άγρια φουρτούνα ορμούσε ξέφρενα κατεπάνω του. Ο κύκλος της μέρας δεν είχε κλείσει, όμως τα βαριά αδιαπέραστα σκοτεινά σύννεφα σκέπαζαν τις ανθρωποφάγες πλαγιές της Νιάλας. Όσοι αντέχουν, γλιτώνουν απ' την οργισμένη επέλαση του Χάρου, προχωρούν και δίνουν κουράγιο στους ετοιμοθάνατους με το τραγούδι:
Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι,
στη Νιάλα πέφτουν κεραυνοί,
σειούνται στεριές και τα πελάγη
όπλων ακούγεται κλαγγή.
Οι βαθμοφόροι του αντάρτικου τμήματος διέτρεχαν τη φάλαγγα και προσπαθούσαν να τη συγκεριάσουν, χωρίς να είναι βέβαιοι ότι η κατεύθυνση που ακολουθούσαν είναι η σωστή. Τα πράγματα χειροτέρεψαν κι όποιος παραπατούσε δεν είχε γλιτωμό, αφού τον ρουφούσαν τα απύθμενα θεοσκότεινα φαράγγια. Κάπως έτσι χάθηκε κι ο πολίτης σύνδεσμος από τα Βραγγιανά. Χωρίς να το καταλάβουν είχαν πατήσει τον αυχένα και πελαγόδερναν, σκοντάφτοντας πάνω στα κουφάρια συντρόφων τους. Πενήντα και πλέον οι πεθαμένοι, κι ανάμεσα τους η Βάγια Μπαρμπαράγια με τη δεκαοχτάχρονη κόρη της. Μάνα και κόρη έμειναν εκεί άταφες, σφιχταγκαλιασμένες, να συντροφεύουν αιώνια το γλυκό τους αγοράκι. Ισως γιατί η ψυχούλα του τις είχε ανάγκη στ' άγρια σκοτεινά κι αφιλόξενα εκείνα μέρη.
Οι δύο λόχοι που προπορεύονταν, και που είχαν σημαντικές απώλειες, καβαλίκεψαν τον αυχένα και βρήκαν σίγουρο καταφύγιο στα βλάχικα κονάκια της Σάικας.
Ο τρίτος λόχος, με επικεφαλής το Γιάννη Παπαϊωάννου (Ερμή), πέρασε βιαστικά τον αυχένα και σε ελάχιστα μέτρα κατηφόρας σκόνταψε πάνω σε σκηνές του Κυβερνητικού Στρατού.
Η Νιάλα μούγκριζε, το αστραποβόλημα ξερίζωνε τα βράχια, κι εκείνοι, έρμαιοι της καταστροφής καθώς ήταν, αλογάριαστα χώθηκαν στ' αναπάντεχα στέγαστρα.
Οι αξιωματικοί του στρατού και οι στρατιώτες, ξυλιασμένοι και τυλιγμένοι σε χλαίνες και κουβέρτες, καρτερούσαν, ανάμεσα στους δικούς τους νεκρούς, το θάνατο. Σαν μπήκαν οι απρόσκλητοι μουσαφιραίοι, παραμέρισαν κι έκαναν τόπο για να βολευτούν όλοι στις σκηνές. Το μίσος και η έχθρα, που ως εκείνη τη στιγμή τους χώριζε, λιγόστεψε. Πρόσφεραν στους αντάρτες ξεχασμένες για κείνους λιχουδιές: ψωμί, κονσέρβες, σταφίδες και κονιάκ.
Νύχτωσε, κι έξω ούρλιαζε απειλητικά η κοσμοχαλασιά-όμως μέσα στις σκηνές άναψε το κουβεντολόι. Ο καθένας κατέθετε τα δικά του επιχειρήματα και καταμέριζε ευθύνες για τον αδελφοσκοτωμό. Όλοι όμως συμφωνούσαν πως το σαράκι της διχόνοιας πρέπει να εξοντωθεί, γιατί η εμφυλιοπολεμική σύγκρουση εξυπηρετεί συμφέροντα με τα οποία ο λαός δεν έχει καμία σχέση.
Ομόφωνα δέχτηκαν πως ο λαός έπεσε θύμα σκοτεινών κύκλων που διψούσαν για αίμα κι έτσι δεν μπόρεσε να διατηρήσει την ομοψυχία και την αλληλοκατανόηση, που εκεί ψηλά στης Νιάλας τα φαράγγια η άγρια φονική φύση επέβαλλε. Και ήταν αυτό το γεγονός ιστορικό, πρωτόγνωρο και μοναδικό σε παγκόσμια κλίμακα, αφού αντίπαλες στρατιωτικές δυνάμεις, βάναυσα αλληλομισούμενες, ξενύχτησαν αδελφωμένα στα ίδια στέγαστρα. Από το ψυχικό πλησίασμα των δυο αντιπάλων, ζεστάθηκαν οι καρδιές και νίκησαν το μίσος και το θάνατο.
Την άλλη μέρα, στις 13 Απριλίου 1947, οι Έλληνες γιόρταζαν το Πάσχα. Σ' άλλες περιοχές, ο ανοιξιάτικος ήλιος ανέβηκε ψηλά, ζέσταινε και φώτιζε, ενώ στη Νιάλα συνεχιζόταν η βαρυχειμωνιά με την ίδια ένταση, και το σκοτάδι δεν έλεγε να υποχωρήσει. Ο λοχαγός του Δημοκρατικού Στρατού Γιάννης Παπαϊωάννου, από διαίσθηση και μόνο, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η νύχτα είχε από ώρες αναδιπλωθεί. Με απεγνωσμένη προσπάθεια, βγήκε απ' τη σκηνή κι έβαλε στόχο να μαζέψει τους αντάρτες του για να φύγουν. Χωρίς να το γνωρίζει, βρέθηκε έξω από τη σκηνή του ταγματάρχη Αλευρά, τον οποίο και άκουσε να υπαγορεύει τηλεγράφημα προς την 72η ταξιαρχία του Κυβερνητικού Στρατού, που στρατοπέδευε στο χωριό Άγραφα:
-Από δριμύτατο ψύχος, συμμορίται Σοφιανού επάγωσαν άπαντες, εις κορυφήν Νιάλας. Υπολείμματα, περί τους εκατό συμμορίτας, κρατούνται αιχμάλωτοι εις αντίσκηνα μας. Αποστείλατε άνδρες προς παραλαβήν.
Ταγματάρχης Αλευράς.-
Η απάντηση του ασυρμάτου πλημμύρισε από χαρά τον Αλευρά και τους αξιωματικούς του:
-Ταγματάρχην Αλευράν. Στοπ. Δια το ηρωικό σας έργον, η πατρίς θα σας ευγνωμονεί και θα σας προβιβάσει οπωσδήποτε εις τον βαθμόν του συνταγματάρχου. Διαβιβάστε θερμά συγχαρητήρια μου εις απαντάς τους οπλίτας και βαθμοφόρους του τάγματος σας. Στοπ.
Διοικητής 72ας ταξιαρχίας.-
Ήταν πράγματι στιγμές θριάμβου για τον Αλευρά. Φόρεσε την τραγιάσκα που του προμήθευσαν πολίτες σύνδεσμοι από τ' Άγραφα και μαζί τους βγήκε έξω από το αντίσκηνο.
Ο λοχαγός του Δημοκρατικού Στρατού Παπαϊωάννου, ένας από τους πρωταγωνιστές στα γεγονότα της Νιάλας, καταθέτει τη μαρτυρία του για την εξέλιξη των γεγονότων και την παραθέτω αυτούσια, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εθνική Αντίσταση με τον τίτλο: «Πώς σκότωσα τον Αλευρά στις Νιάλες»:
" Όταν εγώ εκείνη τη στιγμή περνούσα κατά σύμπτωση από κοντά τους, ένα χέρι έφραξε το στήθος μου και ταυτόχρονα μου λέει κάποιος:
- Πού πάς εσύ;
Περνούσα από εκεί σκυφτά γιατί ο άνεμος χτυπούσε το χιόνι δυνατά στα μούτρα μου και δεν τους είδα καθόλου. Όταν σήκωσα το κεφάλι μου βλέπω μπροστά μου τρεις σκιές, τυλιγμένες με βλάχικες κάπες. Μόνο τα μάτια τους φαινόταν.
- Και ποιος είσαι εσύ; λέω σ' αυτόν που μου είχε φράξει το
στήθος.
- Ο ταγματάρχης! απαντάει με βροντερή και αυστηρή φωνή.
Έκανα ένα σάλτο παραμερίζοντας το χέρι του και προχώρησα το δρόμο μου, χωρίς να του πω τίποτα.
- Στάσου! άρχισε να φωνάζει θυμωμένα.
Εγώ πήγαινα χωρίς να του δώσω σημασία. Όμως αγρίεψε, φώναζε δυνατά και απειλούσε:
- Θα πυροβολήσω... Σταμάτα!...
Θα είχα απομακρυνθεί περίπου δέκα μέτρα, όταν γύρισα κατά μέτωπο προς αυτούς για να δω τι συμβαίνει και μισοβλέπω τον ταγματάρχη με το περίστροφο στο χέρι να απειλεί και να βρίζει τα θεία.
-Έτσι είσαι; του λέω και ακαριαία έχωσα το χέρι μου κάτω από τη χλαίνη, και τράβηξα από τη θήκη το πιστόλι μου, που κατά καλή τύχη δεν είχε παγώσει τελείως η σκανδάλη του.
Τη στιγμή εκείνη μια σφαίρα πέρασε και πήρε ξυστά τη χλαίνη πάνω στον αριστερό μου ώμο.
- Δεν σκοπεύετε καλά, ταγματάρχα, του λέω και τράβηξα κι εγώ τη σκανδάλη.
Η σφαίρα τον χτύπησε στο κεφάλι και ο ταγματάρχης σωριάστηκε πάνω στο χιόνι.
Ούτε ένα «ωχ» δεν πρόλαβε να πει. Τι ήθελε ο ταγματάρχης και παραβίασε την αναπόφευκτη ανακωχή που μας την είχε επιβάλει η φύση παρά τη θέληση μας; Αν εκείνος δεν προκαλούσε τη μονομαχία και δεν πυροβολούσε πρώτος, ασφαλώς δε θα δημιουργούνταν κανένα επεισόδιο και δε θα σκοτώνονταν κι ο ίδιος.
Μετά το σκοτωμό του ταγματάρχη όλοι ησύχασαν, οι αξιωματικοί τους μούδιασαν και λούφαξαν στ' αντίσκηνα. Οι δύο πολίτες σύνδεσμοι του Αλευρά προθυμοποιήθηκαν να εξυπηρετήσουν τώρα εμάς και να μας οδηγήσουν μέχρι το χωριό Σάικα. Στη σκηνή του ταγματάρχη, φώναξα για λίγο τους διμοιρίτες μου και τους έδωσα εντολή να συγκεντρώσουν τους άντρες τους που βρίσκονταν σκορπισμένοι στα εχθρικά αντίσκηνα και να φύγουμε όσο είναι δυνατόν πιο γρήγορα."
Το αντάρτικο παράγγελμα «αναλάβατε» πέρασε από σκηνή σε σκηνή και οι χαιρετούρες μεταξύ των αντιπάλων ήταν συγκινητικές. Η απροσδόκητη βουβή ανακωχή τελείωσε και το τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού ακολούθησε το δικό του δρόμο, συρρικνωμένο όμως, γιατί πολλοί ήσαν εκείνοι που έμειναν άθαφτοι στον φοβερό αυχένα, ενώ άλλοι, μισοπεθαμένοι μέσα στις σκηνές, δεν άκουσαν τη διαταγή για αναχώρηση. Ανάμεσα στους τελευταίους, η Θεσσαλιώτισσα δασκάλα Βαγγελιώ Κουσιάντζα, η οποία και ιστορεί τον επίλογο της τελευταίας τραγικής πράξης από τα δραματικά και ματωμένα γεγονότα της Νιάλας, με γράμμα που έστειλε από τις φυλακές Λαμίας σε φίλη της στην Καρδίτσα. Γράφει:
"Αγαπημένη μου Σωτηρία σ' αφήνω γεια μια για πάντα. Είμεθα μια μεγάλη παρέα. Με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις βρεθήκαμε στη Νιάλα στ' Άγραφα. Η απότομη πρωτοφανής χιονοθύελλα μας εδυσκόλεψε. Εγώ επί 24 ώρες έμεινα αναίσθητη, και αν έζησα μέχρις εδώ, τη ζωή μου τη χρεωστώ στο Βασίλη Φυτσιλή από τη Σέκλιζα, ο οποίος για χατίρι μου καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, χωρίς όμως και για να ζήσω. Ύστερα από πολλά, ενώ καθήμεθα μέσα σε σκηνές, μας παρέλαβε στρατός. Από το ψύχος είχα πρηστεί. Μας πήγαν στ' Άγραφα. Εν όλω είμεθα 30 κι εγώ 31. Μας κράτησαν τρεις ημέρες για ενέσεις. Από εκεί, στο Μοναστηράκι. Το τι δοκιμάσαμε εκεί δε λέγεται. Μας χτύπησαν και μου κόψαν τα μαλλιά, ολίγα πάντως. Στο Καρπενήσι, εκεί ήταν τα πολλά.
Με πήγαν σε μπουντρούμι σκοτεινό και χωροφύλακες μαυροσκούφηδες με χτύπησαν απάνθρωπα με σιδεριές και με κρανιές. Μου έσπασαν δύο πλευρά και ακόμα το σώμα μου είναι κατάμαυρο. Μας φέρανε εδώ. Τελική απομόνωση. Τους εξευτελισμούς και ηθικές καταπιέσεις όπου δοκιμάσαμε δε λέγονται. Την 1η Μαΐου μας κοινοποίησαν την απόφαση ότι στις 3 περνάμε από στρατοδικείο. Γράμμα δεν μπορούσαμε να στείλουμε διότι «δεν έκανε», όπως μας είπαν. Ήλθε ο πατέρας μου, παρακολούθησε δυο μέρες και μετά πήγε στην Αθήνα. Δεν μ' άφησαν διόλου να μιλήσω. Τώρα από προχθές, 5 Μαΐου, βγήκε απόφαση με θανατική ποινή. Μας σκηνοθέτησαν πολλά, ιδία εμένα, τόσα που δε λέγονται. Εν τέλει μας χαρακτήρισαν ως στρατολόγους, ηθικούς αυτουργούς.
Τι να γίνει, Σωτηρία μου, έτσι είναι ο κόσμος. Δεν έχω μπροστά μου παρά λίγα λεπτά, ελπίζοντας ίσως από Αθήνα ο πατέρας μου να φανεί. Έπειτα πλέον, φεύγω μια για πάντα, χρυσή μου. Εσύ να εργαστείς στο σχολείο και να δώσεις στη νεολαία να πιστέψει τι είναι εκείνο που εμείς πεθαίνουμε υπερήφανοι για την Ελλάδα και πηγαίνουμε ψηλά με τη συνείδηση μας καθαρή. Ως ενθύμιο δωρίζω το καρέ στη Βασιλικούλα σου, αφού άλλο τι δεν έχω.
Στη μάνα μου να κάνεις κουράγιο και να της δώσεις σε παρακαλώ τα υπόλοιπα πράγματα για ανάμνηση. Δε θέλω να με κλάψετε ούτε και να πενθείτε. Η θυσία μας που γίνεται, θα γίνει φάρος που θα φωτίσει όλο τον κόσμο για μια καλύτερη ζωή. Σ' όλο το δικό μας κόσμο, σκορπά τους ενθουσιώδεις χαιρετισμούς μας. Όπου πάμε και βρεθούμε θα συνεχίσουμε τη δουλειά μας, ώστε ερχόμενοι κάποτε κι εσείς να απολαύουμε όλοι μαζί τα αγαθά εκείνα που εδώ καθόλου δε βρέθηκαν. Σας αποχαιρετώ παντοτινά. Γεια σας -γεια σας. Βαγγελίτσα.
ΥΓ. Έρχονται να μας πάρουν για το σφαγείο. Θάρρος και υπομονή. Μη μας ξεχάσετε. Εύχομαι οι κόποι μας γρήγορα να αποβούν σε όφελος όλου του Λαού. Καλή καρδιά. Αντίο. Αντίο για πάντα.
Θάλαμος μελλοθανάτων, 8.5.1947. Λαμία."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου