23/1/09

Οι αρραβώνες στην ορεινή Ναυπακτία...


1. Γαμήλια δώρα στους πασσάδες.

Για να λάβουμε και μια ιδέα των δοσιμάτων έκτακτης και τακτικής φορολογίας του υπόδουλου Ελληνισμού στον ξενικό ζυγό αναφέρω σχετικά το τί προσέφεραν οι ραγιάδες με την ευκαιρία των γάμων του Πετούς γιου του Αλή Πασά Σαλήχ.

Οι ραγιάδες έχουν δεν έχουν προστάζονται και προσφέρουν γαμήλια δώρα. Πόλεις και χωριά και συντεχνίες προσέφεραν δώρα. Γέμισαν από βόδια, άλογα, μουλάρια, γίδια, πρόβατα, κόττες. Οι χωριάτισσες πήγαιναν φορτωμένες ξύλα και μέλι, ξυπόλυτες και μισόγυμνες με τους άντρες τους τραγουδώντας, δήθεν από χαρά, γιατί συνοδεύονταν από στρατιώτες, με ραβδιά, που τους ανάγκαζαν να βαδίζουν και να τραγουδούν. Η Κράβαρη προσέφερε 200 κριάρια, το Απόκουρο 150. Ο καπετάν Στουρνάρης 20 κριάρια και ένα ελάφι. Ο Γιωργάκης Κανναβός 2 πρόβατα αρσενικά και ένα τουφέκι. Όλα τα πεσκέσια από όλο το πασαλίκι στους γάμους του παιδιού του Αλή έφτασαν τις 24.422 κριάρια, 759 μουλάρια, 31 άτια, 117 άλογα. Ένα εκατομμύριο αξία και πλέον, γι'αυτό τα πεσκέσια ήταν από τα καλύτερα και επαναλαμβανόμενα με την ευκαιρία κάθε χαράς του Εφέντη (γενέθλια, γάμους, γιορτές κ.λπ.). Όποιος αρνιόταν να προσφέρει πεσκέσια, το πλήρωνε με τη ζωή του. Οι φόροι στο Πασαλίκι έφταναν 10—12 εκατομμύρια, τότε που η οκά το ψωμί στοίχιζε 15 λεπτά και το κρέας 8 δεκάρες.
2. Αρραβώνες.
Όταν ακόμα είναι μικρά τα παιδιά, βάνουν με το νού τους οι μεγάλοι πως να ταιργιάσουν. Κρατούν φιλίες και δανείζονται και βοηθιούνται και σεμπρεύουν και στανεύουνε αντάμα τα γιδοπρόβατά τους. Σκέψεις και τρόποι είναι τέτοιοι που οδηγούν, ώστε να γίνουν ξανά δικοί όσοι ξεσυγγένεψαν. Αποφεύγουν την κουμπαριά κι'απαντούν σε πρόταση σχετική: «Δεν πειράζει εμείς έχουμε παιδιά και δεν ξέρουμε πως είναι το τυχηρό ας μην κουμπαρέψουμε». Έτσι τα παιδιά παίρνουν αβίαστα και ανεπίγνωστα το δρόμο που διορίζουν οι γονείς κι αναπτύσσουν συμπάθεια μεταξύ τους— καμμιά φορά παράκαιρα πάνε και πιό πέρα από τη θέληση των γονέων. Κι οι φρόνιμοι τα βολεύουν χωρίς τη δυσαρέσκεια στη μέση. Είναι και μερικοί γονείς ψευτοφιλότιμοι. Φέρνουν έντονες αντιρρήσεις σε κάτι που κατά βάθος οι ίδιοι θέλησαν και καλλιέργησαν («ώρμωσαν»). Και το αίτιο ήταν ότι τα παιδιά δεν τους ενημέρωναν λεπτομερειακά γιά όλες τις ολότελα προσωπικές υποθέσεις της ιδιωτικής τους ζωής. Νιάτα... αλλά και όρια και συνέπεια απαραίτητα. Αφού με τον καιρό, ευοδωθούν τα κουβεντολόγια για προίκες και προικιά των παιδιών, ιδίως των εξαρτημένων στενώτερα από τη θέληση των τρανών, τότε ένα Σαββατόβραδο, ακούονται τα τουφέκια. Σαν αστραπή από στόμα, σε στόμα, μαζί με τα καλορίζικα μεταδίδεται η είδηση για τα τελειώματα του τάδε με το κορίτσι του δείνα. Δε λείπουν όμως και τα ζόρικα παιδιά που κάνουν πέρα τις προίκες και τα προικιά. Τα παίρνουν βέβαια σαν τύχει και βρεθούν. Δεν βάζουν όμως την καρδιά τους στο καλούπι των γονιών τους. Πιό πάνω βάζουν την αγάπη τους. Την κάνουν στεφάνι και δαχτυλίδι. Φλάμπουρο στη ζωή τους. Πάει ο γαμπρός με τους συγγενείς και το νουνό του το Σαββατόβραδο στο σπίτι της καλής με μικροδώρα. Τους έχουν έτοιμο τραπέζι. Έχουν κουβεντιαστεί από πριν πόσοι και ποιοί θα πάνε. Το βράδυ αυτό δίνουν επίσημο χαρακτήρα στις σχέσεις των οι νέοι. Ο γαμπρός πάει τα δαχτυλίδια. Ο πρωτόγερος, ο νουνός ή ένας από τους γονείς των παιδιών σταυρώνει σ' ένα δοχείο, πιάτο ή δίσκο τα δαχτυλίδια και τα περνάει στα δάχτυλα των παιδιών κατά το συνήθειο , ώστε να μάθει όλος ο κόσμος το ανεπάντεχο μυστικό ή να πιστέψει ό,τι σιγοψυθιρίζεται, να αποτραβηχτεί ο τυχόν αντίζηλος, να πάει αλλού, γιατί εδώ δεν πέρασε η μπούγια του. Χώρεσε σε πιό πλατιά καρδιά η κοπέλλα, που έκανε την καρδιά του αντίζηλου να χτυπάει. Γλέντι χαρά τραγούδι καμμιά φορά ως την αυγή. Γι' αυτό αφήνουν να συμπίπτει η αυγή εκείνη με το ξημέρωμα της Κυριακής. Με τα «ζωσίματα» τα δώρα δηλαδή που η νύφη πρόσφερε στον αρραβωνιαστικό και στη συντροφιά του, γονείς κλπ., κρεμασμένα στον ώμο ή στη μέση τους, ζωσμένα, όταν ετούτος είναι συντοπίτης, οι φίλοι και συγγενείς του γυρίζουν στο σπίτι του σιγοτραγουδώντας, κατά κανόνα, τούτο το τραγούδι:
1) «Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια,
τώρα οι πέρδικες, σνχνολαλούν και λένε:
Ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα καλό μου ταίρι».
κ.λπ. κ.λπ.
2) «Για ιδέστε το Μαργιόλικο, και το μαργιολεμένο
πως σέρνει το φεσάκι του, σαν νάναι μεθυσμένο!
Αυτό δεν είναι μέθυσμα μούδε κρασί πιωμένο
η αγάπη το βαλάντωσε κι' είναι βαλαντωμένο!
Σαράντα κίτρινα φλουριά σε μια κλωστή δεμένα
για πάρτα κι' έλα μια βραδυά κι' ένα Σαββάτο βράδυ.»
3) «Μια κοντή, κοντούλα, εδώ στη γειτονιά,
που έχει μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά,
η μάνα της τη δέρνει και την τυραννεί,
για να μαρτυρήσει, ποιος τη φίλησε.
Μη με δέρνεις μάνα, μη με τυραννείς
κι' εγώ θα μαρτυρήσω ποιος με φίλησε.
Μ' ούδε ξένος ήταν μ' ούδε αλαργινός,
κοντογείτονάς μας ήταν και γραμματικός.
Μια φορά στ' αμπέλι δυό στον αργαλειό
κι' άλλη μια στο σίτι πού είμασταν τα δυό!»


Κείμενο: Γιώργος Αθ. Μποσινάκος

Ο Γεώργιος Μποσινάκος είναι Δάσκαλος-Λογοτέχνης από την Αράχοβα Ναυπακτίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: