Τα ευρωπαϊκά πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα, στα μέσα του 16ου αιώνα στράφηκαν εις βάρος της Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά την ήττα της, όταν επιχείρησε για δεύτερη φορά το 1682-3 την κατάληψη της Βιέννης και προκάλεσε την συσπείρωση των χριστιανικών δυνάμεων. Ο Μεγάλος Βεζίρης Καρά Μουσταφά έφτασε μπροστά στη Βιέννη και την πολιόρκησε (1682) χωρίς να επιχειρήσει έφοδο, περιμένοντας να πέσει από την πείνα. Όμως, έσπευσαν οι Πολωνοί σύμμαχοι των Αυστριακών και διέλυσαν τους πολιορκητές (1683). Ο Καρά Μουσταφά ξέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον περίμενε ο δήμιος του σουλτάνου. Η συμμαχία των ευρωπαίων κατά της Τουρκίας, πλημμύρισε τους Έλληνες με ενθουσιασμό. Αρχιερείς, πρόκριτοι, αρματολοί και γενικά ο λαός ετοιμάζονται και πάλι για νέο "σεφέρι". Οι Βενετσιάνοι θέλησαν να επωφεληθούν. Σε λίγους μήνες οι Βενετοί βρίσκονται στο Ιόνιο και στις 6 Αύγουστου 1684 κυριεύουν τη Λευκάδα, την Πρέβεζα και την Άρτα, ενώ τον Νοέμβριο διενεργεί επιδρομές στον βορειοελλαδικό χώρο. Ο άνεμος της εξέγερσης πνέει στη δυτική Στερεά, στ’ Άγραφα και την Ευρυτανία. Πολλοί Επτανήσιοι εντάσσονται εθελοντικά στον βενετικό στρατό, που κυριαρχεί σ’ ολόκληρη σχεδόν την περιοχή. Ο ενθουσιασμός συνεπαίρνει και τον Αναστάσιο Γόρδιο, που γράφει δυο επιγράμματα, χαιρετώντας τον Morosini ως απελευθερωτή της Ελλάδας. Τα κηρύγματα των Βενετών βρήκαν απήχηση και στο λαό. Πρώτοι ξεσηκώθηκαν οι αρματολοί του τόπου κατά των Τούρκων: ο Χρήστος Βαλαωρίτης από τη Βαλαώρα της Δυτ. Ευρυτανίας, ο Χουρμόπουλος από τ’ Άγραφα, ο Αγγελής Σουμίλας ή Βλάχος από τα Γιάννενα, ο Πάνος Μεϊντάνης από το Ξηρόμερο και άλλοι από τα Κράβαρα και το Καρπενήσι. Οι αρματολοί αρχίζουν αμέσως την ένοπλη δράση κατά των Τούρκων, ζητώντας τη στήριξη της Γαληνότατης Δημοκρατίας. Ο Morosini δεν υπόσχεται μόνο την εκπλήρωση του αιτήματος, άλλα και τους εμψυχώνει στον αγώνα τους. Στην περιοχή του Καρπενησίου ξεσηκώνεται ο θρυλικός αρματολός Λιβίνης. Στρατολογεί πολυάριθμους Ευρυτάνες και αρχίζει τη δράση του με σκοπό την κατάληψη του Καρπενησίου και την κατάλυση της τουρκικής εξουσίας. Η εξέγερση του ανησύχησε όχι μόνο τους Τούρκους της Ευρυτανίας, αλλά και της όμορης Φθιώτιδας, οι οποίοι συντονισμένα έσπευσαν προς καταπολέμηση του. Γύρω από το Καρπενήσι ο Λιβίνης έδωσε διάφορες μάχες, με σημαντικότερη εκείνη στο χωριό Γόλιανη (Στεφάνι) το 1684, όπου θριάμβευσε των Τούρκων. Στη συνέχεια ο Λιβίνης και τα παλικάρια του κατέβηκαν προς το νότο για να ενωθούν με τα άλλα αρματολικά σώματα της Αιτωλοακαρνανίας. Όμως σε νέα μάχη, κοντά στην Αράχωβα της Ναυπακτίας, σκοτώθηκε το 1685. Ο ευρυτανικός λαός θρήνησε τον ηρωικό χαμό του αρματολού, ενώ συγχρόνως στο τραγούδι του κατήγγειλε τον προεστό του Καρπενησίου Κωνσταντάκη, τον Τουρκοκωσταντάκη, εχθρό και αντίπαλο του Λιβίνη. Η αντίθεση άλλωστε αρματολών και προεστών είναι σχεδόν μόνιμη στην περιοχή.
Ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα είναι ένα επαναστατικό ηφαίστειο, ενώ οι επιτυχίες εξάλλου των Βενετών στην Πελοπόννησο είναι εντυπωσιακές. Το 1687 κυριεύουν την Αθήνα και 3000 κάτοικοι καταληστεύονται δεινώς από τους μισθοφόρους του Morosini, ενώ βόμβα καταστρέφει τον ανέπαφο ως τότε Παρθενώνα. Καθώς οι Βενετοί δεν έχουν συγκροτημένο τακτικό στρατό, στηρίζουν τη στρατιωτική τους ισχύ αποκλειστικά στους μισθοφόρους, πολλοί όμως απ' αυτούς (οι Σκλαβούνοι), λιποτακτούν και σχηματίζουν ανεξέλεγκτα σώματα, που καταπιέζουν και γδύνουν τους πληθυσμούς. Οι πρώτοι λιποτάκτες τρέπονται προς το εσωτερικό της Στερεάς και το φθινόπωρο του 1687 φτάνουν στο Καρπενήσι, έχοντας αρχηγό τον Bossina. Η κατάσταση που δημιουργείται στον ευρυτανικό χώρο είναι αφόρητη, αφού το ρεύμα των λιποτακτών ογκώνεται διαρκώς. Ο Bossina συγκροτεί τους λιποτάκτες σε σώμα και αυτοδιορίζεται αρχηγός τους (capitano). Οι Σκλαβούνοι αποβαίνουν μάστιγα πραγματική. Οι κάτοικοι ορισμένων χωριών των Άγραφων δυσανασχετούν και διακόπτουν για κάποιο διάστημα την καταβολή των φορολογικών εισφορών προς τους Βενετούς. Οι Βενετοί κατορθώνουν να εξουδετερώσουν τις ενέργειες τους αυτές, πείθοντας τους κατοίκους 90 χωριών των Άγραφων για την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων, αφού τους ενδιαφέρει πρωτίστως η οικονομική και φορολογική κατάσταση της περιοχής.
Από το 1688 η κατάσταση στην Ευρυτανία και τα Άγραφα, όπως και στην υπόλοιπη Στερεά, γίνεται πιο περίπλοκη. Οι Τούρκοι απελευθερώνουν από τη φυλακή τον Μανιάτη πειρατή Λιμπεράκη Γερακάρη, υπό τον όρο να πολεμήσει στο πλευρό τους εναντίον των Βενετών και των Ελλήνων. Αμέσως ο περιώνυμος εκείνος τυχοδιώκτης έρχεται στο τουρκικό στρατηγείο της Θήβας, προσκυνάει τον σερασκέρη και τίθεται στη διάθεση του. Εκεί συγκεντρώνει 10.000 άνδρες. Από τη μεριά τους, Βενετοί και Έλληνες, για την αντιμετώπιση του Γερακάρη, το Μάρτιο του 1689 συγκροτούν δυο στρατόπεδα, το ένα στο Λιδορίκι και το δεύτερο στο Καρπενήσι (με αρχηγούς τον Bossina και τον Vito Luposovich, που περιλάμβανε τα αρματολίκια του Σπανού της Ύπατης και του Χουρμόπουλου των Αγράφων). Οι διοικητές των στρατοπέδων, ως πρώην ανώτεροι αξιωματικοί του βενετικού στρατού, αναλαμβάνουν τη στρατιωτική εκγύμναση των κατοίκων και την οχύρωση των επίκαιρων θέσεων. Αυτοί αποφασίζουν για τον τρόπο προσβολής των τουρκικών κάστρων και την απόκρουση των επιθέσεων.
Τον Μάιο του 1689 ο Γερακάρης, ξεκινά από τη Θήβα, με 2500 άνδρες, ποι ανάμεσα τους είναι και αρκετοί Έλληνες, για το Ξηρότερο, Βάλτο και Αγγελάκαστρο. Επιτίθεται στο Μεσολόγγι, όπου διενεργεί ποικίλες λεηλασίες, αρπαγές και αιχμαλωσίες κατοίκων και κατόπιν πηγαίνει στο Βραχώρι (Αγρίνιο). Αργότερα χτυπά το Αιτωλικό, επεκτείνει τις λεηλατικές του επιδρομές ως τα Σάλωνα και τελικά εγκαθίσταται στο Καρπενήσι, όπου καταφέρνει να εκτοπίσει τον Bossina, (που αποσύρεται με το σώμα των λιποτακτών Σκλαβούνων στα γύρω χωριά). Το πρόβλημα της κυριαρχίας στην περιοχή μένει ανοιχτό και ο Γερακάρης προσπαθεί να συνεννοηθεί με τον Bossina, προτείνοντάς του συνεργασία, στα πλαίσια μιας διπλής φορολόγησης των κατοίκων (να εισπράττουν και οι δυο φόρους: για λογαριασμό των Τούρκων ο πρώτος και των Βενετών ο δεύτερος). Όμως ο Bossina, αμφιβάλλοντας για την ειλικρίνεια του Γερακάρη, απορρίπτει τις προτάσεις του. Αμέσως ο Γερακάρης εκδίδει προκήρυξη προς τους κατοίκους του Καρπενησίου, απαιτώντας με την απειλή της ποινής του θανάτου την πληρωμή των οφειλόμενων φόρων, τους οποίους εισπράττει αναγκαστικά. Αρχίζει κατόπιν να ισχυροποιεί τη θέση του: Με την παροχή πλούσιων δώρων και υποσχέσεων στρατολογεί αρκετούς Ευρυτάνες και διορίζει πρωτοπαλίκαρό του τον αρματολό Κώστα Ράβδα (από το Νεοχώρι Τυμφρηστού), χτίζει πολυτελέστατο σπίτι στο Καρπενήσι, (κατά το οικιστικό πρότυπο των πύργων της Μάνης), ενώ για να αποκτήσει τοπική επιρροή έρχεται σε δεύτερο γάμο με τη μοναχοκόρη του βαθύπλουτου ισχυρού κοτζαμπάση Χατζή Οικονόμου από το Μαυρίλο. (Με τον γάμο αυτό ο Γερακάρης εξασφαλίζει σοβαρές προσβάσεις και ερείσματα στις προυχοντικές οικογένειες της Ευρυτανίας και Υπάτης). Συγχρόνως ο Γερακάρης προβαίνει και σε αγαθοεργές πράξεις: με δικά του χρήματα, χτίζει ή επιδιορθώνει εκκλησίες, όπως την Αγία Τριάδα Καρπενησίου και τον Άγιο Αθανάσιο Νεοχωρίου, «είτε προς άφεσιν των πολλών αυτού αμαρτιών είτε προς σκόπιμον επίδειξιν». Παρά τις διαβεβαιώσεις του, η πολιτική του Γερακάρη δεν επιφέρει καμιά ανακούφιση στους κατοίκους του Καρπενησίου και των Αγράφων. Μόνο δεινά και δυσβάστακτες οικονομικές εισφορές φορτώνει στη ράχη τους. Οι κάτοικοι υποφέρουν από παντοειδείς καταπιέσεις. Μετά την εδραίωση του στο Καρπενήσι, ο Γερακάρης επεκτείνει τα όρια της επικράτειας του προς το Λιδορίκι. Αφού εκτοπίζει από εκεί τον Damianovih, που καταφεύγει στα Σάλωνα και ακολούθως στο Αγρίνιο, επιχειρεί επιδρομή στην περιοχή της Ναυπάκτου. Οι Βενετοί όμως προετοιμάζουν αντεπίθεση από την Πελοπόννησο. Διαπεραιώνουν στη Στερεά καταδρομείς και περιτρέχουν τη χώρα φτάνοντας το φθινόπωρο του 1694 στο Καρπενήσι. Λεηλατούν και φονεύουν πολλούς Τούρκους αλλά και Έλληνες, αρπάζουν ολόκληρη την περιουσία του Γερακάρη και καίνε το σπίτι του στο Καρπενήσι. Τότε είναι που παρεμβαίνει η βενετική διπλωματία, που προσεγγίζει τον Γερακάρη και το 1696 τον κάνει όργανο της αντί σοβαρών παροχών: τον τιμάει με το αξίωμα του ιππότη του Αγίου Μάρκου, του δίδονται χρήματα, πρόσοδοι και στρατιωτικοί βαθμοί και του παρέχονται τα μέσα διατροφής για 15 πρόσωπα της φρουράς του, (ανάμεσά τους είναι και ο αδερφός του Γεώργιος). Η αποστασία του Γερακάρη επιφέρει μεγάλο πλήγμα στους Τούρκους. Από τότε ο Γερακάρης δρα με τους αρματολούς της Στερεάς Ελλάδας και τους Βενετούς εναντίον των Τούρκων. Στην τελευταία του επιδρομή διατρέχει τη Φθιώτιδα και την Ευρυτανία, μπαίνει στην Ήπειρο και λεηλατεί απάνθρωπα και αδιάκριτα τους κατοίκους της Άρτας. Οι Βενετοί, για να καθησυχάσουν τους εξαγριωμένους κατοίκους της Ηπείρου και των Αγράφων, τον μεταφέρουν υπό επιτήρηση στο Ναύπλιο. Από κει τον στέλνουν μαζί με τον αδελφό του στη Βενετία, όπου τους φυλακίζουν χωριστά. Ο αδελφός του αυτοκτονεί, ενώ ο ίδιος φθίνει μέσα στη φυλακή της Brescia. Αυτό ήταν το άδοξο τέλος του Λιμπεράκη Γερακάρη, που συνέδεσε το όνομα του και τη δράση του με την ιστορία της Ευρυτανίας.
Η ανώμαλη κατάσταση εξακολουθεί να πλήττει ανηλεώς τους πληθυσμούς. Οι κάτοικοι των Αγράφων, της Ευρυτανίας κι άλλων μερών της Στερεάς δεινοπαθούν από τους λιποτάκτες Σκλαβούνους. Συγχρόνως οι Έλληνες οπλοφόροι συνεχίζουν την πολεμική τους δράση στην Ευρυτανία, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Βοιωτία, Αττική. Κυριεύουν τη Λαμία και μέρος της Θεσσαλίας, ενώ ο βενετικός στόλος αγκυροβολεί στον κόλπο της Στυλίδας. Τα επαναστατικά αυτά σώματα εξολοθρεύουν και εκμηδενίζουν τους Τούρκους παντού όπου τους συναντούν κατά την προέλασή τους. Έχουν όμως και αποτυχίες, που οφείλονται σε συγκεκριμένες αιτίες: την έλλειψη γενικού αρχηγού ως συντονιστή, τις αντιζηλίες μεταξύ των τοπικών ηγετών, αλλά και την αδιαφορία των Βενετών για την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων. (Εκείνο πού ενδιέφερε πλέον τους Βενετούς ήταν η εκδίωξη των Σκλαβούνων, γιατί τους θεωρούσαν ως κύριους υπεύθυνους για την ελάττωση των δημοσιονομικών πόρων του κράτους).
Ο επίλογος του δεκαεξάχρονου πολέμου γράφεται με τη "συνθήκη ειρήνης του Karlowitz" (26 Ιανουαρίου 1699), ανάμεσα στη Βενετία, Γερμανία και Πολωνία από τη μια μεριά και τον σουλτάνο από την άλλη. Η Γερμανία και η Πολωνία αποσπούν συγκεκριμένα εδάφη. Οι Βενετοί διατηρούν τη Δαλματία, την Πελοπόννησο, την Αίγινα και τη Λευκάδα, ενώ επιστρέφουν στον σουλτάνο μια σειρά από ελληνικά εδάφη: Ναύπακτο, Αντίρριο, Ξηρόμερο, Πρέβεζα, Βάλτο, Άγραφα, Ευρυτανία, ενώ το 1715, οι Τούρκοι ανακτούν και την Πελοπόννησο. Ο ζόφος της τουρκικής κυριαρχίας απλώνεται και πάλι πάνω στην Ελλάδα. Το μόνο που δεν απασχόλησε τους δυτικούς συνεταίρους του πολέμου στο Karlowitz ήταν η απελευθέρωση της Ελλάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου