24/3/09

25 ΜΑΡΤΙΟΥ...

"Μια φορά εβαπτίσθημεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μία με το αίμα δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας". (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης)
"Η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούνε να μας φάνε και δεν μπορούνε, τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Αυτή τη μαγιά τήνε λέω σπίθα. Είναι η σπίθα που καίει αθάνατη μέσα στα σωθικά της Ελλάδας". (Μακρυγιάννης)
Η έκρηξη της Επανάστασης, τον Μάρτιο του 1821, αποτελεί το ξεκίνημα του αγώνα για την ανεξαρτησία που διεξήγαγε ο υπόδουλος Ελληνισμός κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο αγώνας αυτός κατέληξε στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους από την Πύλη, με τη συνθήκη του Μαϊου του 1832. Η εκδήλωση αυτού του απελευθερωτικού κινήματος ήρθε στον απόηχο μεγάλων γεγονότων, που συγκλόνισαν την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο, όπως η Γαλλική Επανάσταση του 1789 και οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι ή η Αμερικανική Επανάσταση του 1776. Πρόκειται για γεγονότα που είχαν τον αντίκτυπό τους στις οπισθοδρομικές δομές του αχανούς κράτους που κυβερνούσε ο σουλτάνος Μαχμούτ Β'.
Τα παλικάρια, που έγραψαν την ιστορία του εικοσιένα, παρουσιάζονται συχνά ως μυθικοί ήρωες, με εξιδανικευμένα χαρακτηριστικά, ατρόμητοι, ψυχικά καλλιεργημένοι, ηθικοί αδάμαντες.
Στην πραγματικότητα ήταν απλοί άνθρωποι με όλα τα προτερήματα και τα ελαττώματα που διαθέτει ο κοινός θνητός.
Απλώς τους είχε ατσαλώσει ο πόλεμος. Στις δύσκολες στιγμές της ζωής αυτό συμβαίνει συνήθως. Αλλοι ατσαλώνονται κι άλλοι εξοντώνονται.
Η αθυροστομία και τα αστεία του Καραϊσκάκη.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης φημιζόταν για την αθυροστομία και τα χωρατά του.
Μια φορά ήταν άρρωστος στο στρατόπεδο του Πειραιά. Φώναξε κάποιον κομπογιαννίτη να τον κοιτάξει.
Βάζει ένα παλικάρι κάτω από τα σκεπάσματα και μόλις μπαίνει ο γιατρός, δίνει με τρόπο όχι το δικό του χέρι, μα του παλικαριού. Το πιάνει εκείνος σοβαρά και κάνει να μετρήσει το σφυγμό του.
«Οι δυνάμεις σου, στρατηγέ μου, πέσανε πολύ», του λέει.
Με μια κίνηση πετά ο Καραϊσκάκης πέρα τα σκεπάσματα και μένει ξερός ο γιατρός με τον ξένο καρπό στο χέρι. «Ο π...ος μου έπεσε, ωρέ, όχι οι δυνάμεις μου!», του λέει.
Ο Καραϊσκάκης, όταν οργιζόταν, έβριζε σκληρά όχι μόνο στρατιώτες, αλλά και οπλαρχηγούς και στρατηγούς ακόμα. Οι ηπιότερες από τις βρισιές του ήταν σαπιοκοιλιά και παλιογελάδα. Αλλά αυτό δεν το έκανε από μοχθηρία. Επειτα από λίγο μετάνιωνε και με δάκρυα στα μάτια απευθυνόταν στους αγανακτισμένους στρατιώτες του για να πει: «Τι θυμώνετε, ωρέ! Κι εγώ είμαι... είμαι ο γιος της καλογριάς».
Ο Καραϊσκάκης ήταν εντελώς αγράμματος. Την υπογραφή του έμαθε να τη βάζει μόλις το 1825. Κι αυτή την έβαζε ανορθόγραφα: «Καραησκάκης».
Η ανδρεία των μελλοθανάτων στη σφαγή της Χίου.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης αποθησαύρισε δύο διηγήσεις από τη σφαγή της Χίου.
Ο ίδιος σημειώνει πως αν είναι αληθινά, τότε «οι Χιώτες ήταν θαυμαστά γενναίοι με τον τρόπο τους τον ήρεμο και ταπεινό».
Στη Χίο, όταν έγιναν οι σφαγές, στα 1822, είχαν κλείσει οι Τούρκοι πολλούς από τους επίσημους στη μητρόπολη και τους έβγαζαν έναν έναν και τους έκοβαν το κεφάλι.
Οι μελλοθάνατοι δεν λησμονούσαν ούτε τότε τα κοινωνικά πρωτεία τους.
«Ορίστε μεσιέ Τζαννή, περάστε πρώτος...», έλεγαν.
Αλλος Χιώτης είπε καθώς τον πήγαιναν για θάνατο: «Σωπάστε, μη θυμώσει ο αγάς και πάθουμε χειρότερα».
Το Παλαμήδι και η πείνα των Τούρκων.
Απ όλα τα κάστρα του Μοριά το Παλαμήδι ήταν εκείνο που περισσότερο παίδεψε τους Ελληνες. Τέλειωνε ο Νοέμβρης του 1822 κι ακόμα αντιστέκονταν οι Τούρκοι, που ήταν κλεισμένοι στο φρούριο. Ομως η πείνα είναι ανίκητη.
Μια μέρα βγήκε από το πίσω μέρος του Παλαμηδιού μια Αράπισσα, κατά την ορολογία του Αινιάνα.
Με πρόφαση ότι μάζευε χόρτα, ξεμάκρυνε και πλησίασε τους Ελληνες πολιορκητές. Τη συλλαμβάνουν και την πάνε στον Στάικο Σταϊκόπουλο, επικεφαλής των πολιορκητών.
«Πείνα!», του λέει η γυναίκα.
Εκείνος διέταξε να της δώσουν φαγητό και να την αφήσουν ελεύθερη. Ετσι κι έγινε. Μερικές μέρες αργότερα ξαναβγαίνει έξω από το φρούριο, αυτήν τη φορά για να δώσει μια σοβαρή πληροφορία: Οι πολιορκούμενοι Τούρκοι κατέβηκαν στο Ναύπλιο και άφησαν το κάστρο αφύλαχτο.
Ηταν νύχτα της 29ης Νοεμβρίου 1822 και έβρεχε καταρρακτωδώς, όταν ο Μοσχονησιώτης έστησε τη σκάλα για να ανεβεί στον φοβερό προμαχώνα.
Τον βοήθησαν ο Πορτοκάλης και ένας Αθωνίτης καλόγερος, ο Παφνούτιος. Ξυπόλητος και με το σπαθί ρίχτηκε μέσα χωρίς να βρει αντίσταση.
Τα όνειρα του Κολοκοτρώνη.
Ο Κολοκοτρώνης είχε κάποιες δεισιδαιμονίες, όπως όλοι σχεδόν οι κλέφτες και οι αρματολοί. Διηγούνταν πολλά θαύματα της πλατομαντείας και πίστευε κάποτε στα όνειρα.
Οταν ονειρευόταν συνοδεία γάμου, εξηγούσε το όνειρο ότι είναι Τούρκοι.
Και αν μεν προχωρούσαν, δεν έμελλε να πολεμήσουν. Αν όμως έστεκαν και χόρευε μαζί τους, τότε σήμαινε ότι θα είχε πόλεμο. Και άρχιζε τις προετοιμασίες.
Τουρκοπελέκας ο Νικηταράς, γερο-Τσεκούρας ο Καρατάσος.
Οι μεγάλοι καπεταναίοι της επανάστασης είχαν διάφορα παρατσούκλια μεταξύ τους. Τον Οδυσσέα Ανδρούτσο τον έλεγαν οι φίλοι του Γερο-Χουλιάρα για τις πονηριές και τα ξαφνιάσματά του. Γέροντα λέγανε τον Γκούρα για τη φρονιμάδα του. Τον Κολοκοτρώνη τον φώναζαν «γύφτο» για το μαυριδερό χρώμα του. «Γύφτο» λέγανε και τον Καραϊσκάκη. «Γύφτο, γύφτο», έγραφε στον Καραϊσκάκη ο Κολοκοτρώνης στις 22 Ιανουαρίου 1827. «Στοχάσου γιατί έχεις να κάνεις με σόι γύφτικο». Και εννοούσε το δικό του το σόι, το κολοκοτρωναίικο.
Γερο-Τσεκούρας ήταν ο γερο-Καρατάσος για τη σκληρότητά του. Τον Νικηταρά, μετά τη μάχη στα Δερβενάκια και την καταστροφή του Δράμαλη, τα παλικάρια τον φώναζαν Τουρκοπελέκα. Το έξυπνο αυτό παρατσούκλι θυμίζει το πατρικό όνομα του αγωνιστή, που καταγόταν από το χωριό Τουρκολέκκα.
Τον Κολοκοτρώνη ο λαός τον φώναζε Γέρο και Γέρο του Μοριά. Αυτό από αγάπη και σεβασμό για την εξυπνάδα του.
Ο Κίτσος Τζαβέλας, μετά την αποτυχία του στην εξέγερση της Ηπείρου το 1854, καταλήφθηκε από μελαγχολία και άρχισε να πίνει λίγο ρακί περισσότερο. Οι σκληροί εχθροί του τον ονομάτισαν Κίτσο-Παγούρα.
Ο στρατηγός Τζορτζ, αν και διορισμένος αρχιστράτηγος, δεν έβγαινε να πολεμήσει κατά την πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών. Ηταν κλεισμένος σε μια γολέτα στον Πειραιά. Τα παλικάρια του Καραϊσκάκη τού κόλλησαν το παρατσούκλι Καπετάν Γολέτας.
Πονηριές του Ανδρούτσου.
Σε κάποια μάχη στο Δαδί, το Νοέμβρη του 1822, οι ΄Ελληνες αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν. Αρχηγός τους ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που κινδύνεψε κι αυτός να τον αιχμαλωτίσουν. Κυκλωμένος καθώς ήταν από τους Αρβανίτες, δεν έχασε τη ψυχραιμία του, μα έκανε τον αδιάφορο:
- Ποιός είσαι ωρέ; τον ρώτησαν οι Αρβανίτες.
Εκείνος τους απάντησε που ήξερε τη γλώσσα τους:
- Σιόκ (δικός σας).
Τον πίστεψαν. Τούτο όμως δεν έφτανε στον πονηρό Οδυσσέα. Τώρα έπρεπε να βρει τρόπο για να τους ξεφύγει. Είπε λοιπόν στους Αρβανίτες να προχωρήσουν προς το λόγγο, που ήταν τάχα κρυμμέναγυναικόπαιδα. ΄Ετσι μπήκε μπροστά για να τους δείξει το δρόμο. Οι Αρβανίτες τον ακολούθησαν. Τους τράβηξε έτσι μέσα στις ανηφοριές του Παρνασσού. Φτεροπόδαρος όπως ήταν ο αρχηγός της Ρούμελης, πήγαινε πολύ πιο μπροστά από τους άλλους. Οι Αρβανίτες που τον βλέπανε να τρέχει έτσι άφοβα, του φώναζαν:
- Στάσου ορέ, μην τρέχεις μοναχός σου μπροστά να μην σε σκοτώσουν οι Ρωμιοί...
Μα που να σταθεί ο Οδυσσέας. Σε λίγο τον χάσανε απ' τα μάτια τους. Κατάφερε να χαθεί μέσα στον πυκνό λόγγο κι έτσι να ξεφύγει από τους Αρβανίτες.
"Βαράει Καραϊσκάκης".
Για τη φράση "Βαράει Καραϊσκάκης" ή "παίζει Καραϊσκάκης" έχουμε διάφορες ιστορικές εκδοχές και μία απ'αυτές είναι και τούτη: Στην εκστρατεία που έκανε ο Καραϊσκάκης στη Ρούμελη το 1826, το πολεμικό του σώμα - σε μία χιονοθύελλα - βρέθηκε σε δύσκολη θέση από τρόφιμα. Τα παλικάρια άρχισαν να διαμαρτύρονται στον αρχηγό τους. Χορατατζής όπως ήταν ο Καραϊσκάκης και για να ξεγελάσει τα παλικάρια του, τους φωνάζει: - Σφίχτε ορέ εσείς το ζωνάρι σας και βαρείτε τη κοιλιά σας. Γέλασαν οι ΄Ελληνες πολεμιστές στο χορατό του αρχηγού τους και ξεχνώντας τη πείνα τους άρχισαν όλοι να φωνάζουν: "Βαρούμε τη κοιλιά Καραϊσκάκη, βαρούμε τη κοιλιά Καραϊσκάκη".
Κι έτσι απόμεινε από τότε η ιστορική εκείνη φράση.
Εμένα η πατρίδα θα πρωτοεξορίσει.
Ο Κολοκοτρώνης, πολύ έμπειρος και φιλοσοφημένος άνθρωπος, περίμενε τους κατατρεγμούς του από το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Ο ίδιος διηγούνταν στον Τερτσέτη:
Πήγαινα στην τέντα μου και έτρωγα λίγο ψωμί. Κάποιος φίλος μου, ο Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος, μου λέει:
«Αϊντε, Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου και η πατρίδα σου θα σε ανταμείψει».
Εγώ του αποκρίθηκα: «Εμένα η πατρίδα θα πρωτοεξορίσει». Η τύχη το έφερε και επαληθεύτηκε.
Στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο της επανάστασης τον φυλακίσανε σε μοναστήρι στην Υδρα. Επί αντιβασιλείας, το 1833, καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία.
Αργότερα, όταν έγινε βουλευτής, έγινε λόγος να καταργηθεί η γκιλοτίνα. «Οχι δεν θέλω!», είπε γελώντας. «Θέλω να δοκιμάσετε κι εσείς πρώτα την τρομάρα της!».
«Χιλίω χρονώνε λαγός» ήταν η καμήλα.
Πολλά ήταν τα λάφυρα που οι Ελληνες αποκόμισαν με την άλωση της Τριπολιτσάς.
Ανάμεσα στους Τούρκους που βγήκαν από την πόλη και πήγανε στον Κολοκοτρώνη για να παραδοθούν ήταν και ένας Εβραίος, ο πλουσιότερος της χώρας. Φορούσε στη μέση ένα ζευγάρι πιστόλες χρυσές και διαμαντοστόλιστες. Το μάτι του Κολοκοτρώνη έπεσε πάνω τους. Γέλασε και είπε:
«Μπα! Εβραίος και αρματωμένος δεν γίνεται!».
Πήρε τα πιστόλια και τα έχωσε στο σαλάχι του.
Από τη λαφυραγώγηση των ηττημένων του Δράμαλη έστειλαν μια καμήλα στη Ζάκυνθο. Μαζεύτηκε κόσμος στο μουράγιο και δεν ήξερε τι ζωντανό ήταν αυτό. Τότε ένας Ζακυνθινός πολύξερος, που τον ρώτησαν, αποκρίθηκε:
«Είναι χιλίω χρονώνε λαγός».
Ατάραχος στη φουρτούνα ο ναύαρχος Μιαούλης.
Ο ναύαρχος Μιαούλης ήταν θαλασσοδαρμένος και ατρόμητος ναυτικός. Κάποτε έπεσε σε μεγάλη φουρτούνα. Ατάραχος επέβλεπε τον πλου του καραβιού.
Ομως το πλήρωμα είχε τρομοκρατηθεί. Οι ναύτες πήραν μια εικόνα της Θεομήτορος και τη βύθιζαν στα θαλασσινά νερά, που είχαν κατακλύσει το σκάφος. Με δάκρυα στα μάτια επικαλούνταν τη θεία αντίληψη. Οταν τους είδε ο Μιαούλης, έφριξε. Είπε:
«Αν ήμουν εγώ Παναγία θα τους καταπόντιζα όλους αυτούς τους άθλιους. Εχουν όλα τα μέσα για να σωθούν, άρμενα και πηδάλιο. Αλλά δεν κάνουν τίποτα, μόνο ασεβούν και ατιμάζουν την εικόνα της Θεοτόκου και επικαλούνται επί ματαίω το όνομα του Θεού». Είπε στον υποπλοίαρχο να διατάξει στους ναύτες να βάλουν την εικόνα στη θέση της και να ακούσουν τα προστάγματά του, γιατί αυτός είναι που φροντίζει για τη σωτηρία τους.
Εδωσε για τον αγώνα όλη του την περιουσία.
Ο Ανδρέας Λόντος ξόδεψε όλα τα αγαθά του στον αγώνα και έπειτα το σπίτι του δυστύχησε. Η γενναιοδωρία του και η αυτοθυσία του ήταν παροιμιώδεις.
Κάποτε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βλέποντας αυτή την αρχοντική απλοχεριά του Λόντου, του είπε: «Λόντο, Λόντο, κράτα και παραπίσω τα χρήματά σου, να μην ψωμοζητήσει το σπίτι σου». Ο Λόντος απάντησε: «Πλούτη μου είναι η πατρίδα. Χωράφια μου η Ελλάδα». Πείνασε ο Λόντος, αλλά δεν ψωμοζήτησε. Οπως πείνασαν σχεδόν όλοι οι προύχοντες του Μοριά και της Ρούμελης, αλλά δεν ψωμοζήτησαν. Ο Λόντος όμως προτίμησε τον θάνατο στο τέλος, μην υποφέροντας την ταπείνωση της φτώχειας.
Ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του σημειώνει για την περίσταση: «Επεσε εις μεγάλο χρέος, ότι δεν έβαζε ποτέ πήχη στα πράματά του. Από αυτό ήτο, από άλλο - μια αυγή ευρέθη σκοτωμένος., όλο το κεφάλι του σκόρπιο και η πιστόλα του άδεια. Αυτό μόνο ο Θεός το ξέρει - άλλος τον εσκότωσε, μόνος του σκοτώθη».
Η επανάσταση της 24ης Φεβρουαρίου.
Η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 1821 (και συνεπώς αυτή θα έπρεπε να είναι η επέτειος εορτασμού της, ή έστω η 21η Μαρτίου, ημέρα έναρξης του αγώνα στην ελληνική επικράτεια από το Κισνόβιο της Μολδαβίας με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Μαζί του, περίπου 4.000 Αλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι και Βλάχοι. Λίγο μετά συγκρότησε και τον περίφημο Ιερό Λόχο, αποτελούμενο κυρίως από έλληνες φοιτητές.
Ο Υψηλάντης υπολόγιζε σε τριπλό ξέσπασμα της επανάστασης σε Μοριά, Κωνσταντινούπολη και Μολδοβλαχία. Όμως τα σχέδια του δεν ευοδώθηκαν. Στη μεν Μολδοβλαχία, ο ηγέτης των ντόπιων αγροτών Βλαντιμιρέσκου, αντί να επιτεθεί στους Τούρκους όπως είχε υποσχεθεί στον Υψηλάντη, επιτέθηκε στους έλληνες Φαναριώτες που κατείχαν τα τοπικά αξιώματα. Επιπλέον, Ρώσοι, Βούλγαροι, Σέρβοι και ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ τον «πούλησαν».
Στην δε Κωνσταντινούπολη η ελληνική αφρόκρεμα δεν έκανε απολύτως τίποτα. Έτσι, ο Υψηλάντης έμεινε μόνος κι αβοήθητος, με φυσικό επακόλουθο να ηττηθεί. Ωστόσο, οι Τούρκοι έστρεψαν εκεί το βλέμμα τους κι ο Μοριάς προετοιμάστηκε ευκολότερα. Ιστορική μένει η γνωστή προκήρυξη του «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Μα δεν τον άκουσαν κι όλοι.
Το 1838 καθιερώθηκε με βασιλικό διάταγμα του Οθωνα ο εορτασμός του απελευθερωτικού αγώνα την 25η Μαρτίου, για να συμπίπτει με τη γιορτή του Ευαγγελισμού και να συνδεθεί έτσι η εκκλησία με αυτόν. Δεν πρόκειται φυσικά για ιστορική ανακρίβεια των τότε και των νυν ιθυνόντων αλλά για εσκεμμένη νόθευση του χαρακτήρα του Αγώνα.
Τι έγινε στις 25 Μαρτίου 1821; Τίποτα.
Διαβάστε μια οποιαδήποτε ιστορία της Επανάστασης, ακόμα και μία από τις θεωρούμενες «συντηρητικές» (Τρικούπης, Κόκκινος, Εκδοτική Αθηνών κ.λπ.) ή ανατρέξτε σε απομνημονεύματα αγωνιστών. Θα δείτε πολύ εύκολα ότι:
Στις 24 του Φλεβάρη ξεκινάει η επανάσταση στη Μολδαβία και στη Βλαχία
Στις 16 του Μάρτη ο Νίκος Σολιώτης χτυπάει πρώτος τους Τούρκους στην Ελλάδα, στο Αγρίδι (κοντά στην Ακράτα)
Στις 17 του Μάρτη αποφασίζεται η εξέγερση στη Μάνη
Στις 21 του Μάρτη αρχίζει η εξέγερση στα Καλάβρυτα
Στις 21 του Μάρτη πετυχαίνει η επανάσταση στην Πάτρα
Στις 22 του Μάρτη ο Δυσσέας (sic) Αντρούτσος γράφει στους Γαλαξ(ε)ιδιώτες ένα περίφημο γράμμα παρακίνησης σε εξέγερση
Στις 23 του Μάρτη εδραιώνεται η επανάσταση στην Καλαμάτα κ.λπ., κ.λπ.
Όλα αυτά πριν την 25η Μαρτίου. Ειδικά ο Παλαιών Πατρών (Π.Π.) Γερμανός στ’ Απομνημονεύματά του γράφει ότι στις 25 του Μάρτη ήταν στην Πάτρα. Στην ίδια πόλη ευλόγησε τους αγωνιστές τον επόμενο μήνα σε μια πλατεία. Λέτε να μην έβαλε στ’ Απομνημονεύματά του αυτό που, αν είχε συμβεί, θα ήταν η σημαντικότερη μέρα της ζωής του; Ποια ήταν παλιότερα η εθνική μας επέτειος; Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, και επί δεκαετίες, εθνική γιορτή της Ελλάδας ήταν η Πρωτοχρονιά, γιατί την 1η του Γενάρη 1822 ψηφίστηκε το πρώτο Σύνταγμα της χώρας («Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος») και ξεκίνησε η νομική ύπαρξη του ελληνικού κράτους.Ο μύθος που ανακατεύει το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, τον εκεί ευλογούντα Π. Π. Γερμανό, τα εξιδανικευμένα ζωγραφιστά παλικάρια να ορκίζονται σε μια σημαία σχεδόν σαν τη σημερινή, το λάβαρο (πολύ μεταγενέστερη κατασκευή) και την 25η Μαρτίου (ώστε όλα να συμπέσουν με τον «Ευαγγελισμό της Θεοτόκου») είναι πολύ μεταγενέστερος και αποσκοπεί στο να εμφανίσει την ορθόδοξη εκκλησία ως συνιδρύτρια της νέας Ελλάδας. Την εκκλησία που αποτελούσε το κυριότερο στήριγμα της οθωμανικής εξουσίας, βραχίονα ιδεολογικής πυγμής και φορολογικής επιβολής στους θρησκόληπτους ραγιάδες. Την εκκλησία που αφόρισε τον Ρήγα, τους κλέφτες συλλήβδην το 1806, τον Σούτσο, τον Υψηλάντη και τόσους άλλους το 1821, γιατί τόλμησαν ν’ αμφισβητήσουν την εξουσία του Σουλτάνου και του ανώτατου ορθόδοξου κρατικού υπαλλήλλου του, του εκάστοτε Πατριάρχη. Εξάλλου, ο απαγχονισμός του Γρηγορίου Ε΄ δεν μπορεί να γίνει κολυμπήθρα του Σιλωάμ και να συγκαλύψει την ανθελληνική δράση του, διότι η οθωμανική εξουσία τον σκότωσε ακριβώς ως ανίκανο κρατικό υπάλληλο, επειδή δεν μπόρεσε ν’ αποτρέψει την εξέγερση. Στην ίδια φιλοεκκλησιαστική, πεποιημένη γραμμή είναι το ανιστόρητο χωρατό του κρυφού σχολειού. Ευφάνταστοι ζωγραφικοί πίνακες (πιθανώς μεγάλης καλλιτεχνικής, αλλά μηδενικής ιστορικής αξίας, σαν το «Κρυφό σχολείο» του Γύζη), αθώα κελάρια μοναστηριών, το (φράγκικης μελωδίας) τραγουδάκι «Φεγγαράκι μου λαμπρό», ανιστόρητοι πανηγυρικοί λόγοι παπάδων ή δασκάλων και, ιδίως, συνεχής «παραδοσιακή» επανάληψη: αυτά είναι τα στηρίγματα της 25ης Μαρτίου 1821 και του κρυφού σχολειού. Αλλά πρόκειται για μύθους, ορισμένης μάλιστα χάλκευσης, όχι για ιστορία. Κι όποιος ξεκινήσει να ψάχνει, μετά δεν σταματάει. Διαβάζει «Ελληνική Νομαρχία», Φωτάκο, Κοραή, Κοντογιώργη, Αγγέλου, Πετρόπουλο κ.λπ. Τι έγινε λοιπόν στις 25 Μαρτίου του 1821; Τίποτα.
Και η προδοσία πήγαινε σύννεφο.
Στις πολεμικές συγκρούσεις αναμφίβολα δεν πήραν μέρος όλοι οι Έλληνες. Από τα 4.000.000 Ελλήνων, μόνο τα δύο ζούσαν στην Ελλάδα, ενώ άλλα δύο βρίσκονταν σκορπισμένα στην Ευρώπη. Κι αν αφαιρέσει κανείς την πλειοψηφία των προκρίτων, προεστών, κοτζαμπάσηδων, δεσποτάδων, προσκυνημένων και πολιτικάντηδων, μένει μια ισχνή μειοψηφία ελλήνων πολεμιστών. Και οι «συντροφικές κουμπουριές» έδιναν κι έπαιρναν:
Ο οικουμενικός πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Οικουμενικής Συνόδου αφόρισαν στις 23 του Μάρτη τον Υψηλάντη, φιλικούς αγωνιστές και επανάσταση προκειμένου όπως λέγεται να κρατηθούν οι «ισοροπίες» με την Υψηλή Πύλη
Ο Καραϊσκάκης, το σύμβολο της λεβεντιάς και του πατριωτισμού, σκοτώθηκε από Ελληνα κατόπιν συνωμοσίας Μαυροκορδάτου, Τσορτς και Κόχραν. Είχε προλάβει δε να δικαστεί την Πρωταπριλιά του 1824 και να καταδικαστεί ως ένοχος προδοσίας προς την πατρίδα. Πρόεδρος της επιτροπής που τον δίκασε, ο επίσκοπος Άρτας Πορφύριος.
Ο Ρήγας Φεραίος, αφού εισέπραξε όλο το ανάθεμα της εκκλησίας και των συντηρητικών Ελλήνων, καταδόθηκε από τον, καθ’ υπερβολήν αποκαλούμενο, Ελληνα, Δημήτριο Οικονόμου.
Ο Κολοκοτρώνης πολεμήθηκε όσο λίγοι. Η δημοτικότητα του είχε εκτοξευτεί μόλις από το 1821 και αρκετοί πατριδοκάπηλοι ανησύχησαν. Πρώτα του αφαίρεσαν τον τίτλο του αρχιστράτηγου, σκότωσαν το γιο του Πάνο στον Εμφύλιο και μετά τον πόλεμο τον έσυραν κι αυτόν σε δίκη παρωδία, όπου τρία ανθρωποειδή-δικαστές τον καταδίκασαν σε θάνατο. Σχεδόν κανείς απ’ αυτούς που πολέμησαν δεν πήρε αξίωμα μετά τον πόλεμο. Οι περισσότεροι πέθαναν φτωχοί και ξεχασμένοι.
Παρ’ ότι δεν αναφέρεται επισήμως, δίπλα στους Ελληνες πολέμησαν αρκετοί Μολδαβοί, Βλάχοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Βούλγαροι, Μαυροβούνιοι και Τούρκοι. Τι κοινό είχαν; Χαμηλή κοινωνική θέση και ηλικία κυρίως 18-30 ετών. Οι πιο γνωστοί είναι ο αρχιεπίσκοπος Μαυροβουνίου Πέτροβιτς Α’, ο μουσουλμάνος θρησκευτικός ηγέτης Αλφεραντίν, ο Φαβιέρ. Ο ελληνικός αγώνας ήταν γι’ αυτούς απαρχή απελευθέρωσης όλων των λαών από τον οθωμανικό ζυγό. Επανάσταση, λοιπόν, πολυεθνική συμμετοχής με δεσπόζουσα την Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: