Η Ξένη Μητσοβασίλη γεννήθηκε το 1951 σε χωριό κοντά στα Γιάννινα. Στη συνέχεια μέσα από ένα πολύ δύσκολο οδοιπορικό βρέθηκε στην ορεινή Ναυπακτία στα Κράβαρα. Τα Κράβαρα μέχρι τότε ήταν ορμητήριο των ελληνικών αλλά και διεθνών περιοδειών των «μπολιάρηδων» που ενέπνευσαν τον Ανδρέα Καρκαβίτσα να γράψει το μυθιστόρημα «Ο Ζητιάνος». Από την ίδια περιοχή κατάγεται μεγάλο ποσοστό των πρώτων μεταναστών στην Αμερική. Κατάγονται, επίσης, δύο αντιβασιλείς της ελληνικής πολιτείας και οι κεφαλές των μαχητών του ΔΣΕ που περιφέρονταν στη Ναύπακτο από τους νικητές λίγο πριν γεννηθεί η συγγραφέας. Αν προσθέσει κανείς και τη μηδαμινή αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή φτιάχνει το υλικό και ιστορικό υπόβαθρο των ορεινών Ναυπακτίων εκείνης της περιόδου.
Η φυγή της κ. Μητσοβασίλη το 1962 από το ορεινό χωριό του πατέρα της συμπίπτει με την έναρξη του τελευταίου και μεγαλύτερου μεταναστευτικού ρεύματος εντός και εκτός Ελλάδος. Άφησε πίσω του ερημιά και αναντικατάστατους γέροντες και γριές. Τα παιδιά των «μπολιάρηδων» και των άλλων πάμπτωχων αγροτών και κτηνοτρόφων δε γύρισαν ποτέ πίσω με την πραμάτεια τους, αλλά έμειναν μόνιμα στα αστικά και περι-αστικά κέντρα. Η συγγραφέας ερχόμενη στην Αθήνα με την μητέρα της και τον αδελφό της, ορφανή ήδη από πατέρα, πήγε στο γυμνάσιο τρία χρόνια και μετά μαθήτευσε σε νοσηλευτική σχολή για να εργαστεί σε δημόσιο νοσοκομείο. Η «Ερυφίλη Μήτσοβα», παράλληλα, συμμετέχει δραστήρια στο κομμουνιστικό κίνημα μέχρι σήμερα. Αυτή η ευρύτερη σχέση που, όπως λέει η ίδια, επικεντρώνεται στο Σχολείο Κατερίνα Μάτσα, νομίζω ότι ύψωσε τη συνείδησή της στο επίπεδο της ερμηνείας και ανάπλασης του ιστορικού παρελθόντος της, φτάνοντας μέχρι του σημείου που αυτό να γίνεται δομημένος λόγος μιας μυθιστορηματικής αφήγησης της ίδιας της ζωής της.
Το «Κόκκινο στάχυ» της κ. Μητσοβασίλη που φύτρωσε στις πέτρες των βουνών της ελληνικής υπαίθρου αντικειμενικά είναι η ψυχική και εμπειρική βάση της προσωπικότητας χιλιάδων ανθρώπων των πόλεων της μεταπολεμικής – μετεμφυλιακής Ελλάδας και τα αποτυπώματά της στη συλλογική συνείδηση των μαζών. Κοντολογής, το γραπτό της κ. Μητσοβασίλη αναφέρεται σε ένα κορίτσι που γεννήθηκε από τον έκνομο έρωτα ενός ωραίου νεαρού χωροφύλακα με μια όμορφη νεαρή αγρότισσα ακριβώς μετά τη λήξη του εμφύλιου στις παρυφές του Γράμμου. Η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, ο πατέρας, έφυγε ανήμπορος να σηκώσει το βάρος ενός τέτοιου γεγονότος. Η μητέρα με τον «καρπό της κοιλίας της» ανά χείρας όχι από έρωτα πια, αλλά από ταξικό και κοινωνικό καταναγκασμό που παγώνει τις ψυχές κατάφερε διασχίζοντας βουνά και λαγκάδια να βρει τον πατέρα και τον ευρίσκει στο βουνό και αρραβωνιασμένο, για να παραφράσουμε λιγάκι το Σολωμό και το «Λάμπρο» του, πράγμα που το πλήρωσε, αφού δολοφονήθηκε για λόγους τιμής από τους ακροδεξιούς αδελφούς της Άλλης, δια λόγου ακόμα τότε, νύφης.
Τα πρόσωπα του οικογενειακού και ευρύτερου περιβάλλοντος της «Ερυφίλης Μήτσοβα» μαζί με τα τοπία και τη γλώσσα αναπαριστούν με τρομακτική ακρίβεια την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο στην ελληνική ύπαιθρο. Απ’ αυτή την άποψη και παρά το ότι κάποιος σχολαστικός ή γενικός τυπολάτρης θα βρει ατέλειες στη γραφή της κ. Μητσοβασίλη συγκριτικά με άλλους ομότεχνούς της, δεν με εμποδίζει να ισχυριστώ ότι το «Κόκκινο Στάχυ» είναι το «Τρίτο στεφάνι» του Κ. Ταχτσή σε έκδοση της ελληνικής υπαίθρου επαρχίας με λιγότερα λόγια και λιγότερη επιτήδευση. Η αναμέτρηση της νέας συγγραφέως θα εξελιχτεί μελλοντικά στο πεδίο της θεωρητικής εμβάθυνσής της και στη χαλιναγώγηση της γλώσσας με δάνεια Δημ. Χατζή για παράδειγμα. Η κ. Μητσοβασίλη χρησιμοποιεί πολλούς ιδιωματικούς διαλόγους μεταξύ των ηρώων της. Θαρρώ πως μαζί λανθάνει μια βαθιά εκτίμηση στη λαϊκή -λεγόμενη- σοφία, η οποία όμως από μόνης της δεν φτάνει πολλές φορές να ερμηνεύσει θεωρητικά τα τρομακτικά γεγονότα που περιέχει το «Κόκκινο στάχυ» που τυχαίνει να ενσωματώνουν σημαντικότατους ιστορικούς κόμβους της ανθρώπινης ιστορίας. Ο ρυθμός και το ύφος της γραφής της είναι σταθερά, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, καταφέρνοντας και σ’ αυτό τον τομέα να φορτίζει της λέξεις με τέτοιο τρόπο ώστε ο αναγνώστης να φτάνει μονορούφι στο τέλος. Αν θελήσει κάποιος να ταξινομήσει το «Κόκκινο στάχυ» στο λογοτεχνικό στερέωμα θα το τοποθετήσει στα μέρη, ας πούμε, του λαϊκού ρεαλισμού με έντονο παιδευτικό χαρακτήρα.
Συνοπτικά. Το «Κόκκινο στάχυ» πρασινίζει τις ψυχές μας γιατί υπενθυμίζει πως οι άνθρωποι μπορούν να μετουσιώσουν, κάτω από ορισμένες συνθήκες κοινωνικού αγώνα και τις βαρύτερες αντιξοότητες της ζωής σε αγάλματα λόγου. Η κ. Ξένη Μητσοβασίλη από το πρώτο της κιόλας βιβλίο δείχνει ότι αναμετράται με πολύ σοβαρά θέματα -ενάντια στην υπερβολικά συνήθη θεματογραφία των σύγχρονων μυθιστοριογράφων μας- και τα βγάζει πέρα άνετα. Το ύψος του λογοτεχνικού επιπέδου που διάλεξε για να μπει στο δημόσιο στίβο της δημιουργίας όσο είναι ευχάριστο, άλλο τόσο είναι και δεσμευτικό για τους δρόμους που θα ακολουθήσει. Το «Κόκκινο στάχυ» όντας πολυπύρηνο θεματολογικά μπορεί να γίνει αφετηρία πολλών νέων έργων της συγγραφέως μας.
Σύμβολο κόσμου ελληνικού, γνήσιου κι αυθεντικού, τότε που ο Έλληνας τιμούσε το ψωμί του τίμιου μόχθου του κι όταν περνούσε κάποιος ξένος απ΄ τη γειτονιά τον προσκαλούσε να κοπιάσει να φάνε ψωμί…
Το πρώτο βιβλίο της Ξένης Μητσοβασίλη «Κόκκινο Στάχυ» ωρίμασε και ψώμωσε μέσα της για να το απολαύσουμε εμείς, σήμερα, περιδιαβάζοντας στις σελίδες του, αναγνώστες – θεατές ενός δράματος σε νοητές κερκίδες…
Ο χρόνος της προσωπικής ιστορίας της ηρωίδας του βιβλίου καλύπτει την ιστορία μιας ολόκληρης ελληνικής εποχής. Μέσα απ΄ τις σελίδες του αναδύεται ένας κόσμος σακατεμένος απ΄ τον πόλεμο και την εμφύλια σύγκρουση. Άνθρωποι πονεμένοι, πεινασμένοι, φυλακισμένοι στις προλήψεις και τις παραδόσεις. Κι ανάμεσά τους ο Λιας, ο λεβέντης ο εκπρόσωπος της εξουσίας των «κοριτσιών το λάμπασμα».
Μέσα απ΄ την προσωπική ιστορία της εξώγαμης κόρης και της αστεφάνωτης μάνας, ξεχύνονται ο πόνος, τ΄ άγρια πάθη, οι απωθημένες επιθυμίες των ανθρώπων. Ο αγώνας της αστεφάνωτης μάνας, η καλοσύνη της βάβως, η τιμιότητα του παππού κι ο πόνος που ξεχειλίζει απ΄ τις ψυχές: «που ’χου μεγάλου πόνου, κι άλλον πόνου στα σπλάχνα μ΄ δε χουράει…»∙ αλλά κι ο φόβος κι η υποταγή στο Θεό και τον παπά του χωριού! Και μίσος και γδικιωμός που ’φτασε στο φονικό στ΄ όνομα της τιμής και της υπόσχεσης.
Μα η ιστορία δε σταματάει στο μικρόκοσμο του χωριού. Ακολουθεί ο ξεριζωμός, η «ξενιτιά» της Αθήνας, η αλαζονική θεία και τα «βλαχάκια» να την υπηρετούν. Η δουλειά στο εργοστάσιο σκληρή και η ελπίδα για καλύτερη ζωή κομμάτια…
Το πλαίσιο του αφηγήματος στο α΄ μέρος είναι αγροτικό. Οι ήρωές του ριζωμένοι στην κακοτράχαλη γη της Ηπείρου βιώνουν την ακραία στέρηση της μετεμφυλιακής ελληνικής υπαίθρου. Η Εριφύλη Μήτσοβα, η κεντρική ηρωίδα ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της και αναψηλαφεί μνήμες πικρές. Η συγγραφέας με εκφραστική αυστηρότητα που μεταγγίζει γνήσια και ουσιαστική συγκίνηση απεικονίζει, με ωμό ρεαλισμό τα μίση, τα πάθη, τις προλήψεις αλλά και την ακεραιότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ο Αριστοτέλης αντιδιαστέλλει την τραγωδία και την ποίηση προς την Ιστορία. Η Ιστορία ασχολείται με το μερικό και το ατομικό. Η τραγωδία, αντίθετα, μας δίνει καθολικούς τύπους ανθρώπων. Και το «Κόκκινο στάχυ» είναι μια μικρή τραγωδία, γιατί οι ήρωές του άνθρωποι απλοί και καθημερινοί πάσχουν πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα. Κι αν η περιπέτεια κατά τον Αριστοτέλη είναι «η ες το εναντίον των πραττομένων μεταβολή» η αστεφάνωτη μάνα του αφηγήματος είναι η τραγική ηρωΐδα. (Όσοι έχετε διαβάσει την «Αστεφάνωτη» του Αλ. Παπαδιαμάντη, η πικραμένη γυναίκα εκφράζει συγκρατημένο παράπονο και γλυκειά εγκαρτέρηση). Η αστεφάνωτη εδώ με τον παράνομο καρπό της είναι σπαραγμός: η κυοφορία και η γέννηση ενός παιδιού από πηγή χαράς μεταστρέφεται στο αντίθετό της: γίνεται δυστυχία, φόβος, ντροπή, κατάρα κι ανάθεμα. Και η μητρότητα σε μίσος. Η μάνα μισεί το παιδί της και μέσω αυτού εκδικείται την κοινωνία. «Η ες το εναντίον των πραττομένων μεταστροφή»! Ζούμε μέσα από τις δυστυχίες μας, όχι από τα επιτεύγματά μας. Όλα τα είδη του λόγου χωρίς συγκίνηση δεν αντέχουν μέσα στο χρόνο. Μέσα από τη διαδικασία της καθαρτικής γραφής ο ορίζοντας της ψυχής μας διευρύνεται και τα πιο δυσάρεστα, τα πιο απεχθή γεγονότα μετουσιωμένα σε τέχνη αποκαθαίρονται και μας ανακουφίζουν. Η Τέχνη, κατά τον Γρηγόριο Ξενόπουλο μικρή ή μεγάλη είναι Διασκεδαστική.
24/2/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου