5/2/09

Αλεπού (Vulpes vulpes)


Βασίλειο: Animalia
Συνομοταξία: Chordata
Υποσυνομοταξία: Vertebrata
Κλάση MammaliaΤάξη: Carnivora
Οικογένεια: Canidae
Γένος: Vulpes
Είδος: Vulpes vulpes

Γεωγραφική εξάπλωση:
Η αλεπού συναντάται σχεδόν την σε όλη Ευρασία, την βόρεια Αφρική και τη Βόρεια Αμερική, ενώ πληθυσμοί της εισήχθησαν γύρω τον δέκατο ένατο αιώνα και στην Αυστραλία. Υπάρχουν 10 περίπου είδη σ' όλον τον κόσμο. Στην χώρα μας συναντάται σε όλη σχεδόν την ηπειρώτικη χώρα, ενώ δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο είδος στα νησιά μας.

Γενική Περιγραφή:
Η αλεπού είναι ένα ευέλικτο, γεροδεμένο, μέσου μεγέθους ζώο. Το μήκος της κυμαίνεται από 60 έως 110 εκατ. το ύψος της από 50-60 εκατ. ενώ το βάρος της από 4,5 έως 6 και σε σπάνιες περιπτώσεις ως και 7 κιλά. Έχει φαρδύ κεφάλι με μυτερό ρύγχος, τα μάτια της είναι μικρά και των ενηλίκων ζώων είναι κιτρινωπού ως και ηλεκτρίκ χρώματος. Έχει μικρά και όρθια αυτιά μαύρου ή σκούρο καφέ χρώματος στην εξωτερική τους επιφάνεια τους, ενώ αναλόγου χρωματισμού είναι και η μύτη της. Έχει 42 δόντια εκ των οποίων τα 4 κυνόδοντες, τα δόντια της καταλαμβάνουν περισσότερο από το μισό του κρανίου της. Το τρίχωμά της είναι πυκνό, μακρύ και μαλακό και δίνει την εντύπωση ότι είναι πολύ πιο μεγαλόσωμη από στην πραγματικότητα είναι. Ο γενικός χρωματισμός του σώματος της κυμαίνεται από ανοιχτόχρωμο κίτρινο-κόκκινο, ως βαθύ καφεκόκκινο στα ανώτερα μέρη του και γκριζωπή, τεφρώδη ή υπόλευκη γούνα στο κάτω μέρος του λαιμού και στην περιοχή της κοιλιάς. Στα μπροστινά της πόδια έχει 5 νύχια και 4 στα πίσω, το κάτω μέρος των ποδιών είναι συνήθως μαύρου χρώματος. Η ουρά της είναι φουντωτή, μακριά και ακολουθεί το γενικό χρωματισμό του σώματος της, με εξαίρεση την άκρη της η οποία είναι άσπρου χρώματος. Στο συγκεκριμένο είδος έχουν ακόμα παρατηρηθεί και άλλες δυο χρωματικές παραλλαγές, μια η αλεπού με καφεκόκκινη γούνα και μαύρες λωρίδες στην πλάτη της και στους ώμους της. Και μια η ασημένια αλεπού της οποίας το χρώμα κυμαίνεται από το έντονο ασήμι ως το σχεδόν μαύρο.
Το τρίχωμα της αλλάζει μια φορά τον χρόνο ξεκινώντας από την άνοιξη.

Βιότοπος:
Οι αλεπούδες χρησιμοποιούν ένα ευρύ φάσμα βιότοπων όπως δάση, λιβάδια καλλιέργειες κ.α. Μεγαλύτερη προτίμηση βεβαία δείχνουν σε βιότοπους που έχουν μια μεγαλύτερη ποικιλομορφία βλάστησης. Αν και τελευταία λόγο της εύκολης εύρεσης τροφής, όλο και περισσότερο πλησιάζουν τις προαστιακές περιοχές.

Συμπεριφορά:
Οι αλεπούδες είναι μοναχικά ζώα και δεν σχηματίζουν αγέλες όπως οι λύκοι. Ζουν κατά μέσω όρο γύρω στα 3 χρόνια, το μέσω όρο όμως αυτό ανεβαίνει στα 10 με 12 σε κατάσταση αιχμαλωσίας. Τα ενήλικα ζώα καταλαμβάνουν μια περιοχή η οποία ποικίλη σε μέγεθος ανάλογα με την ποιότητα του βιότοπου και την αφθονία τροφής. Στους πλούσιους βιότοπους οι εκτάσεις αυτές μπορεί να είναι μεταξύ 5 και 12 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ενώ στους φτωχότερους είναι αρκετά μεγαλύτερες και κυμαίνονται μεταξύ 20 και 50 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Βεβαία πολλές φορές ζώα γειτονικών περιοχών καταπατούν το ένα τον χώρο του άλλου, με αποτέλεσμα ακόμα και την μάχη για την εκδίωξη του εισβολέα. Οριοθετούν τα εδαφικά τους όρια με την ούρηση συγκεκριμένων σημείων, τα οποία είναι γνωστά ως "σημεία μυρωδιάς" και συνήθως τα επισκέπτονται όλες οι αλεπούδες της περιοχής.
Οι εκτάσεις αυτές συνήθως καταλαμβάνονται από ένα ενήλικο αρσενικό και ένα ή δύο ενήλικα θηλυκά με τα κουτάβια τους. Οι φωλιές τους είναι τρύπες (λαγούμια) στο έδαφος, τις οποία είτε σκάβουν μονές τους, είτε τροποποιούν τα υπάρχοντα λαγούμια άλλων ζώων όπως των κουνελιών, μεγαλώνοντας τα και προσθέτοντας τους επιπλέον σήραγγες διαφυγής. Η φωλιά αποτελείται από μια κεντρική στοά από την οποία διακλαδίζονται 3-4 μικρότερες, τα άκρα των οποίων καταλήγουν στην επιφάνεια του εδάφους. Η κεντρική είσοδος βρίσκεται συνήθως κάτω από κάποιον μεγάλο θάμνο. Κατά την εποχή της αναπαραγωγής οι αλεπούδες σκάβουν μεγαλύτερα και πιο ευρύχωρα λαγούμια για τις ανάγκες της γεννάς, αλλά και της εκτροφής των κουταβιών τους, τα οποία θα χρησιμοποιήσουν για περισσότερες από μια γέννες.
Είναι είδος νυκτόβιο και εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής στην οποία κυκλοφορεί και μέρα, τον υπόλοιπο καιρό μπορούμε να την δούμε από αργά το σούρουπο ως νωρίς το πρωί. Το φθινόπωρο μετά από τη γέννηση τους, διασπείρει τα κουταβιών της εντός της περιοχής της. Τα νεαρά αυτά άτομα αρχίζουν να περιπλανώνται εντός της περιοχή τους κατά τη διάρκεια του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου, ενώ κατά τη διάρκεια των μηνών Νοεμβρίου, Δεκεμβρίου και Ιανουαρίου, αρχίζουν τα περιπλανούνται περισσότερο αναζητώντας και αυτά με την σειρά τους νέα δικά τους εδάφη και συντρόφους. Σε αντίθεση με τα θηλυκά τα οποία μπορεί να επιλέξουν να μείνουν και στην ίδια περιοχή, τα αρσενικά ταξιδεύουν αρκετά.
Η αλεπού έχει πολύ καλή την αισθήσεις της ακοής και της όσφρησης και λιγότερο της όρασης, τις αισθήσεις αυτές χρησιμοποιεί εξαιρετικά αρμονικά τόσο για την αποφυγή των εχθρών της, όσο και στο κυνήγι της. Είναι εξαιρετικά ντροπαλή, νευρική, και τρομάζει πολύ εύκολα. Είναι ένα εξαιρετικά έφυες ζώο και μερικές φορές με την συμπεριφορά της δείχνει να απολαμβάνει την νοητική υπεροχή της έναντι των υπολοίπων ζώων όπως π.χ. και των σκύλων, τους οποίους εντέχνως προκαλεί σε ένα παιχνίδι δίωξης, με νικητές τις περισσότερες φορές τις αλεπούδες.
Η ταχύτητα που μια Αλεπού μπορεί να αναπτύξει είναι περίπου 80 km/h και μπορεί να υπερπηδήσει εμπόδια ως και 2 μ., η φουντωτή ουρά της, της δίνει την δυνατότητα να αλλάζει πορεία με εκπληκτική ευκολία και ταχύτητα και την βοηθά να ξεφεύγει από τους διώκτες της. Έχει δε πολύ καλή αντοχή και μπορεί να τρέξεί για χιλιόμετρα όταν καταδίωκε.
Η αλεπού προτιμά τις ανοικτές περιοχές όπου υπάρχει καλή ορατότητα και αναζητά συχνά θέσεις σε ανοικτές περιοχές τόσο για το κυνήγι της, όσο και για να κουρνιάσει. Τα μέρη τα οποία διαλέγει για να περάσει την μέρα και τις ώρες τις ξεκούρασης της, είναι συνήθως υπερυψωμένες περιοχές, όπως λόφοι και συνήθως περιοχές που τις βλέπει ο ήλιος. Τα υπόγεια λαγούμια της τα χρησιμοποιεί κατά τη διάρκεια της εκτροφής των κουταβιών της και περιστασιακά κατά τη διάρκεια πολύ δυσμενών καιρικών συνθηκών. Η αλεπού αποφεύγει συνήθως το νερό, αλλά μπορεί και να κολυμπήσει εάν χρειαστεί.
Η αλεπού δεν μασά την τροφή της, αλλά προσπαθεί να την καταπιεί. Γι’ αυτό και πολλές φορές βρίσκουμε στα απορρίμματα της σπασμένα κόκαλα, δέρματα κλπ. Ένα ακόμα στοιχείο της ιδιαιτερότητας αυτού του ζώου το οποίο είναι και αρκετά δυσάρεστο για την Ελληνική πραγματικότητα είναι ότι, οι αλεπούδες σκοτώνουν συνήθως περισσότερα θηράματα από όσο άμεσα χρειάζονται και την επιπλέον αυτή τροφή την θάβουν σε μικρές τρύπες τις οποίες ανοίγουν με τα μπροστινά τους πόδια.
Σε ελάχιστες περιπτώσεις και κυρίως σε περιπτώσεις που θέλουν να προειδοποιήσουν για επερχόμενο κίνδυνο, μπορεί να γαβγίζουν όπως τα σκυλιά, συνήθως όμως ουρλιάζουν ή κλαψουρίζουν.

Διατροφή:
Η αλεπού είναι ουσιαστικά παμφάγο ζώο, η τροφής της αποτελείται κατά 80 % από ζωικά είδη και 20% από φυτικά. Τρώει συνήθως τρωκτικά και λαγόμορφα όπως ποντίκια, τυφλοπόντικές, σκίουρους, λαγούς αλλά και έντομα, ερπετά, σαλιγκάρια, βατράχια, ψάρια, πουλιά, φρούτα και καρπούς όπως σταφύλια, σύκα, πεπόνια, βατόμουρα αλλά και ψοφίμια. Ακόμα κατά τη διάρκεια της άνοιξης όταν υπάρχει μεγάλη ανάγκη τροφής για την ανάπτυξη των κουταβιών της, δεν θα διστάσει να κλέψει κάποιο κοτόπουλο από υπαίθρια κοτέτσια. Πολύ ιδιαίτερος είναι ο τρόπος που οι αλεπούδες κυνηγούν τα ποντίκια. Η αλεπού στέκεται ακίνητη, παρακολουθώντας και ακούγοντας με μεγάλη προσοχή το ποντίκι που έχει εντοπίσει. Όταν αυτό μείνει ακάλυπτο, πηδά ψηλά και φέρνει τα μπροστινά της πόδια με δύναμη προς τα κάτω καρφώνοντάς το ποντίκι στο έδαφος.
Η ημερήσια κατανάλωση τροφής είναι μεταξύ 0,5 και 1 κλ. ημερησίως.

Αναπαραγωγή:
Η ετήσια οιστρική περίοδος θηλυκών αλεπούδων διαρκεί από 1 έως 6 ημέρες. Η ωογένεση είναι αυτογενή και δεν απαιτείται ζευγάρωμα για να εμφανιστεί. Ο χρόνος οίστρου αλλά και αναπαραγωγής ποικίλλει και μεταβάλετε κατά κύριο λόγο από την γεωγραφική τους εξάπλώση: Δεκέμβριος-Ιανουάριος στις νότιες περιοχές, Ιανουάριος-Φεβρουάριος στις κεντρικές, και Φεβρουάριος-Απρίλιος στα Βόρια. Τα αρσενικά θα παλέψουν κατά τη διάρκεια της εποχής αναπαραγωγής για την κατάκτηση των θηλυκών. Τα αρσενικά έχουν έναν κύκλο γονιμότητας, με την πλήρη σπερματογένεση να εμφανίζεται μόνο από το Νοέμβριο μέχρι τον Μάρτιο. Τα θηλυκά μπορούν να ζευγαρώσουν με διάφορα αρσενικά αλλά μόνο ένα αρσενικό θα τα γονιμοποιήσει και συνήθως θα είναι το ίδιο με τον οποίο είχε ζευγαρώσει και την προηγούμενη χρόνια, αν το ζώο αυτό ζει. Το ζευγάρωμα διαρκεί συνήθως 15 ή 20 λεπτά και συνοδεύεται συχνά από μια δυνατή κραυγή. Κατά το διάστημα της κυοφορίας το θηλυκό παραμένει γύρω από το κρησφύγετο του και ο αρσενικός το προμηθεύει με τροφή χωρίς όμως να πηγαίνει στο κρησφύγετο όπου τι θηλυκό κυοφορεί.
Η κύηση διαρκεί μεταξύ 51 και 53 ημερών αλλά έχουν παρατηρηθεί και κυήσεις στις 49 ή ακόμα και στις 56 ημέρες. Ο αριθμός κουταβιών διαφέρει και μπορεί να είναι από 1 έως 13 με έναν μέσο όρο τα 5 κουτάβια. Το βάρος γέννησης τους είναι μεταξύ 50 και 150 γ. τα κουτάβια γεννιούνται τυφλά αλλά ανοίγουν τα μάτια από την 9η έως την 14η ημέρα της ζωής τους. Τα κουτάβια θα αφήνουν το κρησφύγετο τους μετά την 4η ή 5η εβδομάδα, ενώ θα απογαλακτιστούν πλήρως από της 8 έως 10 εβδομάδες.
Η αλεπού έχει συνήθως και εναλλακτικές επιλογές κρησφύγετων. Το θηλυκό δεν θα διστάσει να μετακινήσει τα κουτάβια του, εάν θεωρήσει ότι το κρησφύγετο απειλείται. Όταν τα κουτάβια είναι περίπου τριών μηνών, οι γονείς τους φέρνουν ποντίκια για να τα μάθουν να κυνηγούν. Μετά από έξι μήνες τα νεαρά άτομα θα είναι τελείως ανεξάρτητα, θα παραμένουν μαζί με την μητέρα τους μέχρι το φθινόπωρο μετά από τη γέννηση τους. Τον Οκτώβριο τα περισσότερα θα απομακρυνθούν εκτός από ορισμένα θηλυκά, τα οποία θα παραμείνουν και θα βοηθήσουν στην ανατροφή των κουταβιών που θα γεννήσει τον επόμενο χρόνο η μητέρα τους.
Η σεξουαλική ωριμότητα των νεαρών αλεπούδων επέρχεται μετά τους 10 μήνες.

Εχθροί:
Οι αλεπούδες συγκαταλέγονται μεταξύ των αρπακτικών ζώων και ως εκ τούτου οι εχθροί τις είναι πολύ λίγοι. Αυτοί είναι οι κυρίως οι λύκοι και σε περιοχές όπου υπάρχουν όπως π.χ. στις Η.Π.Α. τα κογιότ και οι αγριόγατες. O κυριότερος εχθρός τους είναι ο άνθρωπος.Δεν βρίσκεται κάτω από κάποιο καθεστώς προστασίας. Αντίθετα, μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν είδος επικηρυγμένο. Σήμερα στην χώρα μας η θήρευση της συνήθως είναι τυχαία και περιστασιακή. Αντιθέτως σε άλλες χώρες, όπως η Μ. Βρετανία, το κυνήγι της αποτελεί παράδοση η οποία έχει ιστορία περισσότερο από τρείς αιώνες, ενώ η πρόσφατη απαγόρευση του προκάλεσε τεράστιους οικονομικούς και κοινωνικούς τριγμούς στη βρετανική κοινωνία. Ακόμα οι αλεπούδες σε αρκετές χώρες εκτρέφονται για την πολύ καλής ποιότητας γούνα τους.
Επίσημα στοιχεία για το μέγεθος του πληθυσμού της στη χώρα μας δεν υπάρχουν. Βέβαιο είναι όμως ότι υπάρχουν στοιχεία για το πόσες αλεπούδες υπέκυπταν στις εδώ και δεκαετίες προγραμματισμένες εκστρατείες της δασικής υπηρεσίας για τον «έλεγχο του πληθυσμού» της με δηλητηριασμένα δολώματα, μιας και η αλεπού ήταν μέχρι πρόσφατα χαρακτηρισμένη ως «επιβλαβές είδος» και επισήμως επικηρυγμένη! Το «έγκλημά» της; Το γεγονός ότι το διαιτολόγιό της συμπληρώνει ενίοτε ο λαγός. Εδώ όμως είχαμε «σύγκρουση συμφερόντων» αφού ο λαγός αποτελεί ταυτόχρονα το κατεξοχήν «θήραμα» και για τους 250.000 (επισήμως καταγεγραμμένους) κυνηγούς της επικράτειας.Περαιτέρω έρευνες όμως απέδειξαν ότι η αλεπού όχι μόνον τρέφεται κατεξοχήν με μικρά τρωκτικά (ποντίκια, αρουραίους) αλλά και ότι είναι παμφάγο ζώο με μια ευρεία «γκάμα» διαιτολογίου όπως: τυφλοπόντικες, σκίουροι, έντομα, ερπετά, σαλιγκάρια, βατράχια, ψάρια, καθώς και φρούτα -σταφύλια, σύκα, πεπόνια, βατόμουρα και χυμώδεις καρποί. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι οι περιοχές της χώρας στις οποίες η αλεπού εξοντώθηκε συστηματικά, κηρύχθηκαν κάποια στιγμή «αρουραιόπληκτες» - η έλλειψη του φυσικού θηρευτή των τρωκτικών είχε σοβαρές επιπτώσεις στη γεωργική παραγωγή!

Δεν υπάρχουν σχόλια: