Τα κουκούλια - Του Αντώνη Αντωνάκου.
Ανέβαινα στο φυλάκιο 178 στο ύψωμα Προφήτη Ηλία πάνω απ' το Σουφλί. Ήταν μεσημέρι, κατακαλόκαιρο. Με είχαν στείλει κακήν κακώς στο χωριό για κούρεμα. Το απόγευμα είχαμε επιθεώρηση από τον διευθυντή του θρησκευτικού επιτελείου και κάποιος καραβανάς του πυροβολικού διαπίστωσε πως ήμουν ακούρευτος. Ο σβέρκος μου ήταν ιδρωμένος. Τρίχες είχαν κολλήσει σε όλο μου το κορμί. Δεν ήξερα τι μου έφταιγε. Άρχισα να ξύνομαι με μανία. Ο ανηφορικός δρόμος ήταν ένα μαρτύριο. Μεταφορικό μέσο δεν υπήρχε κι έτσι ανέβαινα με τα πόδια ασθμαίνοντας.
Στα τελευταία σπίτια υπήρχε ένα χαμηλό σπίτι. Τον πρώτο καιρό που είχα ανέβει με μετάθεση και ήμουν εξοδούχος είδα στο παράθυρο μια γριά. Στεκόταν η μισή πίσω απ' το παντζούρι. Στο πρόσωπό της διαγράφονταν λουρίδες απ' τις γρίλιες. Η γριά πρόσεξε τα τσιγάρα που κρατούσα και καθώς πλησίαζα, άπλωσε το χέρι. Με φωνή ξεψυχισμένη μου είπε: «Δώσε μου ένα τσιγάρο, έχω μέρες να καπνίσω».
Απέναντι υπήρχε ένα μικρό καφενείο. Ήμουν σίγουρος ότι μας παρακολουθούσαν. Με κοιτούσαν με μισό μάτι, έτσι καθώς είχα σταθεί κάτω απ' το παράθυρο κοιτάζοντας αποσβολωμένος τα κοκαλιάρικα χέρια της γριάς. Δεν ξέρω ακόμα τι φοβήθηκα, αλλά δεν της έδωσα τσιγάρο. Της χαμογέλασα μάλλον αμήχανα και συγκαταβατικά, όπως χαμογελάνε στα επισκεπτήρια στους αρρώστους. Από τότε, όταν περνούσα μπροστά από κείνο το σπίτι, έβλεπα πίσω απ' τις γρίλιες τις κόρες των ματιών της να γυαλίζουν και τα χείλη της να τρεμοπαίζουν. Ήμουν σίγουρος πως μ' έβριζε. Περνούσα πάντα απ' αυτό το σπίτι αρκετά φοβισμένος, γεμάτος ενοχές για τη συμπεριφορά μου.
Τη μέρα της επιθεώρησης όμως δε σκεφτόμουν τίποτε απ' όλα αυτά. Ανέβαινα βαριανασαίνοντας, περισσότερο πικραμένος για τα καψώνια που μας κάνανε, βλέποντάς τα όλα τόσα μάταια και θλιβερά. Ξεχάστηκα κι έκατσα στο πεζούλι κάτω απ' το παράθυρο της γριάς. Είχα λαχανιάσει τόσο που με πονούσαν τα πνευμόνια μου. Προσπαθούσα να φανταστώ κάτι ευχάριστο, μα οι κακές σκέψεις έρχονταν με περισσότερο ζήλο. Τα πόδια μου πονούσαν και το στόμα μου είχε στεγνώσει. Ούτε σάλιο δεν είχα για να βλαστημήσω την τύχη μου. Κάποια στιγμή βλέπω τη γριά να βγαίνει από την πίσω πόρτα του σπιτιού. Μέσα φαινόταν το κουζινάκι. Στα χέρια της κρατούσε ένα ποτήρι με νερό. Πλησίασε και μου το πρόσφερε δίχως να πει κουβέντα. Όση ώρα έπινα το νερό κοιτούσα χαμηλά. Δεν ήθελα να την κοιτάξω στα μάτια. Αυτή από πάνω μου κρατώντας τη μέση της, κοιτάζοντας με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις μου. Καθώς τελείωσα το νερό, κάτι ψιθύρισε κάνοντάς μου νόημα να την ακολουθήσω στο εσωτερικό του σπιτιού. Δίστασα αλλά από ντροπή και μόνο τη συνόδευσα μες στο σπίτι. Θα ήταν ασυγχώρητο να κάνω την ίδια γκάφα για δεύτερη φορά. Στο κάτω κάτω μπορεί να χρειάζεται κάτι, σκέφτηκα. Γριά γυναίκα είναι. Ίσως θέλει να τη βοηθήσω να σηκώσει κάτι βαρύ. Ίσως να τις κάνω τίποτε ψώνια.
Προχωρήσαμε αρκετά αργά προς το εσωτερικό του σπιτιού. Διασχίσαμε την κουζίνα με το αναμμένο πετρογκάζ. Σ' έναν τοίχο απέναντι υπήρχε φωτογραφία της Βουγιουκλάκη, μικρό κοριτσάκι διαφήμιζε τις πορτοκαλάδες ΕΨΑ. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα βαζάκι ρίγανη. Το ανθοδοχείο ήταν γεμάτο μουχλιασμένο νερό μ' ένα μπλε λουλούδι στην επιφάνεια. Το σπίτι είχε μια περίεργη βαριά αποφορά. Γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε: «θέλω να σου δείξω τα κουκούλια μου, γι' αυτό σ' έφερα μέχρι εδώ». Μιλούσε αργά, με μεγάλη δυσκολία. Ο λαιμός της ακουγόταν γδαρμένος.
Σ' ένα δωμάτιο του σπιτιού υπήρχαν μαζεμένα κλαδιά λυγαριάς. Το πάτωμα ήταν γεμάτο αυτοσχέδιες ψάθες από κομμένα καλάμια. Οι ψάθες ήταν καλυμμένες με φύλλα μουριάς. Άρχισε να μου λέει τότε πώς βγαίνουν οι κάμπιες απ' τα αυγά, με τι λαιμαργία τρώνε τα φύλλα της μουριάς, πώς ακούγονται τα βράδια να μασουλάνε. Έπειτα μου είπε πώς σκαρφαλώνουν πάνω στα κλαδάκια κι εκεί υφαίνουν το κουκούλι γύρω τους. Κλείνονται εκεί μέσα, ώσπου να μεταμορφωθούν από κάμπια σε χρυσαλλίδα κι από χρυσαλλίδα σε έντομο. Μετά από είκοσι μέρες ανοίγει το κουκούλι και βγαίνει η πεταλούδα. Είναι βαριά και δεν μπορεί να πετάξει. Ζει μερικές μέρες μονάχα. Γεννάει τα αυγά της και πεθαίνει.
Περιέγραψε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Βρήκε έπειτα ένα κομμένο τσιγάρο, το άναψε κι άρχισε να καπνίζει. Έπιασε κουβέντα με τα φρέσκα κουκούλια. Γύρισε τότε προς το μέρος μου και μου είπε: «έχω παλιαρρώστια στο φάρυγγα, αλλά τι τα θες, έτσι και οι δικές μας ψυχές γίνονται πεταλούδες και θέλουν να πετάξουν, μα είναι τόσο φορτωμένες, τόσο τυραννισμένες που βαραίνουν απότομα και γκρεμίζονται». Έσκισε ένα χαρτί από εφημερίδα και μου τύλιξε μερικά άδεια κουκούλια. «Να τα πάρεις σπίτι σου για ενθύμιο», μου είπε.
Βγήκα απ' το δωμάτιο κρατώντας στα χέρια μου τα τυλιγμένα κουκούλια. Έβγαλα απ' την τσέπη το πακέτο με τα τσιγάρα και το απίθωσα στο μάρμαρο της κουζίνας. Δεν το πρόσεξε. Όταν απομακρύνθηκα αρκετά, γύρισα πίσω και την είδα στο παράθυρο να φουμάρει.
Έφτασα στο φυλάκιο χωρίς να το καταλάβω. Η ώρα είχε περάσει. Τα ...καντήλια και οι βρισιές έδιναν κι έπαιρναν. Έτρεξα να βάλω τη φόρμα παραλλαγής, αφού πρώτα τοποθέτησα τα κουκούλια μέσα στον πολιτικό μου σάκο.
Ήμασταν όλοι τόσο ιδρωμένοι που νόμιζες ότι βρωμάει ολόκληρη η περιοχή. Μας έστησαν για αρκετή ώρα μες στον ήλιο, κάνοντας οπλασκήσεις μέχρι την άφιξη του στρατηγού. Καθώς χτυπούσα την κάννη του όπλου στον ώμο μου, πονούσα φρικτά.
Ο στρατηγός ανέβαινε στο φυλάκιο εν πομπή συνοδευόμενος από δύο στρατιωτικά τζιπ.
Μόλις κατέβηκε διαπίστωσα με έκπληξη ότι φορούσε ράσα. Μου ήρθε περίεργο, στρατηγός με ράσα. Πλησίασε προς το μέρος μας. Ο αξιωματικός που έδινε τα παραγγέλματα μας έκανε νόημα να του φιλήσουμε το χέρι. Σκύψαμε και του φιλήσαμε το χέρι. Είχα να κάνω κάτι τέτοιο απ' το Δημοτικό, όταν μας στριμώχνανε κάθε Παρασκευή πρωί στην εκκλησία. Ο στρατηγός μας χαιρέτησε εγκάρδια. Μας ρώτησε αν είμαστε ευχαριστημένοι, τον τόπο καταγωγής κι άλλα τέτοια. Φυσικά, όλοι βρεθήκαμε ευχαριστημένοι.
Κάποια στιγμή έστρεψε το βλέμμα του απέναντι στα βάθη της Τουρκίας. Βαριαναστέναξε και γυρίζοντας συγκινημένος προς το μέρος μας, είπε «έχουμε κι ένα καμπαναριό απέναντι μην το ξεχνάτε».
Τα χρώματα στα βάθη της Τουρκίας ήταν πορφυρά. Ο ήλιος άρχισε να δύει. Τα πρώτα χωριά απέναντι άναβαν τα φωτάκια τους. Εγώ σκεφτόμουν τη γριά πάνω απ' τα κουκούλια της να καπνίζει και να τους μιλά. Στην πίσω ακριβώς σειρά ακούστηκε ένας εθελοντής απ' την Κατερίνη να ψιθυρίζει «να πας στο διάολο τραγόπαπα και συ και το καμπαναριό σου».
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
Γεννήθηκε το 1972 στο Αγρίνιο. Σπούδασε μαθηματικά και διδακτική. Παρουσιάστηκε στα Γράμματα με την ποιητική συλλογή «Το φθινόπωρο του στρατιώτη» (εξώφυλλο της Εύας Μελά). Έκτοτε έχει δημοσιεύσει ποιήματά του και πεζά στα λογοτεχνικά περιοδικά «η λέξη», «πανδώρα», «Ιβικος» κ.ά.
Ανέβαινα στο φυλάκιο 178 στο ύψωμα Προφήτη Ηλία πάνω απ' το Σουφλί. Ήταν μεσημέρι, κατακαλόκαιρο. Με είχαν στείλει κακήν κακώς στο χωριό για κούρεμα. Το απόγευμα είχαμε επιθεώρηση από τον διευθυντή του θρησκευτικού επιτελείου και κάποιος καραβανάς του πυροβολικού διαπίστωσε πως ήμουν ακούρευτος. Ο σβέρκος μου ήταν ιδρωμένος. Τρίχες είχαν κολλήσει σε όλο μου το κορμί. Δεν ήξερα τι μου έφταιγε. Άρχισα να ξύνομαι με μανία. Ο ανηφορικός δρόμος ήταν ένα μαρτύριο. Μεταφορικό μέσο δεν υπήρχε κι έτσι ανέβαινα με τα πόδια ασθμαίνοντας.
Στα τελευταία σπίτια υπήρχε ένα χαμηλό σπίτι. Τον πρώτο καιρό που είχα ανέβει με μετάθεση και ήμουν εξοδούχος είδα στο παράθυρο μια γριά. Στεκόταν η μισή πίσω απ' το παντζούρι. Στο πρόσωπό της διαγράφονταν λουρίδες απ' τις γρίλιες. Η γριά πρόσεξε τα τσιγάρα που κρατούσα και καθώς πλησίαζα, άπλωσε το χέρι. Με φωνή ξεψυχισμένη μου είπε: «Δώσε μου ένα τσιγάρο, έχω μέρες να καπνίσω».
Απέναντι υπήρχε ένα μικρό καφενείο. Ήμουν σίγουρος ότι μας παρακολουθούσαν. Με κοιτούσαν με μισό μάτι, έτσι καθώς είχα σταθεί κάτω απ' το παράθυρο κοιτάζοντας αποσβολωμένος τα κοκαλιάρικα χέρια της γριάς. Δεν ξέρω ακόμα τι φοβήθηκα, αλλά δεν της έδωσα τσιγάρο. Της χαμογέλασα μάλλον αμήχανα και συγκαταβατικά, όπως χαμογελάνε στα επισκεπτήρια στους αρρώστους. Από τότε, όταν περνούσα μπροστά από κείνο το σπίτι, έβλεπα πίσω απ' τις γρίλιες τις κόρες των ματιών της να γυαλίζουν και τα χείλη της να τρεμοπαίζουν. Ήμουν σίγουρος πως μ' έβριζε. Περνούσα πάντα απ' αυτό το σπίτι αρκετά φοβισμένος, γεμάτος ενοχές για τη συμπεριφορά μου.
Τη μέρα της επιθεώρησης όμως δε σκεφτόμουν τίποτε απ' όλα αυτά. Ανέβαινα βαριανασαίνοντας, περισσότερο πικραμένος για τα καψώνια που μας κάνανε, βλέποντάς τα όλα τόσα μάταια και θλιβερά. Ξεχάστηκα κι έκατσα στο πεζούλι κάτω απ' το παράθυρο της γριάς. Είχα λαχανιάσει τόσο που με πονούσαν τα πνευμόνια μου. Προσπαθούσα να φανταστώ κάτι ευχάριστο, μα οι κακές σκέψεις έρχονταν με περισσότερο ζήλο. Τα πόδια μου πονούσαν και το στόμα μου είχε στεγνώσει. Ούτε σάλιο δεν είχα για να βλαστημήσω την τύχη μου. Κάποια στιγμή βλέπω τη γριά να βγαίνει από την πίσω πόρτα του σπιτιού. Μέσα φαινόταν το κουζινάκι. Στα χέρια της κρατούσε ένα ποτήρι με νερό. Πλησίασε και μου το πρόσφερε δίχως να πει κουβέντα. Όση ώρα έπινα το νερό κοιτούσα χαμηλά. Δεν ήθελα να την κοιτάξω στα μάτια. Αυτή από πάνω μου κρατώντας τη μέση της, κοιτάζοντας με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις μου. Καθώς τελείωσα το νερό, κάτι ψιθύρισε κάνοντάς μου νόημα να την ακολουθήσω στο εσωτερικό του σπιτιού. Δίστασα αλλά από ντροπή και μόνο τη συνόδευσα μες στο σπίτι. Θα ήταν ασυγχώρητο να κάνω την ίδια γκάφα για δεύτερη φορά. Στο κάτω κάτω μπορεί να χρειάζεται κάτι, σκέφτηκα. Γριά γυναίκα είναι. Ίσως θέλει να τη βοηθήσω να σηκώσει κάτι βαρύ. Ίσως να τις κάνω τίποτε ψώνια.
Προχωρήσαμε αρκετά αργά προς το εσωτερικό του σπιτιού. Διασχίσαμε την κουζίνα με το αναμμένο πετρογκάζ. Σ' έναν τοίχο απέναντι υπήρχε φωτογραφία της Βουγιουκλάκη, μικρό κοριτσάκι διαφήμιζε τις πορτοκαλάδες ΕΨΑ. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα βαζάκι ρίγανη. Το ανθοδοχείο ήταν γεμάτο μουχλιασμένο νερό μ' ένα μπλε λουλούδι στην επιφάνεια. Το σπίτι είχε μια περίεργη βαριά αποφορά. Γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε: «θέλω να σου δείξω τα κουκούλια μου, γι' αυτό σ' έφερα μέχρι εδώ». Μιλούσε αργά, με μεγάλη δυσκολία. Ο λαιμός της ακουγόταν γδαρμένος.
Σ' ένα δωμάτιο του σπιτιού υπήρχαν μαζεμένα κλαδιά λυγαριάς. Το πάτωμα ήταν γεμάτο αυτοσχέδιες ψάθες από κομμένα καλάμια. Οι ψάθες ήταν καλυμμένες με φύλλα μουριάς. Άρχισε να μου λέει τότε πώς βγαίνουν οι κάμπιες απ' τα αυγά, με τι λαιμαργία τρώνε τα φύλλα της μουριάς, πώς ακούγονται τα βράδια να μασουλάνε. Έπειτα μου είπε πώς σκαρφαλώνουν πάνω στα κλαδάκια κι εκεί υφαίνουν το κουκούλι γύρω τους. Κλείνονται εκεί μέσα, ώσπου να μεταμορφωθούν από κάμπια σε χρυσαλλίδα κι από χρυσαλλίδα σε έντομο. Μετά από είκοσι μέρες ανοίγει το κουκούλι και βγαίνει η πεταλούδα. Είναι βαριά και δεν μπορεί να πετάξει. Ζει μερικές μέρες μονάχα. Γεννάει τα αυγά της και πεθαίνει.
Περιέγραψε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Βρήκε έπειτα ένα κομμένο τσιγάρο, το άναψε κι άρχισε να καπνίζει. Έπιασε κουβέντα με τα φρέσκα κουκούλια. Γύρισε τότε προς το μέρος μου και μου είπε: «έχω παλιαρρώστια στο φάρυγγα, αλλά τι τα θες, έτσι και οι δικές μας ψυχές γίνονται πεταλούδες και θέλουν να πετάξουν, μα είναι τόσο φορτωμένες, τόσο τυραννισμένες που βαραίνουν απότομα και γκρεμίζονται». Έσκισε ένα χαρτί από εφημερίδα και μου τύλιξε μερικά άδεια κουκούλια. «Να τα πάρεις σπίτι σου για ενθύμιο», μου είπε.
Βγήκα απ' το δωμάτιο κρατώντας στα χέρια μου τα τυλιγμένα κουκούλια. Έβγαλα απ' την τσέπη το πακέτο με τα τσιγάρα και το απίθωσα στο μάρμαρο της κουζίνας. Δεν το πρόσεξε. Όταν απομακρύνθηκα αρκετά, γύρισα πίσω και την είδα στο παράθυρο να φουμάρει.
Έφτασα στο φυλάκιο χωρίς να το καταλάβω. Η ώρα είχε περάσει. Τα ...καντήλια και οι βρισιές έδιναν κι έπαιρναν. Έτρεξα να βάλω τη φόρμα παραλλαγής, αφού πρώτα τοποθέτησα τα κουκούλια μέσα στον πολιτικό μου σάκο.
Ήμασταν όλοι τόσο ιδρωμένοι που νόμιζες ότι βρωμάει ολόκληρη η περιοχή. Μας έστησαν για αρκετή ώρα μες στον ήλιο, κάνοντας οπλασκήσεις μέχρι την άφιξη του στρατηγού. Καθώς χτυπούσα την κάννη του όπλου στον ώμο μου, πονούσα φρικτά.
Ο στρατηγός ανέβαινε στο φυλάκιο εν πομπή συνοδευόμενος από δύο στρατιωτικά τζιπ.
Μόλις κατέβηκε διαπίστωσα με έκπληξη ότι φορούσε ράσα. Μου ήρθε περίεργο, στρατηγός με ράσα. Πλησίασε προς το μέρος μας. Ο αξιωματικός που έδινε τα παραγγέλματα μας έκανε νόημα να του φιλήσουμε το χέρι. Σκύψαμε και του φιλήσαμε το χέρι. Είχα να κάνω κάτι τέτοιο απ' το Δημοτικό, όταν μας στριμώχνανε κάθε Παρασκευή πρωί στην εκκλησία. Ο στρατηγός μας χαιρέτησε εγκάρδια. Μας ρώτησε αν είμαστε ευχαριστημένοι, τον τόπο καταγωγής κι άλλα τέτοια. Φυσικά, όλοι βρεθήκαμε ευχαριστημένοι.
Κάποια στιγμή έστρεψε το βλέμμα του απέναντι στα βάθη της Τουρκίας. Βαριαναστέναξε και γυρίζοντας συγκινημένος προς το μέρος μας, είπε «έχουμε κι ένα καμπαναριό απέναντι μην το ξεχνάτε».
Τα χρώματα στα βάθη της Τουρκίας ήταν πορφυρά. Ο ήλιος άρχισε να δύει. Τα πρώτα χωριά απέναντι άναβαν τα φωτάκια τους. Εγώ σκεφτόμουν τη γριά πάνω απ' τα κουκούλια της να καπνίζει και να τους μιλά. Στην πίσω ακριβώς σειρά ακούστηκε ένας εθελοντής απ' την Κατερίνη να ψιθυρίζει «να πας στο διάολο τραγόπαπα και συ και το καμπαναριό σου».
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
Γεννήθηκε το 1972 στο Αγρίνιο. Σπούδασε μαθηματικά και διδακτική. Παρουσιάστηκε στα Γράμματα με την ποιητική συλλογή «Το φθινόπωρο του στρατιώτη» (εξώφυλλο της Εύας Μελά). Έκτοτε έχει δημοσιεύσει ποιήματά του και πεζά στα λογοτεχνικά περιοδικά «η λέξη», «πανδώρα», «Ιβικος» κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου