22/1/09

ΟΙ ΚΟΥΡΗΤΕΣ



Αρχαιότατος λαός της δυτικής Ελλάδας και συγκεκριμένα της Αιτωλοακαρνανίας που συγγένευε με τους Καλυδωνίους.
Αναφέρονται από τον Όμηρο ως διεκδικητές της Καλυδωνίας από τους Αιτωλούς. Το όνομά τους ετυμολογείται κατά τους μεν από το Κούριο όρος της Αιτωλίας, κατά τους δε από το γεγονός ότι «έκειραν» (κούρευαν) το μπροστινό μέρος της κώμης τους σε αντίθεση με τους Ακαρνάνες γείτονές τους που τη διατηρούσαν άθικτη.
Πάντως κατά τον Στράβωνα οι Κουρήτες ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Αιτωλίας και προέρχονταν ή από την Εύβοια ή από την Κρήτη.


ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ I΄
(στίχοι : 434-606)

[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ]




Ο γέρο - Φοίνικας, διδάχος του Αχιλλέα, μιλάει με παραβολές:

Όσο που ο Φοίνιξ άρχισε, δακρύζοντας ως είδε
καταστροφή να κρέμεται στων Αχαιών τα πλοία:
«Αν στην πατρίδα σου εννοείς, λαμπρότατε Αχιλλέα,
να επανέλθεις και ο δεινός θυμός σου δεν σ’ αφήνει
παντάπασι τα πλοία μας να σώσης απ’ τες φλόγες,
πως, ω παιδί μου αγαπητό, μακράν σου δω να μείνω
μόνος; Και δια σε μ’ έστελνεν ο γέρος σου πατέρας,
όταν στον Αγαμέμνονα εσ’ έστελνε απ’ την Φθίαν
νέον, ακόμη αμάθητον του φοβερού πολέμου
και των λαμπρών ομιλιών, όπου διακρίνοντ’ άνδρες
δια τούτο εμέν’ απόστειλε, σ’ αυτά να σε διδάξω
ώστε να γίνεις έξοχος στον λόγον και στην πράξιν.
Ώστε από σε να χωρισθώ δεν ήθελα, παιδί μου,
κι εάν θεός μου υπόσχονταν το γήρας ν’ αποξύση
και να με κάνει ακρόνεον, ως ήμουν ότε πρώτα
την καλλιγύναικ’ άφησα Ελλάδα, δια να φύγω
τον Ορμενίδη Αμύτορα πατέρα μου που ωργίσθη
σ’ εμέ δι’ ωραίαν παλλακήν, που αγάπα κι επροτίμα
απ’ την μητέρα μου, και αυτή θερμά μ’ επαρεκάλει
συχνά τόσο, που μ’ έπεισε να πέσω με την νέαν
πρώτος, ώστε τον γέροντα ν’ αποστραφή κατόπιν.
Το νόησε ο πατέρας μου κι επρόφερε κατάραν,
στην κεφαλήν μου τες φρικτές καλώντς Ερινύες,
στα γόνατά του, σπέρμα μου ποτέ να ην καθίση.
Κι ενέργησαν οι αθάνατοι την πατρικήν κατάραν,
ο χθόνιος Ζευς κι η άσπονδη στον Αδη Περσεφόνη.
Και στον θυμόν μου εσκέφθηκανα κόψω τον πατέρα.
Αλλά μ’ επράυνε ο θεός, αμ’ έβαλε στον νουν μου
πόσους θ’ ακούσ’ ονειδισμούς απ’ την φωνήν του κόσμου,
αν πατροφόνον οι Αχαιοί κατόπιν μ’ ονομάσουν.
Τότε να περιφέρωμαι στο σπίτι του πατρός μου
του θυμωμένου, αποστροφήν αισθάνετο η ψυχή μου.
Και ολόγυρά μου συγγενείς, εξάδελφοι και φίλοι
παρακαλούσαν με θερμώς να μην αναχωρήσω.
Κι έσφαζαν αρνιά πάμπολλα, μόσχους πολλούς, κι εβάζαν
χοίρους πολλούς, όπ’ έλαμπαν στο πάχος μες στην φλόγα
του Ηφαίστου να καψαλισθούν. Και το κρασί επίναν
άφθον’ από του γέροντος τα πήλινα πιθάρια.
Κι εννέα νύκτες έμειναν κοντά μου και αλλαζόνταν
στην φύλαξιν και την φωτιάν ακοίμητην κρατούσαν,
άλλην στης καλοτείχιστης αυλής μέσα στον γύρον
και άλλην στον πρόδρομον, εμπρός στην θύραν του θαλάμου.
Και της νυκτός ότ’ έφθασε το σκότος της δεκάτης,
τότ’ έσπασ’, αν και στερεήν, την θύραν του θαλάμου
και της αυλής επήδησα το τείχος και ούτε οι άνδρες
μ’ εννόησαν που φύλαγαν, ούτε οι γυναίκες δούλες.
Μακράν να φύγω εδιάβηκα ’πό την πλατιάν Ελλάδα
κι έφθασα στην καλόσβωλον, την αρνοθρόφον Φθίαν.
Και ο βασιλέας ο Πηλεύς μ’ εδέχθηκε εγκαρδίως,
και μ’ είχε, ως μονάκριβον υιόν έχει ο πατέρας,
που στα πολλά του υπάρχοντα θ’ αφήση κληρονόμον.
Πολύν μου έδωκε λαόν και πλούτη και στης Φθίας
την άκρην άρχον μ’ έστησε του γένους των Δολόπων.
Και ως είσ’ εγώ σ’ ανάστησα, θεόμορφε Αχιλλέα,
με πολύν πόθον, επειδή δεν ήθελες ποτέ σου
εις δείπνον έξω ή σπίτι σου χωρίς εμέ να τρώγης.
Στα γόνατά μου σ’ έπαιρνα και σου’διδα προσφάγι
κομμένο από τα χέρια μου, και το κρασί στο χείλος,
πολλές φορές μου έβρεξες στα στήθη τον χιτώνα
από κρασί, που, αδύναμο παιδάκι, εξεχειλούσες.
Εβασανίστηκα για σε, διότ’ είχα στον νουν μου,
ότι μου αρνούντ’ οι αθάνατοι παιδί της γενεάς μου,
και σε παιδί μου σ’ έκαμα, ισόθεε Πηλείδη,
ώστε από θάνατον κακόν, αν τύχη να με σώσης.
Αλλ’ ας λυγίση η αδάμαστη ψυχή σου, Αχιλλέα.
Μην είσαι ανήλεος. Κι οι θεοί συγκλίνουν, αν κι εκείνων
ανώτερ’ είναι η αρετή και η δύναμις και η δόξα.
Και όμως την γνώμην των θεών οι άνθρωποι γυρίζουν
με κνίσσαν, με θυμίαμα, με προσευχές γλυκείες
αν εις αυτούς ασέβησαν κι επράξαν ανομίαν.
Ότ’ οι Ικεσίες του Διός του υψίστου θυγατέρες,
είναι χωλές, αλλήθωρες, στην όψιν ζαρωμένες
και φροντισμένες σέρνονται οπίσω από την Άτην.
Κι η Άτη στερεόποδη, γερή πολύ, προτρέχει
σ’ όλην την γην και τους θνητούς προφθάνει ν’ αδικήση.
Και αυτές έρχονται πίσω της τ’ αδίκημα να σιάσουν.
Και όποιος με ευλάβειαν δέχεται τες κόρες του Κρονίδη,
τον βοηθούν και ακρόασιν στες προσευχές του δίδουν.
Και αν τες αρνείται αμάλακτος, παρακαλούν τον Δία
να στείλει ευθύς κατόπι του την Άτην, δια να πάθη
όμοια και αυτός και ολόκληρον το κρίμα να πλερώσει.
Και συ στες κόρες του Διός να δώσεις, ω Αχιλλέα,
το σέβας που και άλλων καλών πραϋνει την καρδίαν.
Ότι αν δώρα δεν έφερνεν και δεν εκήρυττ΄ άλλα
ο Ατρείδης, αλλά πάντοτε βαστούσε την οργήν του,
τότε δεν θα σου έλεγα ν’ αφήσεις τον θυμόν σου,
να’λθεις βοηθός των Αχαιών, όσην και αν είχαν χρείαν.
Πλην τώρα δίδει σου πολλά και υπόσχετ’ άλλα οπίσω,
και σου’στειλ’ άνδρες ταπεινά σ’ εσένα να προσπέσουν
τους εκλεκτούς των Αχαιών και οπού’ναι αγαπητοί σου.
Τους λόγους και τον δρόμον των συ μη καταφρονέσης.
Και ως τώρ’ αν εχολεύεσο κατάκρισην δεν είχες.
Και των ηρώων παλαιών αυτά μας λέγ’ η φήμη,
κι εάν βαρύς εκάθιζε θυμός εις την ψυχήν τους,
αμάλακτοι δεν έμεναν στον λόγον και στα δώρα.
Τούτο ενθυμούμαι το συμβάν εγώ καιρών αρχαίων
ως έγινε. Θα σας το ειπώ, σεις όλοι αγαπητοί μου.
Με τους ανδρείους Αιτωλούς εμάχοντο οι Κουρήτες
της Καλυδώνος έμπροσθεν κι εσφάζοντο με λύσσαν,
οι Αιτωλοί την πάντερπνην να σώσουν Καλυδώνα,
και να την πάρουν στην ορμήν της λόγχης οι Κουρήτες.
Ότ, η χρυσόθρονη Άρτεμις πληγήν τους είχε στείλει,
ότι απαρχές του θερισμού δεν πρόσφερεν εκείνης
ο Οινεύς κι εχαίροντο οι θεοί την εκατόμβην όλοι,
αλλ’ όχι η κόρη του Διός. Την είχε λησμονήσει
αυτός ή δεν το’χε σκεφθή. Κι ασέβησε μεγάλως.
Θύμωσε η θεογέννητη παρθένα τοξοφόρα
και του’στειλε δασόθρεπτον λευκόδοντ’ άγριον χοίρον,
που στου Οινέως κάθισε το κάρπιμο χωράφι
και αφάνιζ’ όλα ρίχνοντας μεγάλα δέντρα κάτω
όλα βγαλμένα σύρριζα με τ’ άνθη των καρπών τους.
Ο Οινείδης ο Μελέαγρος τον φόνευσε με πλήθος
σκύλων και ανδρών που εσύναξε τριγύρω από τες χώρες.
Ολίγοι το θεόρατο θεριό δεν θα νικούσαν,
που άνδρες ανέβασε πολλούς εις την πυράν του τάφου.
Κι επάνω του άναψε η θεά πολλήν βοήν και αγώνα,
των ανδρειωμένων Αιτωλών και των Κουρήτων μάχην
του χοίρου δια την κεφαλήν και το δασύ του δέρμα.
Και όσ’ ο δεινό Μελέαγρος τον πόλεμον βαστούσε,
πάντοτ’ ενίκων οι Αιτωλοί κι εβιάζαν τους Κουρήτες
να μείνουν, αν κι ήταν πολλοί, στα τείχη τους κλεισμένοι.
Αλλ’ όταν τον Μελέαγρον πήρε ο θυμός, που και άλλων
ανδρών των πλέον συνετών συχνά τα σπλάχνα καίει,
αφού με την μητέρα του χολώθη την Αλθαίαν,
με την Κλεοπάτραν έμενεν, ωραίαν νυμφευτήν του
που’χε γεννήσ’ η Μάρπησσα καλόφτερνη Ευηνίνη,
και ο Ίδης, ο ανδρειότερος των τότε ανδρών ηρώων,
ώστε το τόξον έπιασε τον Φοίβον να κτυπήση
γι’ αγάπην της νεόνυμφης καλόφτερνης Μαρπήσσης.
Εκείνης βγάλαν οι γονείς παράνομ’ Αλκυόνην,
ότι πικρόν παράπονον ωσάν της Αλκυόνος
θρηνολογούσε η μάνα της θλιμμένη, απ’ ότε ο Φοίβος
Απόλλων απ’ τον κόλπον της την πήρε ο μακροβόλος.
Σιμά της έτρεφεν αυτός την πίκραν της χολής του
απ’ τες κατάρες της μητρός, που έκλαιε τον φόνον
του αδελφού της κι έκραζε και τους επουρανίους
θεούς, και με τα χέρια της την θρέπτραν γην κτυπώντας
στα γόνατά της καθιστή, στα δάκρυα πνιγμένη,
τον Άδην και την φοβερήν καλούσε Περσεφόνην
να της φονεύσουν τον υιόν και στ’ άπονά της σπλάχνα
η Εριννύς στο Έρεβος εδέχθη την κατάραν.
Αλλ’ ότε ακούσθη οχλοβοή και κτύπος εις τες πύλες
των πύργων που επροσβάλλοντο, των Αιτωλών οι γέροι
τον ικετεύαν κι έστειλαν ιερείς, όσ’ ήσαν πρώτοι,
να’λθη βοηθός και υπόσχονταν μέγα να δώσουν δώρον.
Να εκλέξει από τον πρόσχαρον αγρό της Καλυδώνος
το μέρος το παχύτερο, πεντήκοντα στρεμμάτων,
εξαίσιον κτήμα, το μισό χωράφι αμπελωμένο,
τ’ άλλο μισό αφύτευτο και οργώσιμο χωράφι.
Επρόσπεσε και ο γέροντας Οινεύς εις τον υιόν του
και ανέβηκεν εις του υψηλού θαλάμου το κατώφλι
ωσάν ικέτης κι έσειε τες κολλητές σανίδες.
Του πρόσπεσαν κι οι αδελφοί και η σεβαστή μητέρα
και αυτός αρνείτο πάντοτε. Του πρόσπεσαν οι φίλοι,
απ’ όσους είχε, σεβαστοί σ’ αυτόν και αγαπημένοι,
αλλ’ ουδ’ αυτοί δεν έπεισαν, ωσπού’φθασεν ο κτύπος
στον θάλαμον και ανέβαιναν τους πύργους οι Κουρήτες
και την μεγάλην άρχιζαν να κάψουν Καλυδώνα.
Και τότε στον Μελέαγρον επρόσπεσεν η ωραία
ομίκλινή του κλαίοντας και του’δειξε όσα πάθη
στην πόλην που πατήσει εχθρός οι άνθρωποι παθαίνουν.
Σφάζουν τους άνδρες, η φωτιά την πόλιν ερημάζει,
και δούλους παίρνουν τα παιδιά και τες γυναίκες ξένοι.
Στα τόσα που άκουσε κακά κλονίσθη στην καρδίαν
κι εζώσθη τα λαμπρ’ άρματα να πεταχθή εις την μάχην.
Κι έτσι από ιδίαν θέλησιν τους έσωσεν εκείνος.
Πλην δεν του εδώσαν οι Αιτωλοί τα εξαίσια δώρα πλέον
και χάρισμ’ απ’ τον όλεθρον τους έσωσε στο τέλος.
Όμοια μη σκέπτεσαι κι εσύ παιδί μου. Μη σε σύρει
κακός θεός και είν’ άσχημο βοηθός να δράμης μόνον
όταν τα πλοία καίωνται. Πρόλαβε, αφού με δώρα
σε προσκαλούν οι Αχαιοί, που ωσάν θεόν θα σ’ έχουν.
Και αν κατεβής αδώρητος στην ανδροφθόρον μάχην
ομοίαν απ’ την νίκην σου τιμήν δεν θ’ απολαύσης.».

Δεν υπάρχουν σχόλια: