Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ.
Είναι αλήθεια πως στενές σχέσεις με το θειο μου το Χουρμούζη, το μεγάλο αδερφό του πατέρα μου δηλαδή, δεν είχαμε. Ο ένας ο λόγος ήτανε που η μάνα μας δε μιλούσε και πολύ ενθουσιασμένη γι' αυτόν. Αντίθετα, μάλιστα, όλο και έβρισκε ευκαιρία να πετάει υπονοούμενα για τη συμπεριφορά του απέναντι στον πατέρα μας. Οτι τον αδίκησε, ότι δεν τον βοήθησε τότε που είχε ανάγκη, ότι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει για μας τα παιδιά, αν ζούμε ή αν πεθάναμε, όπως συμπλήρωνε χαρακτηριστικά. Ο πατέρας μου, βέβαια, ποτέ δεν απαντούσε στα σχόλια αυτά της μάνας μας. Σήκωνε τους ώμους του, φορούσε βαθιά, μέχρι τ' αυτιά του την καφετιά του τραγιάσκα και, όπως πάντα, αθόρυβος, έφευγε. Μόνο την πόρτα έβρισκε έναν τρόπο να τη χτυπάει φεύγοντας και τότε εμείς καταλαβαίναμε πως ο πατέρας μας είχε θυμώσει. Είτε γιατί κάτι ήξερε σχετικά με τη συμπεριφορά του αδερφού του και δεν ήθελε να το μαρτυρήσει, είτε γιατί δεν ήθελε ν' ακούει πικρά σχόλια για το μεγαλύτερο αδελφό του, τον Χουρμούζη, που, σύμφωνα με την ομολογία της γιαγιάς μας, αυτός τον είχε μεγαλώσει, μια και ο παππούς μας ο Γιώργης, πέθανε, όταν ο πατέρας μας ήτανε 2 χρονών. Κι όταν τα πράματα σφίξανε στην πατρίδα και οι Τούρκοι έπαιρναν στο στρατό και τα Ελληνόπουλα, που είχανε πατήσει τα 16, ο θειος μας ο Χουρμούζης έντυσε τον πατέρα μας γυναίκα και τον πέρασε κρυφά στην Ελλάδα. Τι ιστορία κι αυτή! Δε χορταίναμε να την ακούμε. Με τον τρόπο, μάλιστα, που μας τη διηγιότανε η γιαγιά μας, η Αλευρού, ακόμα και οι απλές λεπτομέρειες αυτού του πραγματικού περιστατικού έπαιρναν τις διαστάσεις του μύθου. Ενός τρομακτικού και μαζί αστείου παραμυθιού. Τρομακτικού, γιατί όσοι έπαιρναν μέρος σ' αυτόν έπαιζαν κυριολεκτικά με το θάνατο. Νύχτες ολόκληρες, μας έλεγε η γιαγιά, πότε με βροχή και πότε με χιόνι ήτανε αναγκασμένοι να κοιμούνται έξω. Και πολλές φορές να περπατάνε χιλιόμετρα, χωρίς ανάπαυση. Νηστικοί, κουρασμένοι, ξαγρυπνισμένοι. Ηταν και αστείο όμως αυτό το παραμύθι, γι' αυτό και πολλές φορές μας έπιανε η γιαγιά μας να κρυφογελάμε, γιατί φανταζόμασταν τον πατέρα μας ντυμένο γυναίκα και δεν κρατιόμαστε. Ο κυρ Χαράλαμπος γυναίκα!
Ο άλλος λόγος που οι σχέσεις μας με το θειο μας τον Χουρμούζη δεν ήτανε πολύ στενές ήτανε η γυναίκα του η Ελένη. Οταν την παντρεύτηκε, αυτή είχε περάσει τα 50. Χοντρή, χαμηλοκώλα με κατάμαυρα μαλλιά και ψιλό περμανάντ. Φορούσε και μια τριμμένη ρόμπα, βυσσινιά με πράσινες κλάρες, κοντές αντρικές κάλτσες και η αριστερή της παντόφλα ήτανε μονίμως τρύπια από μπροστά και φαινότανε το μεγάλο της δάχτυλο. Είχε και μια κόρη, από τον πρώτο της γάμο, την Τασούλα και ίσα με 500 στρέμματα χωράφι στο Λιμπάνοβο, στο σημερινό Αιγίνιο, κοντά στην Κατερίνη. Ολ' αυτά, βέβαια, δε μας πείραζαν. Ούτε τα χωράφια της ούτε τα χρόνια της. Εξάλλου σ' εκείνη την ηλικία που ήμασταν τότε δεν μπορούσαμε να συσχετίσουμε τα χρόνια με τις γυναίκες. Ασε που ο μπάρμπα Πασχάλης που νοίκιαζε ένα μικρό δωμάτιο απέναντι, στο διώροφο της κυρίας Κατίνας, κάθε φορά που περνούσε καμιά από αυτές τις νεάζουσες πενηντάρες και γέμιζε την ατμόσφαιρα φτηνές κολόνιες, έστριβε το μεγάλο του μουστάκι, μου έκλεινε το μάτι και αναστενάζοντας σιγομουρμούριζε:
-Αχ, Γιωργάκη, η παλιά η κότα έχει το ζουμί. Αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ, έτσι;
Εκείνο που μας ενοχλούσε, ιδιαίτερα εμένα, στη θεια μας τη Χουρμούζαινα ήτανε τα ξινά της μούτρα, γεμάτα κρεατοελιές με μια μαύρη σκληρή τρίχα στην άκρη τους, που, όταν αποφάσιζα να τη φιλήσω, με το ζόρι, γιατί μου το είχε επιβάλει η μάνα μου, με την ελπίδα πως θα κονομήσω κανένα δίφραγκο για χαρτζιλίκι, μου τρυπούσαν το μάγουλο σαν καρφίτσα. Φυσικά, ήτανε τόσο σπαγκοραμμένη η θεια, παρ' όλα τα 500 στρέμματα στο Λιμπάνοβο, που σπάνια έβαζε το χέρι στην τσέπη της. Ετσι το μόνο που «κονομούσα» ήτανε εκείνο το τσίμπημα από τις απαίσιες τρίχες της. Και δεν ήτανε μόνο τα μούτρα της θειας μας που μας ενοχλούσαν, ήτανε και τα σπασμένα της ελληνικά. Γνήσια καραμανλού, βλέπεις και ούτε που έκανε καμιά προσπάθεια να διορθωθεί το «λέγειν» της, όπως σχολίαζε η μανούλα μου. Ετσι, χρόνια ολόκληρα εμένα αντί να με φωνάζει «μπέμπη», όπως με φώναζαν τότε οι άλλοι οι συγγενείς, με φώναζε «πέπη». Το «μπαμπάκι» το έλεγε «παπάκι» και τα «μπούτια» τα έλεγε «πούτια»!
Είτε έτσι, είτε αλλιώς. Πότε με τη φτώχεια και πότε με λίγο βούτυρο πάνω στο ψωμί μας περνούσε ο καιρός, ήρθε και ο πόλεμος, έσπασε το μέτωπο. Η Θεσσαλονίκη γέμισε κυνηγημένους φαντάρους, γεμάτους ψείρες και ματωμένους επιδέσμους. Υστερα ήρθανε και οι Γερμανοί. Κατοχή, είπανε οι μεγάλοι. Εμείς ακούγαμε και σωπαίναμε. Ωσπου ήρθε και η μεγάλη η πείνα. Πρώτα έλειψε το λάδι, το τυρί, το βούτυρο. Υστερα έλειψε το αλεύρι, το ψωμί, τα πράσα, τα φασόλια, οι ντομάτες, τα φρούτα. Κι εμείς πεινούσαμε. Η μόνη παρηγοριά μας ήτανε ο κυρ Μιχάλης, ο μανάβης. Πριν μπούνε οι Γερμανοί, περνούσε κάθε μέρα και ξεσήκωνε τον κόσμο με την αγριοφωνάρα του. Ο αφιλότιμος. Εμείς τον βλέπαμε σαν μπαξέ, πάνω σε γαϊδούρι. Ηρθανε οι Γερμανοί όμως, λείψανε και τα ζαρζαβατικά. Ο κυρ Μιχάλης πούλησε το γαϊδούρι του, βράχνιασε και η φωνή του επικίνδυνα και αραίωσε και τα περάσματά του. Τι να πουλήσει εξάλλου; Τελευταία φορά που τον είδαμε ήτανε ένα μαγιάτικο πρωινό. Μόλις που κρατιόταν στα πόδια του. Στην κοκαλιάρικη πλάτη του κουβαλούσε ένα κοφίνι γεμάτο φρέσκα κουκιά. Πέσαμε με τα μούτρα εγώ και ο αδερφός μου. Η μάνα μου μας έβλεπε και τα μάτια της έτρεχαν σαν τις βρύσες. Τον κυρ Μιχάλη δεν τον ξαναείδαμε. Εφυγε για το βουνό, είπε ένα πρωί ψιθυριστά ο πατέρας μου. Εμείς που δεν ξέραμε τι θα πει τότε αυτή η κουβέντα, σκεφτήκαμε πως θα πήγε να μαζέψει κουκιά και περιμέναμε να τον δούμε κανένα πρωί στην πόρτα μας. Αδικα. Και η πείνα μας θέριευε. Ωσπου ένα πρωί μας άρπαξε η μάνα μας από το χέρι με το πρόσωπό της συννεφιασμένο, γεμάτο απελπισία και πίκρα, και μας πήγε σχεδόν τρέχοντας στο σπίτι του θειου μου του Χουρμούζη. Μας άνοιξε η θεια μου η Ελένη.
- Πείτε καλημέρα στη θεία Ελένη και δώστε της και ένα φιλάκι.
Ακούστηκε τρεμάμενη η φωνή της μάνας μου. Εγώ έκανα πως δεν άκουσα και πήγα και κάθισα σε μια καρέκλα μακριά από τη θεία μας. Η μάνα μου ήτανε τόσο συγχυσμένη, που δεν πρόσεξε την απρέπειά μου. Πήρε μόνο αγκαζέ τη θεια μου και χάθηκαν στην κουζίνα. Το τι είπανε εκεί μέσα το καταλάβαμε, όταν είδαμε την ξαδέρφη μας την Τασούλα να στρώνει το τραπέζι με ένα κόκκινο καρό τραπεζομάντιλο και τη θεια μου, την καραμανλού, να φέρνει ένα μεγάλο τεντζερέ γεμάτον αχνιστή φασολάδα.
-Ο θείος σας ο Χουρμούζης λείπει.
Είπε κάποια στιγμή, χωρίς να τη ρωτήσει κανείς, η θεια μου.
-Πήγε στα Γιαννιτσά να δώσει εμπόρευμα. Αυτά έχουν οι γυρολόγοι δεν κάθονται ποτέ στο σπίτι τους.
Ούτε που δώσαμε σημασία στην εξήγηση για την απουσία του θείου μας του Χουρμούζη. Οταν φεύγαμε όμως και τρίβαμε τις φουσκωμένες κοιλιές μας όλο περηφάνια που εμείς φάγαμε εκείνο το μεσημέρι, εγώ έσκυψα να χαϊδέψω ένα κοκαλιάρικο γατάκι που είχε κουλουριαστεί ανάμεσα στα χόρτα. Και τότε είδα το θειο μου να κατηφορίζει, τρέχοντας σχεδόν, με μια μεγάλη βαλίτσα. Δεν είπα τίποτε. Ούτε την άλλη φορά είπα τίποτε. Γιατί από εκείνη τη μέρα πηγαίναμε δυο φορές την εβδομάδα και τρώγαμε στου θειου μου του Χουρμούζη. Και κάθε φορά εκείνος έλειπε για να πάει εμπόρευμα στα Γιαννιτσά σαν «γυρολόγος» που ήτανε. Μια μέρα μάλιστα, η θεια μου η Ελένη με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα και τις τρίχες του προσώπου της ακόμα πιο σκληρές μουρμούρισε...
-Ο θειος σας θα λείψει για πολύ. Οι γυρολόγοι βλέπεις δεν κάθονται ποτέ στο σπίτι τους.
Η ξαδέρφη μας η Τασούλα πάτησε τα κλάματα και έτρεξε να χαθεί στο δωμάτιό της. Κι έτσι που περνούσε από κοντά μου, μου τράβηξε μια δυνατή κλοτσιά στο κότσι και με πονούσε μια ολόκληρη εβδομάδα. Εκείνη τη μέρα έφαγα δυο πιάτα γεμάτα, γιατί κατάλαβα πως ήτανε τελευταία φορά που τρώγαμε στου θειου μου. Φύγαμε με κατεβασμένα τα κεφάλια. Ούτε «ευχαριστώ», ούτε τίποτε.
Ετσι άρχισαν πάλι οι πείνες. Ο κυρ Μιχάλης στο βουνό, ο θειος μου ο Χουρμούζης στο μακρινό του ταξίδι με το μυστήριο το εμπόρευμα στη μεγάλη βαλίτσα, σαν «γυρολόγος» που ήτανε, και οι δικοί μας ανήμποροι να παλέψουν το κακό. Ωσπου ένα πρωί όρμησε η μάνα μας εκεί που παίζαμε με τις πάνινες τις μπάλες στη μικρή πλατειούλα της γειτονιάς μας. Τρομάξαμε.
-Γιώργο, Νίκο, η θεια σας η Ελένη ειδοποίησε να πάτε. Ο θείος ο Χουρμούζης επέστρεψε.
Φύγαμε τρέχοντας. Στο δρόμο έκλεινα τα μάτια μου και έβλεπα μπροστά μου πιάτα γεμάτα με αχνιστές φασολάδες. Φρέσκα ψωμιά και την ξαδέρφη μου την Τασούλα να μας γεμίζει τα κρυστάλλινα ποτήρια με γάργαρο νερό. Δεν είπαμε κουβέντα για τον επανακάμψαντα «γυρολόγο». Ούτε η θεια μου είπε τίποτε. Κάποια στιγμή, όμως, άνοιξε η πόρτα της κουζίνας και φάνηκε ο θειος μου ο Χουρμούζης. Δεν κρατούσε βαλίτσα ούτε φορούσε εκείνη τη μακριά βυσσινιά ρόμπα. Δε φορούσε ούτε τα χρυσά του τα γυαλιά που στραφτάλιζαν στον ήλιο και μας έκαναν εντύπωση. Το πρόσωπό του ήτανε κίτρινο, ο λαιμός του ήτανε μπαταρισμένος με έναν κάτασπρο επίδεσμο που σε μια του μεριά ήτανε ματωμένος και ακουμπούσε σε δυο ξύλινες πατερίτσες. Τότε προσέξαμε γεμάτοι τρόμο πως του έλειπε το ένα πόδι. Μας κοίταξε κάμποσα λεφτά και μετά γύρισε πάλι στην κουζίνα. Τσιμουδιά εμείς. Δεν είχαμε όρεξη να φάμε. Δεν κατέβαινε τίποτε. Αφήσαμε τα κουτάλια και φύγαμε, όπως την άλλη φορά. Χωρίς «ευχαριστώ», χωρίς «τίποτε»!
Πέρασαν τα χρόνια. Ούτε που άκουσα στο σπίτι μας να γίνεται λόγος για το θειο μας, το Χουρμούζη. Πέθανε και ο πατέρας. Μια μέρα είδα την Τασούλα, με άσπρα μαλλιά και λυγισμένη στα δύο. Εκανα πως δεν την είδα. Ετσι όμως που περνάνε τα χρόνια, ήρθε και το 12ο Συνέδριο του Κόμματος. Σε ένα διάλειμμα με πλησίασε ένας γεροντάκος.
- Δε μου λες, σύντροφε, το Χουρμούζη το Χουρμουζιάδη τι τον είχες;
-Θείο, αδελφός του πατέρα μου.
-Ε ρε τι τραβήξαμε μαζί στη Μακρόνησο. Μέχρι που τον σφάξανε ένα πρωί και τον στείλανε πίσω στην Αθήνα τυλιγμένο μέσα σε ένα μουσαμά!
Να τι ήξερε, λοιπόν, ο πατέρας μου και δεν απαντούσε στα σχόλια της μάνας μου, μόνο έφευγε βροντώντας την πόρτα, όταν εκείνη μιλούσε πικρά για τον αδερφό του το Χουρμούζη, το «γυρολόγο», που ένα πρωί τον σφάξανε και τον στείλανε πίσω στην Αθήνα, τυλιγμένο σε ένα μουσαμά!
Ο άλλος λόγος που οι σχέσεις μας με το θειο μας τον Χουρμούζη δεν ήτανε πολύ στενές ήτανε η γυναίκα του η Ελένη. Οταν την παντρεύτηκε, αυτή είχε περάσει τα 50. Χοντρή, χαμηλοκώλα με κατάμαυρα μαλλιά και ψιλό περμανάντ. Φορούσε και μια τριμμένη ρόμπα, βυσσινιά με πράσινες κλάρες, κοντές αντρικές κάλτσες και η αριστερή της παντόφλα ήτανε μονίμως τρύπια από μπροστά και φαινότανε το μεγάλο της δάχτυλο. Είχε και μια κόρη, από τον πρώτο της γάμο, την Τασούλα και ίσα με 500 στρέμματα χωράφι στο Λιμπάνοβο, στο σημερινό Αιγίνιο, κοντά στην Κατερίνη. Ολ' αυτά, βέβαια, δε μας πείραζαν. Ούτε τα χωράφια της ούτε τα χρόνια της. Εξάλλου σ' εκείνη την ηλικία που ήμασταν τότε δεν μπορούσαμε να συσχετίσουμε τα χρόνια με τις γυναίκες. Ασε που ο μπάρμπα Πασχάλης που νοίκιαζε ένα μικρό δωμάτιο απέναντι, στο διώροφο της κυρίας Κατίνας, κάθε φορά που περνούσε καμιά από αυτές τις νεάζουσες πενηντάρες και γέμιζε την ατμόσφαιρα φτηνές κολόνιες, έστριβε το μεγάλο του μουστάκι, μου έκλεινε το μάτι και αναστενάζοντας σιγομουρμούριζε:
-Αχ, Γιωργάκη, η παλιά η κότα έχει το ζουμί. Αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ, έτσι;
Εκείνο που μας ενοχλούσε, ιδιαίτερα εμένα, στη θεια μας τη Χουρμούζαινα ήτανε τα ξινά της μούτρα, γεμάτα κρεατοελιές με μια μαύρη σκληρή τρίχα στην άκρη τους, που, όταν αποφάσιζα να τη φιλήσω, με το ζόρι, γιατί μου το είχε επιβάλει η μάνα μου, με την ελπίδα πως θα κονομήσω κανένα δίφραγκο για χαρτζιλίκι, μου τρυπούσαν το μάγουλο σαν καρφίτσα. Φυσικά, ήτανε τόσο σπαγκοραμμένη η θεια, παρ' όλα τα 500 στρέμματα στο Λιμπάνοβο, που σπάνια έβαζε το χέρι στην τσέπη της. Ετσι το μόνο που «κονομούσα» ήτανε εκείνο το τσίμπημα από τις απαίσιες τρίχες της. Και δεν ήτανε μόνο τα μούτρα της θειας μας που μας ενοχλούσαν, ήτανε και τα σπασμένα της ελληνικά. Γνήσια καραμανλού, βλέπεις και ούτε που έκανε καμιά προσπάθεια να διορθωθεί το «λέγειν» της, όπως σχολίαζε η μανούλα μου. Ετσι, χρόνια ολόκληρα εμένα αντί να με φωνάζει «μπέμπη», όπως με φώναζαν τότε οι άλλοι οι συγγενείς, με φώναζε «πέπη». Το «μπαμπάκι» το έλεγε «παπάκι» και τα «μπούτια» τα έλεγε «πούτια»!
Είτε έτσι, είτε αλλιώς. Πότε με τη φτώχεια και πότε με λίγο βούτυρο πάνω στο ψωμί μας περνούσε ο καιρός, ήρθε και ο πόλεμος, έσπασε το μέτωπο. Η Θεσσαλονίκη γέμισε κυνηγημένους φαντάρους, γεμάτους ψείρες και ματωμένους επιδέσμους. Υστερα ήρθανε και οι Γερμανοί. Κατοχή, είπανε οι μεγάλοι. Εμείς ακούγαμε και σωπαίναμε. Ωσπου ήρθε και η μεγάλη η πείνα. Πρώτα έλειψε το λάδι, το τυρί, το βούτυρο. Υστερα έλειψε το αλεύρι, το ψωμί, τα πράσα, τα φασόλια, οι ντομάτες, τα φρούτα. Κι εμείς πεινούσαμε. Η μόνη παρηγοριά μας ήτανε ο κυρ Μιχάλης, ο μανάβης. Πριν μπούνε οι Γερμανοί, περνούσε κάθε μέρα και ξεσήκωνε τον κόσμο με την αγριοφωνάρα του. Ο αφιλότιμος. Εμείς τον βλέπαμε σαν μπαξέ, πάνω σε γαϊδούρι. Ηρθανε οι Γερμανοί όμως, λείψανε και τα ζαρζαβατικά. Ο κυρ Μιχάλης πούλησε το γαϊδούρι του, βράχνιασε και η φωνή του επικίνδυνα και αραίωσε και τα περάσματά του. Τι να πουλήσει εξάλλου; Τελευταία φορά που τον είδαμε ήτανε ένα μαγιάτικο πρωινό. Μόλις που κρατιόταν στα πόδια του. Στην κοκαλιάρικη πλάτη του κουβαλούσε ένα κοφίνι γεμάτο φρέσκα κουκιά. Πέσαμε με τα μούτρα εγώ και ο αδερφός μου. Η μάνα μου μας έβλεπε και τα μάτια της έτρεχαν σαν τις βρύσες. Τον κυρ Μιχάλη δεν τον ξαναείδαμε. Εφυγε για το βουνό, είπε ένα πρωί ψιθυριστά ο πατέρας μου. Εμείς που δεν ξέραμε τι θα πει τότε αυτή η κουβέντα, σκεφτήκαμε πως θα πήγε να μαζέψει κουκιά και περιμέναμε να τον δούμε κανένα πρωί στην πόρτα μας. Αδικα. Και η πείνα μας θέριευε. Ωσπου ένα πρωί μας άρπαξε η μάνα μας από το χέρι με το πρόσωπό της συννεφιασμένο, γεμάτο απελπισία και πίκρα, και μας πήγε σχεδόν τρέχοντας στο σπίτι του θειου μου του Χουρμούζη. Μας άνοιξε η θεια μου η Ελένη.
- Πείτε καλημέρα στη θεία Ελένη και δώστε της και ένα φιλάκι.
Ακούστηκε τρεμάμενη η φωνή της μάνας μου. Εγώ έκανα πως δεν άκουσα και πήγα και κάθισα σε μια καρέκλα μακριά από τη θεία μας. Η μάνα μου ήτανε τόσο συγχυσμένη, που δεν πρόσεξε την απρέπειά μου. Πήρε μόνο αγκαζέ τη θεια μου και χάθηκαν στην κουζίνα. Το τι είπανε εκεί μέσα το καταλάβαμε, όταν είδαμε την ξαδέρφη μας την Τασούλα να στρώνει το τραπέζι με ένα κόκκινο καρό τραπεζομάντιλο και τη θεια μου, την καραμανλού, να φέρνει ένα μεγάλο τεντζερέ γεμάτον αχνιστή φασολάδα.
-Ο θείος σας ο Χουρμούζης λείπει.
Είπε κάποια στιγμή, χωρίς να τη ρωτήσει κανείς, η θεια μου.
-Πήγε στα Γιαννιτσά να δώσει εμπόρευμα. Αυτά έχουν οι γυρολόγοι δεν κάθονται ποτέ στο σπίτι τους.
Ούτε που δώσαμε σημασία στην εξήγηση για την απουσία του θείου μας του Χουρμούζη. Οταν φεύγαμε όμως και τρίβαμε τις φουσκωμένες κοιλιές μας όλο περηφάνια που εμείς φάγαμε εκείνο το μεσημέρι, εγώ έσκυψα να χαϊδέψω ένα κοκαλιάρικο γατάκι που είχε κουλουριαστεί ανάμεσα στα χόρτα. Και τότε είδα το θειο μου να κατηφορίζει, τρέχοντας σχεδόν, με μια μεγάλη βαλίτσα. Δεν είπα τίποτε. Ούτε την άλλη φορά είπα τίποτε. Γιατί από εκείνη τη μέρα πηγαίναμε δυο φορές την εβδομάδα και τρώγαμε στου θειου μου του Χουρμούζη. Και κάθε φορά εκείνος έλειπε για να πάει εμπόρευμα στα Γιαννιτσά σαν «γυρολόγος» που ήτανε. Μια μέρα μάλιστα, η θεια μου η Ελένη με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα και τις τρίχες του προσώπου της ακόμα πιο σκληρές μουρμούρισε...
-Ο θειος σας θα λείψει για πολύ. Οι γυρολόγοι βλέπεις δεν κάθονται ποτέ στο σπίτι τους.
Η ξαδέρφη μας η Τασούλα πάτησε τα κλάματα και έτρεξε να χαθεί στο δωμάτιό της. Κι έτσι που περνούσε από κοντά μου, μου τράβηξε μια δυνατή κλοτσιά στο κότσι και με πονούσε μια ολόκληρη εβδομάδα. Εκείνη τη μέρα έφαγα δυο πιάτα γεμάτα, γιατί κατάλαβα πως ήτανε τελευταία φορά που τρώγαμε στου θειου μου. Φύγαμε με κατεβασμένα τα κεφάλια. Ούτε «ευχαριστώ», ούτε τίποτε.
Ετσι άρχισαν πάλι οι πείνες. Ο κυρ Μιχάλης στο βουνό, ο θειος μου ο Χουρμούζης στο μακρινό του ταξίδι με το μυστήριο το εμπόρευμα στη μεγάλη βαλίτσα, σαν «γυρολόγος» που ήτανε, και οι δικοί μας ανήμποροι να παλέψουν το κακό. Ωσπου ένα πρωί όρμησε η μάνα μας εκεί που παίζαμε με τις πάνινες τις μπάλες στη μικρή πλατειούλα της γειτονιάς μας. Τρομάξαμε.
-Γιώργο, Νίκο, η θεια σας η Ελένη ειδοποίησε να πάτε. Ο θείος ο Χουρμούζης επέστρεψε.
Φύγαμε τρέχοντας. Στο δρόμο έκλεινα τα μάτια μου και έβλεπα μπροστά μου πιάτα γεμάτα με αχνιστές φασολάδες. Φρέσκα ψωμιά και την ξαδέρφη μου την Τασούλα να μας γεμίζει τα κρυστάλλινα ποτήρια με γάργαρο νερό. Δεν είπαμε κουβέντα για τον επανακάμψαντα «γυρολόγο». Ούτε η θεια μου είπε τίποτε. Κάποια στιγμή, όμως, άνοιξε η πόρτα της κουζίνας και φάνηκε ο θειος μου ο Χουρμούζης. Δεν κρατούσε βαλίτσα ούτε φορούσε εκείνη τη μακριά βυσσινιά ρόμπα. Δε φορούσε ούτε τα χρυσά του τα γυαλιά που στραφτάλιζαν στον ήλιο και μας έκαναν εντύπωση. Το πρόσωπό του ήτανε κίτρινο, ο λαιμός του ήτανε μπαταρισμένος με έναν κάτασπρο επίδεσμο που σε μια του μεριά ήτανε ματωμένος και ακουμπούσε σε δυο ξύλινες πατερίτσες. Τότε προσέξαμε γεμάτοι τρόμο πως του έλειπε το ένα πόδι. Μας κοίταξε κάμποσα λεφτά και μετά γύρισε πάλι στην κουζίνα. Τσιμουδιά εμείς. Δεν είχαμε όρεξη να φάμε. Δεν κατέβαινε τίποτε. Αφήσαμε τα κουτάλια και φύγαμε, όπως την άλλη φορά. Χωρίς «ευχαριστώ», χωρίς «τίποτε»!
Πέρασαν τα χρόνια. Ούτε που άκουσα στο σπίτι μας να γίνεται λόγος για το θειο μας, το Χουρμούζη. Πέθανε και ο πατέρας. Μια μέρα είδα την Τασούλα, με άσπρα μαλλιά και λυγισμένη στα δύο. Εκανα πως δεν την είδα. Ετσι όμως που περνάνε τα χρόνια, ήρθε και το 12ο Συνέδριο του Κόμματος. Σε ένα διάλειμμα με πλησίασε ένας γεροντάκος.
- Δε μου λες, σύντροφε, το Χουρμούζη το Χουρμουζιάδη τι τον είχες;
-Θείο, αδελφός του πατέρα μου.
-Ε ρε τι τραβήξαμε μαζί στη Μακρόνησο. Μέχρι που τον σφάξανε ένα πρωί και τον στείλανε πίσω στην Αθήνα τυλιγμένο μέσα σε ένα μουσαμά!
Να τι ήξερε, λοιπόν, ο πατέρας μου και δεν απαντούσε στα σχόλια της μάνας μου, μόνο έφευγε βροντώντας την πόρτα, όταν εκείνη μιλούσε πικρά για τον αδερφό του το Χουρμούζη, το «γυρολόγο», που ένα πρωί τον σφάξανε και τον στείλανε πίσω στην Αθήνα, τυλιγμένο σε ένα μουσαμά!
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ (βιογραφικό)
Καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1935. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Δίδαξε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση (1961 - 1964). Το 1965 ορίστηκε Εφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας. Το 1973 έγινε Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Την περίοδο 1976 - 1978 ήταν υπότροφος της Alexander v. Humbolt στη Χαϊδελβέργη, για μετεκπαίδευση στην Ευρωπαϊκή Ιστορία. Το 1981 εκλέχθηκε καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Το 1983 έγινε κοσμήτορας στη ΦΣ του ΑΠΘ και το 1985 έγινε αντιπρύτανης του ΑΠΘ.
Ασχολείται με την έρευνα Νεολιθικής Περιόδου κάνοντας ανασκαφές σε προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Εχει εκδώσει και διευθύνει τα περιοδικά «Ανθρωπολογικά» (1978 - 1982) και «Γόρδων» (1991 - 1995), με σκοπό τη διάδοση και στην Ελλάδα των θεωρητικών «κινημάτων» της Αρχαιολογίας που αναπτύσσονται στην Αμερική και στην Ευρώπη.
Ασχολείται επίσης με τη Μουσειολογία συστηματικά και οργανώνει ειδικά φροντιστήρια στο ΑΠΘ. Είναι συγγραφέας 5 βιβλίων ενώ αρθρογραφεί συστηματικά. Είναι μέλος πολλών Ευρωπαϊκών Αρχαιολογικών Ινστιτούτων.
Καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1935. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Δίδαξε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση (1961 - 1964). Το 1965 ορίστηκε Εφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας. Το 1973 έγινε Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Την περίοδο 1976 - 1978 ήταν υπότροφος της Alexander v. Humbolt στη Χαϊδελβέργη, για μετεκπαίδευση στην Ευρωπαϊκή Ιστορία. Το 1981 εκλέχθηκε καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Το 1983 έγινε κοσμήτορας στη ΦΣ του ΑΠΘ και το 1985 έγινε αντιπρύτανης του ΑΠΘ.
Ασχολείται με την έρευνα Νεολιθικής Περιόδου κάνοντας ανασκαφές σε προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Εχει εκδώσει και διευθύνει τα περιοδικά «Ανθρωπολογικά» (1978 - 1982) και «Γόρδων» (1991 - 1995), με σκοπό τη διάδοση και στην Ελλάδα των θεωρητικών «κινημάτων» της Αρχαιολογίας που αναπτύσσονται στην Αμερική και στην Ευρώπη.
Ασχολείται επίσης με τη Μουσειολογία συστηματικά και οργανώνει ειδικά φροντιστήρια στο ΑΠΘ. Είναι συγγραφέας 5 βιβλίων ενώ αρθρογραφεί συστηματικά. Είναι μέλος πολλών Ευρωπαϊκών Αρχαιολογικών Ινστιτούτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου