Στην Ελλάδα το αγριόγιδο είναι σπάνιο είδος και απειλείται με εξαφάνιση.
Στις ορεινές περιοχές της Πίνδου, της Ροδόπης και της Στερεάς Ελλάδας ζουν απομονωμένοι περίπου δεκαπέντε μικροί πληθυσμοί που συνολικά δεν αριθμούν περισσότερα από 400 αγριόγιδα.
Οι κύριες απειλές για το αγριόγιδο προέρχονται από τον άνθρωπο και είναι το παράνομο κυνήγι και η υποβάθμιση των βιοτόπων.
Χαρακτηριστικά:
Βασίλειο:Animalia
Φύλο:Chordata
Κλάση:Mammalia
Τάξη:Artiodactyla
Οικογένεια:Bovidae
Γένος:Rupicapra
Μέγεθος:110-130 εκατοστά
Βάρος:14-62 κιλά
Στις ορεινές περιοχές της Πίνδου, της Ροδόπης και της Στερεάς Ελλάδας ζουν απομονωμένοι περίπου δεκαπέντε μικροί πληθυσμοί που συνολικά δεν αριθμούν περισσότερα από 400 αγριόγιδα.
Οι κύριες απειλές για το αγριόγιδο προέρχονται από τον άνθρωπο και είναι το παράνομο κυνήγι και η υποβάθμιση των βιοτόπων.
Χαρακτηριστικά:
Βασίλειο:Animalia
Φύλο:Chordata
Κλάση:Mammalia
Τάξη:Artiodactyla
Οικογένεια:Bovidae
Γένος:Rupicapra
Μέγεθος:110-130 εκατοστά
Βάρος:14-62 κιλά
Καθεστώς: Το αγριόγιδο προστατεύεται αυστηρά από την Ελληνική Νομοθεσία (Ν.Δ. 86/69 περί Δασικού Κώδικα, άρθρο 258, παρ. 1δ)
Περιγραφή: Στην Ελλάδα το αγριόγιδο ανήκει στο υποείδος (Rupicapra rupicapra balkanica), είναι σπάνιο είδος και απειλείται με εξαφάνιση. Δεν ανήκει στο ίδιο είδος με το αγριοκάτσικο (αγρίμι ή κρι-κρι) της Κρήτης και δεν διασταυρώνεται με τη γίδα. Ένα από τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα είναι τα όρθια κέρατα με κυρτές απολήξεις. Το τρίχωμά του σώματός του από καφέ ανοιχτό το καλοκαίρι μετατρέπεται σε σκούρο καφέ το χειμώνα ενώ στο λευκό κεφάλι φέρει δυο σκούρες πλευρικές λωρίδες που εκτείνονται από τα κέρατα ως τα ρουθούνια.
Εξάπλωση: Η γεωγραφική εξάπλωση του αγριόγιδου σε όλη τη βαλκανική χερσόνησο είναι ασυνεχής. Στην Ελλάδα το αγριόγιδο ζει ακόμη, στη βόρεια και τη νότια Πίνδο, στη Στερεά Ελλάδα, στον Όλυμπο, στη Ροδόπη και σε δύο ακόμη ορεινές, παραμεθόριες περιοχές στο Πίνοβο και στη Νεμέρτσικα -κορυφές στην οροσειρά της Τζένας. Στο πολυσχιδές φυσικό ανάγλυφο των Βαρδουσίων παλαιότερα, τα καλοκαίρια ανέβαιναν εκατοντάδες αγριόγιδα - το Γιδοβούνι έχει πάρει από αυτά το όνομά του. Σήμερα έχει απομείνει ένας μικρός μόνο αριθμός, χωρίς προοπτικές που θα επιτρέψουν στη συνέχεια, τη διατήρηση και την αύξησή του. Σε 15 περιοχές της χώρας ζουν συνολικά περίπου 400-500 άτομα του είδους σε απομονωμένους μικρούς πληθυσμούς.
Βιότοπος: Ιδανικός βιότοπος για το αγριόγιδο είναι οι επικλινείς, καλυμμένες με δάση, πλαγιές που καταλήγουν σε απόκρημνες κορυφές με σάρες, λούκια, οριζόντια διαζώματα και με άφθονη ποώδη βλάστηση. Οι πλαγιές αυτές ανάλογα με το υψόμετρο συνήθως γειτνιάζουν με υποαλπικά λιβάδια.
Βιολογία: Το αγριόγιδο τρέφεται κυρίως με διάφορα ποώδη φυτά αλλά συμπληρωματικά και με φύλλα, κλαδάκια δέντρων και λειχήνες. Ζευγαρώνει τους φθινοπωρινούς μήνες και γεννά ένα -ή σπάνια δύο- μικρά το Μάιο. Τα αρσενικά εγκαταλείπουν το κοπάδι της μητέρας τους σε ηλικία 2-3 χρόνων. Στην ηλικία των 8-9 ετών, που συμπίπτει με την έναρξη της αναπαραγωγικής ηλικίας. εγκαθίστανται στη δική τους επικράτεια. Ζουν μεμονωμένα εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής οπότε προσεγγίζουν τα θηλυκά της επικράτειάς τους. Τα θηλυκά με τα μικρά τους σχηματίζουν κοπάδια. Στην Ελλάδα, τα κοπάδια αυτά αποτελούνται συνήθως από 5 ως 15 άτομα (σπάνια ως 30) ενώ σε άλλες χώρες και σε περιοχές με υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα δεν αποκλείεται να ξεπεράσουν και τα 100 άτομα στο ίδιο κοπάδι. Το μεγαλύτερο μέγεθος των κοπαδιών παρατηρείται στο τέλος του καλοκαιριού και στην αρχή του φθινοπώρου. Την εποχή αυτή και ως το τέλος του φθινοπώρου, απαντώνται στις ψηλότερες υψομετρικά περιοχές του βιοτόπου τους ενώ το χειμώνα κατεβαίνουν στις απόκρημνες δασωμένες πλαγιές. Μετά την άνοιξη και καθώς το χιόνι λειώνει, τα αγριόγιδα σταδιακά ανεβαίνουν ολοένα και ψηλότερα.
Απειλές: Εδώ και πολλές δεκαετίες, η εξαφάνιση αρκετών πληθυσμών αγριόγιδου από τα ελληνικά βουνά και η δραματική συρρίκνωση όλων των υπολοίπων οδήγησαν την πολιτεία στην απαγόρευση του κυνηγιού του. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα το παράνομο κυνήγι παραμένει η κυριότερη απειλή για το είδος. Σε αυτό συμβάλλουν:
*η ουσιαστικά ανύπαρκτη φύλαξη των βιοτόπων του,
*η έλλειψη φορέων διαχείρισης και ειδικών επιστημόνων και φυλάκων στις προστατευόμενες περιοχές όπου απαντάται,
*η οριοθέτηση των καταφυγίων άγριας ζωής χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι οικολογικές απαιτήσεις του είδους -- κάτι που συμβαίνει συχνά,
*η διάνοιξη ορεινού οδικού δικτύου ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται πολύ η προσέγγιση των λαθροκυνηγών.
Σοβαρές όμως είναι και οι απειλές που προέρχονται από την καταστροφή και την υποβάθμιση καίριων σημείων του βιότοπου του ζώου, καθώς και από ορισμένες ανθρώπινες δραστηριότητες. Για παράδειγμα, το μοτοκρός ή η διάσχιση με οχήματα σε περιοχές νευραλγικής σημασίας για το είδος (όπως είναι οι ζώνες σύνδεσης των επιμέρους πληθυσμών, οι περιοχές διαχείμασης και κάποιες θέσεις σημαντικές για τη διατροφή του) έχουν αρνητική επίπτωση στην αριθμητική και γεωγραφική εξάπλωσή του.
Το γεγονός ότι οι πληθυσμοί του αγριόγιδου στη χώρα μας είναι όχι μόνο λιγοστοί, αλλά και μικροί σε αριθμό ατόμων, εγκυμονεί κινδύνους γενετικής αποδυνάμωσής τους. Η απουσία επικοινωνίας και ανταλλαγής γονιδίων μεταξύ αυτών των πληθυσμών μειώνει τις πιθανότητες επιβίωσης του είδους στο απώτερο μέλλον. Σενάρια για εισαγωγή στη χώρα μας ατόμων από άλλες περιοχές εμπεριέχουν πάντα τον κίνδυνο της γενετικής αλλοίωσης και δεν πρέπει να υλοποιηθούν.
Περιγραφή: Στην Ελλάδα το αγριόγιδο ανήκει στο υποείδος (Rupicapra rupicapra balkanica), είναι σπάνιο είδος και απειλείται με εξαφάνιση. Δεν ανήκει στο ίδιο είδος με το αγριοκάτσικο (αγρίμι ή κρι-κρι) της Κρήτης και δεν διασταυρώνεται με τη γίδα. Ένα από τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα είναι τα όρθια κέρατα με κυρτές απολήξεις. Το τρίχωμά του σώματός του από καφέ ανοιχτό το καλοκαίρι μετατρέπεται σε σκούρο καφέ το χειμώνα ενώ στο λευκό κεφάλι φέρει δυο σκούρες πλευρικές λωρίδες που εκτείνονται από τα κέρατα ως τα ρουθούνια.
Εξάπλωση: Η γεωγραφική εξάπλωση του αγριόγιδου σε όλη τη βαλκανική χερσόνησο είναι ασυνεχής. Στην Ελλάδα το αγριόγιδο ζει ακόμη, στη βόρεια και τη νότια Πίνδο, στη Στερεά Ελλάδα, στον Όλυμπο, στη Ροδόπη και σε δύο ακόμη ορεινές, παραμεθόριες περιοχές στο Πίνοβο και στη Νεμέρτσικα -κορυφές στην οροσειρά της Τζένας. Στο πολυσχιδές φυσικό ανάγλυφο των Βαρδουσίων παλαιότερα, τα καλοκαίρια ανέβαιναν εκατοντάδες αγριόγιδα - το Γιδοβούνι έχει πάρει από αυτά το όνομά του. Σήμερα έχει απομείνει ένας μικρός μόνο αριθμός, χωρίς προοπτικές που θα επιτρέψουν στη συνέχεια, τη διατήρηση και την αύξησή του. Σε 15 περιοχές της χώρας ζουν συνολικά περίπου 400-500 άτομα του είδους σε απομονωμένους μικρούς πληθυσμούς.
Βιότοπος: Ιδανικός βιότοπος για το αγριόγιδο είναι οι επικλινείς, καλυμμένες με δάση, πλαγιές που καταλήγουν σε απόκρημνες κορυφές με σάρες, λούκια, οριζόντια διαζώματα και με άφθονη ποώδη βλάστηση. Οι πλαγιές αυτές ανάλογα με το υψόμετρο συνήθως γειτνιάζουν με υποαλπικά λιβάδια.
Βιολογία: Το αγριόγιδο τρέφεται κυρίως με διάφορα ποώδη φυτά αλλά συμπληρωματικά και με φύλλα, κλαδάκια δέντρων και λειχήνες. Ζευγαρώνει τους φθινοπωρινούς μήνες και γεννά ένα -ή σπάνια δύο- μικρά το Μάιο. Τα αρσενικά εγκαταλείπουν το κοπάδι της μητέρας τους σε ηλικία 2-3 χρόνων. Στην ηλικία των 8-9 ετών, που συμπίπτει με την έναρξη της αναπαραγωγικής ηλικίας. εγκαθίστανται στη δική τους επικράτεια. Ζουν μεμονωμένα εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής οπότε προσεγγίζουν τα θηλυκά της επικράτειάς τους. Τα θηλυκά με τα μικρά τους σχηματίζουν κοπάδια. Στην Ελλάδα, τα κοπάδια αυτά αποτελούνται συνήθως από 5 ως 15 άτομα (σπάνια ως 30) ενώ σε άλλες χώρες και σε περιοχές με υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα δεν αποκλείεται να ξεπεράσουν και τα 100 άτομα στο ίδιο κοπάδι. Το μεγαλύτερο μέγεθος των κοπαδιών παρατηρείται στο τέλος του καλοκαιριού και στην αρχή του φθινοπώρου. Την εποχή αυτή και ως το τέλος του φθινοπώρου, απαντώνται στις ψηλότερες υψομετρικά περιοχές του βιοτόπου τους ενώ το χειμώνα κατεβαίνουν στις απόκρημνες δασωμένες πλαγιές. Μετά την άνοιξη και καθώς το χιόνι λειώνει, τα αγριόγιδα σταδιακά ανεβαίνουν ολοένα και ψηλότερα.
Απειλές: Εδώ και πολλές δεκαετίες, η εξαφάνιση αρκετών πληθυσμών αγριόγιδου από τα ελληνικά βουνά και η δραματική συρρίκνωση όλων των υπολοίπων οδήγησαν την πολιτεία στην απαγόρευση του κυνηγιού του. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα το παράνομο κυνήγι παραμένει η κυριότερη απειλή για το είδος. Σε αυτό συμβάλλουν:
*η ουσιαστικά ανύπαρκτη φύλαξη των βιοτόπων του,
*η έλλειψη φορέων διαχείρισης και ειδικών επιστημόνων και φυλάκων στις προστατευόμενες περιοχές όπου απαντάται,
*η οριοθέτηση των καταφυγίων άγριας ζωής χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι οικολογικές απαιτήσεις του είδους -- κάτι που συμβαίνει συχνά,
*η διάνοιξη ορεινού οδικού δικτύου ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται πολύ η προσέγγιση των λαθροκυνηγών.
Σοβαρές όμως είναι και οι απειλές που προέρχονται από την καταστροφή και την υποβάθμιση καίριων σημείων του βιότοπου του ζώου, καθώς και από ορισμένες ανθρώπινες δραστηριότητες. Για παράδειγμα, το μοτοκρός ή η διάσχιση με οχήματα σε περιοχές νευραλγικής σημασίας για το είδος (όπως είναι οι ζώνες σύνδεσης των επιμέρους πληθυσμών, οι περιοχές διαχείμασης και κάποιες θέσεις σημαντικές για τη διατροφή του) έχουν αρνητική επίπτωση στην αριθμητική και γεωγραφική εξάπλωσή του.
Το γεγονός ότι οι πληθυσμοί του αγριόγιδου στη χώρα μας είναι όχι μόνο λιγοστοί, αλλά και μικροί σε αριθμό ατόμων, εγκυμονεί κινδύνους γενετικής αποδυνάμωσής τους. Η απουσία επικοινωνίας και ανταλλαγής γονιδίων μεταξύ αυτών των πληθυσμών μειώνει τις πιθανότητες επιβίωσης του είδους στο απώτερο μέλλον. Σενάρια για εισαγωγή στη χώρα μας ατόμων από άλλες περιοχές εμπεριέχουν πάντα τον κίνδυνο της γενετικής αλλοίωσης και δεν πρέπει να υλοποιηθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου