Θουκυδίδου Ιστορίαι-Βιβλίον Γ'
(Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου)
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Έτος 6ον: 426-425πΧ.
(Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου)
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Έτος 6ον: 426-425πΧ.
Κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους, και περί την ιδίαν εποχήν που οι Αθηναίοι έχαναν τον καιρόν των εις την Μήλον, οι στρατιώται που επέβαιναν επί της μοίρας των τριάντα Αθηναϊκών πλοίων, ενώ επεριπόλουν περί την Πελοπόννησον, έστησαν κατ' αρχάς ενέδραν εις τον Ελλομενόν της χώρας των Λευκαδίων και εφόνευσαν μερικούς από την φρουράν. Ακολούθως εξεστράτευσαν εναντίον της πόλεως της Λευκάδος με μεγαλυτέραν στρατιωτικήν δύναμιν, δηλαδή με όλους τους Ακαρνάνας, οι οποίοι εξαιρουμένων των Οινιαδών, ηκολούθησαν με όλας τας στρατιωτικάς δυνάμεις των, μερικούς Ζακυνθίους και Κεφαλλήνας και δέκα πέντε Κερκυραϊκά πλοία. Και οι μεν Λευκάδιοι, μολονότι έβλεπαν λεηλατουμένην την χώραν των και την έξω του ισθμού και την εντός αυτού, όπου κείται και η πόλις και ο ναός του Απόλλωνος, έμεναν αδρανείς, αναγκαζόμενοι εις τούτο από την αριθμητικήν υπεροχήν των εχθρών. Οι Ακαρνάνες, εξ άλλου, απήτουν από τον στρατηγόν των Αθηναίων Δημοσθένη να τους αποκλείσει δια της οικοδομής τείχους, διότι επίστευαν ότι ευκόλως θα τους ηνάγκαζαν να παραδοθούν και θ' απηλλάσσοντο κατ' αυτόν τον τρόπον από μίαν ανέκαθεν εχθρικήν προς αυτούς πόλιν.
Αλλά κατά τον ίδιον ακριβώς καιρόν, ο Δημοσθένης επείσθη από τους Μεσσηνίους της Ναυπάκτου ότι ήτο λαμπρά δι' αυτόν ευκαιρία, αφού είχεν άπαξ συγκεντρώσει τόσον στρατόν, να επιτεθή εναντίον των Αιτωλών, και διότι ήσαν εχθροί της Ναυπάκτου, και διότι, εάν τους νικήση, θα υποτάξη ευκόλως εις τους Αθηναίους και τα παρακείμενα μέρη της Στερεάς. Καθόσον υπεστήριζαν ότι ο Αιτωλικός λαός είναι αληθώς πολυάριθμος και πολεμικός, αλλ' επειδή κατοικεί εις κώμας ατειχίστους, αι οποίαι μάλιστα κείνται εις μεγάλην απόστασιν η μία από την άλλην, και είναι ελαφρώς ωπλισμένοι, δεν είναι δύσκολον να νικηθούν πριν συγκεντρωθούν προς κοινήν άμυναν. Συνίστων δε να επιτεθή πρώτον εναντίον των Αποδοτών, έπειτα εναντίον των Οφιονέων και τελευταία εναντίον των Ευρυτάνων, οι οποίοι αποτελούν το μεγαλύτερον μέρος των Αιτωλών, ομιλούν γλώσσαν πολύ δυσνόητον και τρώγουν, καθώς λέγουν, άψητον κρέας. Μετά την υποταγήν τωόντι αυτών, και οι λοιποί θα προσχωρήσουν ευκόλως.
Ο Δημοσθένης επείσθη όχι μόνον δια να υποχρεώση τους Μεσσηνίους, αλλά κυρίως διότι επίστευεν ότι χωρίς ενισχύσεις από τας Αθήνας ημπορεί, αφού οι Αιτωλοί ενωθούν μαζί του, να βαδίση με τους Στερεολλαδίτας συμμάχους δια ξηράς εναντίον της Βοιωτίας. Προς τούτο, θα διήρχετο από το έδαφος των Οζολών Λοκρών, δια να φθάση εις το Κυτίνιον της Δωρίδος, έχων δεξιά τον Παρνασσόν, έως ότου κατέλθη εις το έδαφος των Φωκέων, οι οποίοι εθεωρούντο ότι θα ελάμβαναν προθύμως μέρος εις την εκστρατείαν, λόγω της κατά παράδοσιν φιλίας των με τους Αθηναίους, ή άλλως θα ημπορούσαν να εξαναγκασθούν εις τούτο. Και όταν έφθανεν εις την Φωκίδα ήτο πλέον εις τα όρια της Βοιωτίας. Εξέπλευσε λοιπόν από την Λευκάδα, εναντίον της γνώμης των Ακαρνάνων, με όλας του τας δυνάμεις, και ήλθε πλέων πλησίον της ακτής, εις το Σόλλιον, όπου τους ανεκοίνωσε το σχέδιόν του. Αλλ' επειδή οι Ακαρνάνες δεν το ενέκριναν, λόγω της αρνήσεώς του ν' αποκλείση την Λευκάδα, αυτός με τον υπόλοιπον στρατόν, αποτελούμενον από Κεφαλλήνας, Μεσσηνίους, Ζακυνθίους, και τριακοσίους Αθηναίους πεζοναύτας, οι οποίοι επέβαιναν επί των Αθηναϊκών πλοίων (διότι τα δέκα πέντε Κερκυραϊκά είχαν αναχωρήσει), εξεστράτευσεν εναντίον των Αιτωλών, εκκινήσας από τον Οινεώνα της Λοκρίδος. Οι Οζόλαι αυτοί Λοκροί ήσαν σύμμαχοι των Αθηναίων, και επρόκειτο να έλθουν με όλας των τας δυνάμεις εις συνάντησίν των εις το εσωτερικόν της χώρας, καθόσον, ως γείτονες των Αιτωλών και φέροντες τον ίδιον οπλισμόν, εθεωρούντο ότι θα ήσαν χρησιμώτατον να λάβουν μέρος εις την εκστρατείαν, διότι και τον τρόπον του πολέμου των Αιτωλών εγνώριζαν και την χώραν.
Αφού δε διενυκτέρευσε με τον στρατόν εις τον περίβολον του ναού του Νεμείου Διός, εντός του οποίου ως λέγεται, εφονεύθη υπό των κατοίκων ο ποιητής Ησίοδος, εις τον οποίον χρησμός είχε προείπει ότι θ' αποθάνη εις την Νεμέαν, εξεκίνησε κατά τα εξημερώματα, διευθυνόμενος εις την Αιτωλίαν. Την πρώτην ημέραν εκυρίευσε την Ποτιδανίαν, την δευτέραν το Κρωκύλειον και την τρίτην το Τείχιον, όπου και έμεινεν, αποστείλας τα λάφυρα εις το Ευπάλιον της Λοκρίδος, διότι εσκόπευε να υποτάξη τα άλλα μέρη προηγουμένως, να επιστρέψη έπειτα εις την Ναύπακτον, και τότε μόνον να εκστρατεύση εναντίον των Οφιονέων, εάν ηρνούντο να προσχωρήσουν. Αλλ' η στρατιωτική αυτή ετοιμασία δεν διέφυγε την προσοχήν των Αιτωλών, ούτε όταν το πρώτον εσχεδιάσθη, και μόλις εισέβαλεν ο στρατός εις το έδαφός των, όλοι έτρεξαν εις απόκρουσίν του με μεγάλας δυνάμεις εις τρόπον ώστε προσήλθαν και οι πλέον απομακρυσμένοι από τους Οφιονείς, οι Βωμιείς δηλαδή και οι Καλλιείς, οι οποίοι κατοικούν προς την διεύθυνσιν του Μαλιακού κόλπου.
Οι Μεσσήνιοι εξηκολούθουν να δίδουν εις τον Δημοσθένη τας ιδίας συμβουλάς που του έδιδαν εξ αρχής. Του εξήγουν ότι η καθυπόταξις των Αιτωλών ήτο εύκολος και συνίστων να επιτεθή το ταχύτερον εναντίον των διαφόρων κωμοπόλεων, προσπαθών να καταλάβη κάθε φοράν εκείνας που είναι εις τον δρόμον του, χωρίς να περιμένη έως ότου συγκεντρωθούν όλοι εναντίον του. Ο Δημοσθένης επείσθη εις τους λόγους των, και τας ελπίδας του εστήριξεν εις την καλήν του τύχην, διότι όλα επήγαιναν κατ' ευχήν. Χωρίς δε να περιμένη τους Λοκρούς, οι οποίοι επρόκειτο να έλθουν εις βοήθειάν του και τους οποίους εχρειάζετο (διότι του έλειπαν προ πάντων ελαφροί ακοντισταί), επετέθη εναντίον του Αιγιτίου και το κατέλαβε με την πρώτην έφοδον και χωρίς αντίστασιν. Διότι οι κάτοικοι το είχαν εκκενώσει κρυφίως και είχαν καταλάβει τους υπερκείμενους της πόλεως λόφους. Η πόλις, τωόντι, ήτο κτισμένη πλησίον εις υψώματα και απείχεν από την θάλασσαν ογδοήντα περίπου στάδια [16]. Αλλ' οι Αιτωλοί, οι οποίοι είχαν ήδη σπεύσει προς βοήθειαν του Αιγιτίου, επετίθεντο εναντίον των Αθηναίων και των συμμάχων των, κατερχόμενοι άλλοι δρομαίως και ένα λόφον και άλλοι από άλλον και βάλλοντες εναντίον των με ακόντια. Και οσάκις μεν ο στρατός των Αθηναίων προήλαυνεν, αυτοί υπεχώρουν, οσάκις δε εκείνος υπεχώρει, αυτοί επετίθεντο. Το είδος τούτο της μάχης, το οποίον συνίστατο εις αλλεπαλλήλους καταδιώξεις και υποχωρήσεις, διήρκεσεν επί πολύ, και οι Αθηναίοι ήσαν υποδεέστεροι και εις τας δύο.
Εφόσον οι τοξόται των είχαν βέλη και την δύναμιν να τα μεταχειρίζονται, οι Αθηναίοι αντείχαν, διότι οι Αιτωλοί, οι οποίοι έφεραν ελαφρόν οπλισμόν, εφόσον ετοξεύοντο, ανεχαιτίζοντο. Αλλ' όταν οι τοξόται, μετά τον θάνατον του αρχηγού των, διεσκορπίσθησαν, καί το κύριον σώμα του στρατού ήτο κατάκοπον, λόγω της πολύ μακράς και μονοτόνου πάλης, και οι Αιτωλοί τους επίεζαν εκ του πλησίον, ακοντίζοντες αυτούς, τότε πλέον ετράπησαν εις φυγήν, και επειδή ο οδηγός των Χρόμων, ο Μεσσήνιος, είχε φονευθή, έπιπταν μέσα εις αδιεξόδους χαράδρας και εις μέρη που δεν εγνώριζαν και εκεί εύρισκαν τον θάνατον. Οι Αιτωλοί, εξ άλλου, που ήσαν ωκύποδες και ελαφρώς οπλισμένοι, τους κατεδίωκαν κατά πόδας, τους ηκόντιζαν, και συλλαμβάνοντες πολλούς την ώραν ακριβώς που έφευγαν, τους υφόνευαν. Τους περισσοτέρους όμως, οι οποίοι έχασαν τον δρόμον και έπεσαν μέσα εις το δάσος, από το οποίον δεν υπήρχε διέξοδος, έφεραν φωτιά, με την οποίαν ήναψαν το δάσος από όλα τα μέρη, και τους έκαυσαν. Ο στρατός των Αθηναίων εδοκίμασε κάθε είδος φυγής και εδοκιμάσθη από κάθε είδος ολέθρου, και όσοι περιεσώθησαν με πολλήν δυσκολίαν κατόρθωσαν να καταφύγουν εις τον παραθαλάσσιον Οινεώνα της Λοκρίδος, από όπου ακριβώς είχαν εκκινήσει. Εφονεύθησαν δε και από τους συμμάχους πολλοί και από τους ιδίους τους Αθηναίους εκατόν είκοσι οπλίται. Τόσοι πολλοί και εις το άνθος της ηλικίας των εφονεύθησαν εκεί, οι καλλίτεροι αληθώς στρατιώται, τους οποίους η πόλις των Αθηνών έχασε κατά την διάρκειαν του πολέμου αυτού. Εφονεύθη δε και ο Προκλής, εις από τους δύο στρατηγούς. Και αφού εζήτησαν από τους Αιτωλούς βραχείαν ανακωχήν προς συλλογήν των νεκρών των, επέστρεψαν εις Ναύπακτον, από όπου μετεφέρθησαν ακολούθως εις Αθήνας δια του στόλου. Αλλ' ο Δημοσθένης παρέμεινεν εις την Ναύπακτον και τα πέριξ, διότι ένεκα των γενομένων εφοβείτο τους Αθηναίους.
Την ιδίαν περίπου εποχήν και ο Αθηναϊκός στρατός που ήτο εις την Σικελίαν έπλευσεν εις την Λοκρίδα, όπου ενήργησεν απόβασιν κατά την οποίαν ενίκησαν τους προσδραμόντας εναντίον των Λοκρούς, και κατέλαβαν έρυμα κείμενον πλησίον του ποταμού Άληκος.
Κατά το ίδιον θέρος, οι Αιτωλοί, οι οποίοι είχαν στείλει από πριν εις την Κόρινθον και την Λακεδαίμονα πρέσβεις, τον Οφιονέα Τόλοφον, τον Ευρυτάνα Βοριάδην, και τον Αποδωτόν Τείσανδρον, τους παρεκίνουν να τους στείλουν στρατόν, δια να τιμωρήσουν την Ναύπακτον, διότι επροκάλεσε την Αθηναϊκήν εισβολήν. Οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν τωόντι περί το φθινόπωρον τρεις χιλιάδας οπλίτας από τους συμμάχους, εκ των οποίων οι πεντακόσιοι ήσαν από την πόλιν Ηράκλειαν, η οποία είχε κτισθή νεωστί εις την Τραχίνα. Αρχηγός της εκστρατείας ήτο ο Σπαρτιάτης Ευρύλοχος, έχων βοηθούς τους συμπολίτας του Μακάριον και Μενεδάϊον.
Όταν ο στρατός συνεκεντρώθη εις τους Δελφούς, ο Ευρύλοχος έστειλε κήρυκα προς τους Οζόλας Λοκρούς, και διότι ο δρόμος προς την Ναύπακτον διέρχεται δια του εδάφους των, και διότι ήθελε να τους αποσπάση από την συμμαχίαν των Αθηναίων. Από τους Λοκρούς, οι κάτοικοι της Αμφίσσης ιδίως συνέπραξαν μαζύ του, ένεκα του φόβου, τον οποίον τους ενέπνεεν η έχθρα των Φωκέων. Αυτοί πρώτοι, δώσαντες ομήρους, έπεισαν και άλλους, οι οποίοι εφοβούντο τον επερχόμενον στρατόν, να κάμουν το ίδιον, πρώτον τους γείτονάς των Μυονείς (διότι δια του εδάφους των η είσοδος εις την Λοκρίδα είναι δυσχερεστάτη), και έπειτα τους Ιπνείς, τους Μεσσαπίους, τους Τριταιείς, τους Χαλαίους, τους Τολοφωνίους, τους Ησσίους και τους Οιανθείς. Όλοι αυτοί έλαβαν μέρος εις την εκστρατείαν. Οι Ολπαίοι έδωσαν μεν ομήρους, αλλά δεν ηκολούθησαν τους άλλους, ενώ οι Υαίοι δεν έδωσαν ομήρους, παρά αφού εκυριεύθη η κωμόπολίς των η οποία ονομάζεται Πόλις.
Όταν τα πάντα ήσαν έτοιμα, και ετοποθέτησε τους ομήρους εις το Κυτίνιον της Δωρίδος προς φύλαξιν, ο Ευρύλοχος προήλασε με τον στρατόν εναντίον της Ναυπάκτου δια του εδάφους των Λοκρών, κατά την πορείαν δε κατέλαβε τας Λοκρικάς πόλεις Οινεώνα και Ευπάλιον, αι οποίαι ηρνήθησαν να προσχωρήσουν. Άμα δ' έφθασαν εις την Ναυπακτίαν και συγχρόνως οι Αιτωλοί είχαν ήδη έλθει προς βοήθειαν, ήρχισαν να ερημώνουν την χώραν και κατέλαβαν τα προάστεια, τα οποία ήσαν ατείχιστα. Ακολούθως ήλθαν εις το Μολύκρειον, που ήτο αποικία των Κορινθίων αλλ' υποτελές εις τας Αθήνας, και το εκυρίευσαν. Ο Αθηναίος εν τούτοις Δημοσθένης (όστις μετά την αποτυχίαν που είχε πάθει εις την Αιτωλίαν, ευρίσκετο ακόμη εις τα πέριξ της Ναυπάκτου) επληροφορήθη εγκαίρως τα της εκστρατείας, και επειδή ανησύχησε δια την ασφάλειαν της πόλεως, ήλθε προς τους Ακαρνάνας και τους έπεισε, μολονότι με πολλήν δυσκολίαν, λόγω της αναχωρήσεώς του από την Λευκάδα, να έλθουν εις βοήθειαν της Ναυπάκτου. Οι Ακαρνάνες έστειλαν υπό τας διαταγάς του χιλίους οπλίτας, οι οποίοι μετεφέρθησαν δια του στόλου και εισελθόντες εις την πόλιν, την έσωσαν. Διότι υπήρχε φόβος μήπως, ένεκα του μεγέθους του τείχους και της ανεπαρκείας των υπερασπιστών του δεν θα αντείχε. Ο Ευρύλοχος, εξ άλλου, με τον στρατόν του, άμα έμαθαν την είσοδον της δυνάμεως αυτής και το αδύνατον επομένως του να κυριεύσουν την πόλιν εξ εφόδου ανεχώρησαν όχι εις την Πελοπόννησον, αλλ' εις την χώραν, η οποία ονομάζεται σήμερον Αιολίς, εις την Καλυδώνα δηλαδή, την Πλευρώνα και τα γειτονικά μέρη, και εις το Πρόσχιον της Αιτωλίας. Διότι οι Αμπρακιώται ήλθαν και τους παρεκίνουν να επιτεθούν από κοινού με αυτούς εναντίον του Αμφιλοχικού Άργους και της λοιπής Αμφιλοχίας και συγχρόνως εναντίον της Ακαρνανίας, υπεστηρίζοντες ότι αν γίνουν κύριοι των μερών αυτών, όλοι οι κάτοικοι της Στερεάς θα γίνουν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Ο Ευρύλοχος επείσθη, και αφού απέλυσε τους Αιτωλούς, παρέμεινεν ησυχάζων εις τα μέρη αυτά με τον στρατόν του περιμένων έως ότου επιστρατευθούν οι Αμπρακιώται και έλθη τοιουτοτρόπως η κατάλληλος ώρα, δια να σπεύση εις βοήθειάν των εναντίον του Άργους. Και τοιουτοτρόπως έληξε το θέρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου