Ιωάννης Γ. Νεραντζής
Η Επανάσταση στο Βραχώρι (Αγρίνιο) το 1821, άργησε να εκδηλωθεί και τούτο οφείλεται στο ότι το Βραχώρι ήταν η έδρα ισχυρών Τουρκικών στρατευμάτων και το Τούρκικο Στρατιωτικό Κέντρο της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος. Ακόμη στο Βραχώρι (Αγρίνιο) ήσαν συγκεντρωμένοι πολλοί αξιωματούχοι Τούρκοι, επειδή ήταν και το διοικητικό κέντρο της περιοχής και επειδή είχε οικονομική εξάρτηση απευθείας από την εκάστοτε Βαλιδέ Σουλτάνα.
Το Βραχώρι (Αγρίνιο) λοιπόν, ήταν για την Δυτική Ελλάδα, ό,τι η Τριπολιτσά για την Πελοπόννησο. Τόσον ο Διονύσιος Κόκκινος,όσον και η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, αντλώντας από τον Ιωάννη Φιλήμωνα, γράφουν ότι στο Βραχώρι, κάθε διώροφη ή τριώροφη Τουρκική οικοδομή, ήταν τριγυρισμένη με διπλό και τριπλό καμμιά φορά τείχισμα και αυλόθυρες σε πολλές μεριές-μοναδικό φαινόμενο σε όλη την Ελλάδα – πράγμα που δηλώνει την άγρια τυραννία των Τούρκων και την τραγική θέση των Χριστιανικών οικογενειών, που ήσαν υπερδιπλάσιες των Τουρκικών. Η τυραννία έγινε αβάσταχτη ιδίως τις παραμονές της Επανάστασης, όταν στρατιωτικός διοικητής του Βραχωρίου ήταν ο Τουρκαλβανός Νούρκας Σέρβανης και πολιτικός διοικητής Αλάμπεης.
Όμως, μετά τα πρώτα επαναστατικά κρούσματα στην Αιτωλοακαρνανία, οι Τούρκοι άρχισαν ν’ ανησυχούν και ο φόβος τους μεγάλωσε, όταν στην πόλη άρχισαν να μαζεύονται και οι ομόθρησκοί τους της υπαίθρου. Και οι φόβοι τους βγήκαν αληθινοί: Στις 26 με 27 Μαϊου, (ή κατά τον Θ.Α.Χαβέλα στις 19 Μαϊου, ημέρα της Πεντηκοστής του Πάσχα), οι Επαναστατικές δυνάμεις της Αιτ/νίας καταλάβανε θέσεις γύρω από το Βραχώρι για να το εκπολιορκήσουν. Το βράδυ της 28ης Μαϊου 1821 ο κλοιός γύρω από το Βραχώρι είχε ολοκληρωθεί και τα χαράματα της ίδιας νύχτας (28-5-1821) άρχισε γενική επίθεση απ’ όλες τις μεριές, πρώτα προς τις απόκεντρες συνοικίες της πόλης. Η έφοδος αιφνιδίασε τους τούρκους, που πιστεύανε ότι οι Αιτωλοακαρνάνες δεν θα αποτολμούσαν επίθεση εναντίον του πανίσχυρου φρουρίου του Βραχωρίου.
Γιορτάζανε το «Ραμαζάνι» τους εκείνη την ημέρα και μόλις ακούσανε τους πυροβολισμούς των Ελλήνων, έντρομοι, σπεύσανε στα «ενδότερα» της πόλης. Οι πρώτοι ένοπλοι Έλληνες, που πατήσανε στην πόλη, βάλανε φωτιά στα πρώτα σπίτια. Και οι εντός της πόλης Βραχωρίτες όμως περιμένανε την επίθεση. Γιαυτό, μόλις άρχισε, βάλανε μόνοι τους φωτιά στα σπίτια τους, για να επιτείνουν τον πανικό στους Τούρκους. Οι επιθέσεις των πολιορκητών μεγάλωσαν, γιατί συνέχεια έφθαναν καινούργιες ενισχύσεις, που ανέβασαν τον αριθμό των Ελλήνων στις 4.000, όταν στις 5 Ιουνίου 1821 έφτασε στο Βραχώρι και ο Γιώργης Βαρβνακιώτης με πολλούς Ξηρομερίτες. Απεναντίας οι πολιορκούμενοι βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, γιατί εν τω μεταξύ άρχισαν και οι διχόνοιες τους με τον Τουρκαλβανό Νούρκα Σέρβανη, που τους εγκατέλειψε κρυφά, παίρνοντας μαζί του όλους τους Τούρκικους θησαυρούς, αλλά συνελήφθηκε αργότερα από τους Έλληνες πολιορκητές, με τους οποίους ήλθε σε συμφωνία. Οπότε μετά, και οι έγκλειστοι στο Βραχώρι Τούρκοι, με τον Δερβέν αγά Ταχήρ Παπούλία, που δεν ήταν Αλβανός, υπογράψανε συμφωνία με τον Γ.Βαρνακιώτη, που υποχρέωνε τους Τούρκους να παραδώσουν τα όπλα και να πάνε όπου θέλουν.
Έτσι, στις 11 Ιουνίου 1821, έπεσε το Βραχώρι (Αγρίνιο), που ήταν το προπύργιο των Τούρκων στη Δυτική Ελλάδα. «Και ούτως εκυριεύθη το περίφημο Βραχώρι, η πρωτεύουσα της ηγεμονίας της υπό των Οθωμανών ονομαζομένης Κάρλελη», γράφει ο αγωνιστής Λάμπρος Κουτσονίκας στα απομνημονεύματά του.
Η λαϊκή μούσα αποθανάτισε την πολιορκία του Βραχωρίου με το εξής δημοτικό τραγούδι, που το έχει καταχωρημένο ο Πετρώφ στη συλλογή του.
Σ’ όλον τον κόσμο ξαστεριά,
σ’ όλον τον κόσμο ήλιος,
και στο Ζαπαντοβράχωρο
όλο καπνός κι αντάρα.
Καπιταναίοι τόκαψαν
καπιταναίοι το καίναι.
Μετά την επιτυχή – στην πρώτη της φάση – έκβαση της Επανάστασης στην Αιτωλ/νία και την εκδίωξη των Τούρκων, προέκυψε θέμα διοικητικής οργάνωσης της ελεύθερης πια περιοχής και εκλογής τοπικής Αρχής.
Όμως το θέμα, που αφορά στον Οργανισμό της διοίκησης Δυτικής Ελλάδας, οι ιστορικοί σκόπιμα το αφήνουν αδιευκρίνιστο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση ότι πρώτος αντιλήφθηκε την ανάγκη του ο Μαυροκορδάτος.
Αυτό είναι λάθος. Γιατί ο στρατηγός Γεώργιος Βαρνακιώτης, αμέσως μετά την κατάληψη του Βραχωρίου, «συνεκάλεσε τους προκριτοτέρους άνδρας της Δυτικής Ελλάδος εν Αγρινίω και συνεκρότησε εκεί μυστικήν σύνοδον προς αποκατάστασιν προσωρινής τοπικής διοικήσεως, ήτις και ωνομάσθη Ιερουσία της Δυτικής Ελλάδος».
Το γεγονός αναφέρεται και σε έγγραφο του Αγώνα, που δημοσιεύεται από τον Ν. Φυσεντζίδη, και γράφει ότι «αμέσως ο καπετάν Ηεωργάκης εσύστησε γερουσία από τους παλιούς προεστώτας των επαρχιών και επάρχους εις τας επαρχίας».
Έδρα της Γερουσίας ορίσθηκε Βραχώρι.
Ο Μαυροκορδάτος όμως, που είχε φθάσει στο Μεσολόγγι στις 21 Ιουλίου 1821, κατάλαβε ότι για να προγματοποιήση τα πολιτικά του σχέδια και να αναλάβει την απόλυτη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, έπρεπε να υπερσκελίσει την ιδρυθείσα υπό του Γ.Βαρνακιώτη Γερουσία της Δυτικής Ελλάδος, και να φαίνεται ότι η πολιτική της οργάνωση ανήκει σ’ αυτόν ευθύς εξαρχής. Και φυσικά ο μόνος τρόπος που μπορούσε να το πετύχει ήταν να συγκαλέσει Συνέλευση με πρόσωπα κατάλληλα και έμπιστά του, αφού ήδη προηγουμένως «παρέλυσε το καλώς υπό του Βαρνακιώτου διοργανισθέν Ελληνικόν σύστημα».
Η εντολή όμως έπρεπε να δοθεί «άνωθεν», δηλαδή από τον Δημήτριο Υψηλάντη. Εξέθεσε στον Υψηλάντη τις σκέψεις του για την (δήθεν) ανάγκη της διοικητικής οργανώσεως των επαρχιών της Δυτικής Ελλάδος υπό ενιαίαν αρχήν με έδρα το Μεσολόγγι. Ο δε Υψηλάντης ανέθεσε στον Αλ Μαυροκορδάτο την πολιτική οργάνωση ολοκλήρου της Στερεάς με τον τίτλον του πληρεξουσίου του.
Ο Μαυροκορδάτος άρχισε, από του δευτέρου δεκαημέρου του Σεπτεμβρίου, τις ενέργειές του στο Μεσολόγγι και το Βραχώρι και, ύστερα από αλλεπάλληλες επαφές, έστειλε στους προκρίτους επιστολές, όπου και καθοριζόταν η επίσημη έναρξη της Συνέλευσης της Δυτικής Ελλάδος την 1η Οκτωβρίου 1821 στο Βραχώρι, την επί Τουρκοκρατίας πρωτεύουσα του νομού.
Η συνέλευση όμως αυτή δεν έγινε, γιατί δεν εξασφαλίστηκε η συμμετοχή του στρατηγού Γ.Βαρνακιώτη, που ήταν απαραίτητη.
Ο Μαυροκορδάτος όμως, μετά από αλλεπάλληλες ενέργειες, πέτυχε να γίνει συνάντησή του με το Γ. Βαρνακιώτη και συμφώνησαν να γίνει η Συνέλευση στο Μεσολόγγι, στις 4 Νοεμβρίου 1821, που της δόθηκε η ονομασία «Συνέλευσις της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» και κράτησε εξ (6) μέρες.
Η Συνέλευση εξέλεξε πρόεδρο τον Αλ. Μαυροκορδάτο, ίδρυσε δεκαμελή τοπική Διοίκηση, που πήρε την ονομασία «Γερουσία» και ψήφισε το «πρώτο Ελληνικό Πολίτευμα», αν μπορεί να το αποκαλέσει έτσι κανένας. Στο τέλος Νοεμβρίου 1821, έδρα της «Γερουσίας» ξανάγινε το Βραχώρι, επειδή κρίθηκε η θέση καταλληλότερη για το συντονισμό των ενεργειών της.
«Εδώ πλέον ο ομφαλός του Ρωμέϊκου, ήτοι της Δυτικής Στερεάς, έβλεπες κάποιον ίσκιον πολιτικής αρχής», γράφει ο Κασομούλης, που είχε έρθει στο Βραχώρι το καλοκαίρι του 1822.
Στο Βραχώρι, ο Αρχιγραμματέας της «Γερουσίας» εξέδιδε χειρόγραφη εφημερίδα με τίτλο ΑΧΕΛΩΟΣ. Σώζεται το φύλλο της 24/2/1822.
Το Σύνταγμα που ψήφισε η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου την 1ην Ιανουαρίου 1822, διατήρησε τη «Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας». Το Βραχώρι εξακολούθησε να είναι έδρα της «Γερουσίας» μέχρι τής κατά τα τέλη Αυγούστου 182, ή το πιθανότερον κατά το δεύτερον δεκαπενθήμερον του Σεπτεμβρίου, πυρπολήσεως της πόλης του Βραχωριού, την οποίαν έκαψαν οι ΄Ελληνες κάτοικοι αυτής για να μη βρουν τίποτε οι κατερχόμενοι στο Μεσολόγγι Ομέρ Βρυώνης και Κιουταχής, . οπότε μετά η έδρα της ‘Γερουσίας’ μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι.
Η δεύτερη Εθνοσυνέλευση του Άστρους, με ψηφίσματά της στις 30 Μαρτίου 1823 κατάργησε τη Γερουσία της δυτικής Χέρσου Ελλάδος.
Ότι το Αγρίνιο παρέμεινε η όρα της Γερουσίας, μέχρι το κάψιμό του, προκύπτει από πολλές πηγές. Κατ’ αρχήν από το φύλλο που σώζεται, της εφημερίδας «Αχελώος» της 24/2/1822. Επίσης αναφέρεται από τον Σπηλιάδη στα απομνημονεύματά του (τόμος Α’ σ. 356) που αναφέρει εγκύκλιο της Γερουσίας από το Βραχώρι της 23ης/2/1822. Και ο Κάρπος Παπαδόπουλος («Απομνημονεύματα αγωνιστών του 21 «έκδοση Τσουκαλά», τόμος 13ος, σ. 168-169), αναφέρει τα από 22 και 27 Μαρτίου 1822 ψηφίσματα της Γερουσίας στο Βραχώρι. Τέλος και ο Ιωάννης Φιλήμων στην Ιστορία του της Ελληνικής Επαναστάσεως (τόμος Δ’ σ.σ. 507-508) αναφέρει ψήφισμα της Γερουσίας στο Βραχώρι της 12ης/3/22.
Ας δούμε όμως και τη στάση την οποίαν επέδειξαν οι Βραχωρίτες και στις αποφράδες ημέρες του Αγώνα, κατά το 1822, που η Επανάσταση κινδύνεψε σοβαρά από την εκστρατεία του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή στη Δυτική Ελλάδα, αφού όμως κάνουμε πρώτα μια μικρή αναφορά στη γεωγραφική και στη στρατηγική θέση του Βραχωρίου (Αγρινίου), πράγμα που θα μας βοηθήση και στην καλύτερη κατανόηση των όσων ακολουθούν.
Το Βραχώρι (Αγρίνιο) δεσπόζει του ενός από τους δύο δρόμους εισβολής των εχθρών στη Νότια Ελλάδα. Αυτός ο δρόμος, με βάση ανεφοδιασμού και αρχικό ορμητήριο τα Ιωάννινα, με δεύτερο σημαντικό σταθμό την Άρτα, περνούσε μέσα από τα περίφημα στενά του Μακρυνόρους, φυσικά οχυρά για τον αγωνιζόμενο και προχωρούσε προς το Βραχώρι, Μεσολόγγι και Ναύπακτο.
Αυτόν ακριβώς το δρόμο διάλεξαν οι Τούρκοι στρατηγοί Ομέρ Βρυώνης και κιουταχής, για να προελάσουν από την Άρτα προς την Νότια Ελλάδα και να καταπνίξουν την επανάσταση, μετά την Τουρκική νίκη στο Πέτα (4-7-1822).
Όμως ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιουταχής δεν επωφελήθηκαν από την καταστροφή στο Πέτα, και από τον πανικό των Ελληνικών στρατευμάτων και πληθυσμών, ώστε να προελάσουν αμέσως προς το εσωτερικό και μόνο στις αρχές Αυγούστου του 1822 κινήθηκαν αργά.
Δεν επωφελήθηκαν όμως και οι Έλληνες της Αιτωλ/νίας από την Τουρκική αργοπορία, ώστε να οργανωθούν και να τους αποκρούσουν στα φυσικά οχυρά του Μακρυνόρους. Οι οπλαρχηγοί της Αιτωλ/νίας, αντί να ενωθούν και να αντιμετωπίσουν ενωμένοι την επερχόμενη λαίλαπα των Τούρκων, μάχονταν αναμέταξύ τους για τα αρματωλίκια και τη μοιρασιά των εθνικών προσόδων. «Όλη εκείνη η περιφέρεια είχε παραδοθεί στη λεηλασία. Την λεηλατούσαν οι Αρβανίτες, οι Τούρκοι και οι Έλληνες. Ο λαός της Ακαρνανίας, κουρασμένος και αηδιασμένος, έκαιγε κι αυτός ό,τι έμενε και τράβαγε για τον Κάλαμο». Αλλά και στην Αιτωλία, «όσοι κάτοικοι είχαν απομείνει στα χωριά τους τα έκαιαν και έφευγαν. Ο λαός, λοιπόν, της Αιτωλ/νίας στο σύνολό του, εκτός από τις προδοτικές εξαιρέσεις, έμεινε πιστός στην υπόθεση της δίκαιης επανάστασής του και «ο Τουρκικός στρατός επροχώρησε προς τα κάτω διαβαίνων και με κενάς τας αποθήκας».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της στάσης αυτής ολοκλήρου του λαού ήταν και το κάψιμο του Βραχωρίου (Αγρίνιο), για να μην πέσει όρθια στα χέρια του εχθρού, από τους ίδιους τους Βραχωρίτες αυθόρμιτα και ομόφωνα «ότε η απόφασις εγένετο περί αποτεφρώσεως της πόλεως» της Γερουσίας, που «υποπτευθείσα την εις Αγρίνιον εισβολήν των Τούρκων, καλέσασα τους προκριτοτέρους του τόπου συνήλθεν εν κοινώ συμβουλίω και άπαντες οι πρόκριτοι από νοινού έγνωσαν να πυρπολήσωσι την πόλην».
Ο Δ. Κόκκινος, που υπερτονίζει τη δραστηριότητα και το ρόλο του Μαυροκορδάτου στα σχετικά γεγονότα, γράφει ότι ο Μαυροκορδάτος επραγματοποίησε κατά την κρίσιμη εκείνη ώρα το αρχικό του σχέδιο περί της δηώσεως και της ερημώσεως της εγκαταλειπομένης χώρας, ώστε να καταστεί δύσκολος ο δρόμος του εχθρού, σχέδιο που ήδη το είχε εκθέσει με επιστολή του, στις 13 Αυγούστου 1822, στον Γ.Βαρνακιώτη, λέγοντάς του «περί του τρόπου της αμύνης και της επιθέσεως κατά του εχθρού, κατά την κάθοδόν του δια μέσου της χώρας. Επρότεινε να πυρπολυθούν τα πεδινά μέρη, όλα τα κέντρα, από τα οποία θα διήρχετο ο εχθρικός στρατός, και αυτό ακόμη το Βραχώρι».
Μετά την πυρπόληση της πόλης, ο Μαυροκορδάτος γράφει, την 1ην Οκτωβρίου 1822, προς τον Αντιπρόεδρον του Εκτελεστικού: «Το Βραχώρι εκάη, ομοίως και όλα τα χωρία και μαγαζιά τα ευρισκόμενα εις τον κάμπον κατά παραγγελίαν μου.
Πρέπει δε να είχε προηγηθεί και συζήτηση περί του στρατηγήματος «της καμμένης γης» μεταξύ Μαυροκορδάτου και Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας και πρώην Άρτης Ιγνατίου, όπως φαίνεται από επιστολή του τελευταίου προς τους Γ. Βαρνακιώτη και Ανδρέα Καρίσκο, την 30ην Οκτωβρίου 1822, από Πίζα Ιταλίας, μη γνωρίζοντας βέβαια ότι η πυρπόληση του Βραχωρίου είχε ήδη συντελεστεί: «Το πρόβλημα (=πρόταση) μου δια να γενή σκορποχώρι εις την ανάγκην, όσον δύσκολον και αν είναι, σας βεβαιώνω ότι είναι το μόνον σωτήριον… Οι Ρώσοι εσώθηκαν, διότι έκαυσαν την Μόσχαν…».
Η απόφαση όμως πάρθηκε συλλογικά από τη Γερουσία και υλοποιήθηκε από τους ίδιους τους Βραχωρίτες, που χωρίς διαμαρτυρία δέχθηκαν την απόφαση να κάψουν τα σπίτια τους και τα έκαψαν μόνοι τους.
Έτσι, τον Αύγουστο του 1822, στο τρίτο δεκαήμερο, κι αφού πια οι Τουρκικές δυνάμεις του κιουταχή είχαν φθάσει στην Αμφιλοχία, οι Βραχωρίτες «αυθόρμητοι κατέκαυσαν τας οικίας και περιουσίας των και «θέτοντας πυρ ο εις εις την οικίαν του άλλου επυρπόλησαν πάσαν την πόλιν». Ο άμαχος πληθυσμός κουβαλώντας μαζί του ό,τι μπορούσε απ’ το νοικοκυριό του, απομακρύνονταν απ’ την πόλη, βλέποντας τις βλόγες να υψώνονται στους ουρανούς.
Έτσι ο Κιουταχής, όταν πέρασε τον Αχελώο, «εισήλθεν εις το καιόμενον Βραχώρι», από τους ίδιους τους κατοίκους του, «την αυγήν της αυτής, καθ’ ην εισήλθεν εις αυτό».
Το κάψιμο όμως του Αγρινίου το γνωρίζουμε και από άλλες πηγές: Ο Δήμος Σκαλτσάς σε επιστολή του προς τον Κολοκοτρώνη, στις 3 Οκτωβρίου 1822, από το Λιδωρίκι, γράφει: «Όθεν ιδόντες οι καπεταναίοι μας τοιούτον κίνδυνον, έστειλαν και έκαυσαν όλα τα χωρία του κάμπου και το Βραχώρι, και δεν άφησαν ούτε καλύβι».
Επίσης ο αγωνιστής Αναγνώστης Κοντάκης, αυτόπτης μάρτυρας και αυτουργός της πυρπόλησης του Αγρινίου, γράφει στα απομνημονεύματά του: «Τα νερά του ποταμού ήταν πολύ χαμηλά, ώστε να σκεφθούμε να κρατήσουμε άμυνα. Αφού κάψαμε το Βραχώρι, όλα τα χωριά και τους μύλους του Βλοχού, περάσαμε τη λίμνη Σούδι».
Τέλος, σ’ ένα έγγραφο των εφόρων Μαλανδρίου πιθανότατα, προς τον Ανδρέα Ζαϊμη, γραμμένο στις 5 Οκτωβρίου 1822, διαβάζουμε: Έπειτα εμψυχώνονται οι Έλληνες δυνατά, βλέπουν και οι εχθροί ότι δεν τρέφονται εύκολα, ούτε στέκονται, επειδή και έκαυσαν όλα τα χωρία και επαρχίας εκείθεν οι καπιταναίοι, όπου δεν άφησαν σχεδόν ούτε καλύβι».
Και θα κλείσουμε το μικρό αυτό μελέτημα παραθέτοντας, σαν κατακλείδα ένα απόσπασμα από την ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Σπυρίδωνα Τρικούπη, που καταδεικνύει πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε και η πυρπόληση του Αγρινίου στην λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου από τους Τούρκους και στον Ιερό Αγώνα γενικότερα. Γράφει λοιπόν: «Έκαυσαν και το Βραχώρι την αυγήν της αυτής ημέρας, καθ’ ην εισήλθεν εις αυτό περί το εσπέρας ο Κιουταχής. Έτσι οι Τούρκοι επροχώρησαν μεν πάντη ανηπερέαστοι εντός της Αιτωλίας, αλλ’ ουδεμού απήντων ψυχήν γεννητήν και πέριξ αυτών δεν έβλεπον ει μη καπνούς, φλόγας και παντελή ερημίαν».
Έτσι, όπως γνωρίζουμε άλλωστε και από ιστορικά εγχειρίδια, ο καμμένος κάμπος του Βραχωρίου έγινε και ο τάφος των πολιορκητών του Μεσολογγίου.
21/3/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου