11/2/10

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ!

του Αρχιμ. π. Ειρηναίου Κουτσογιάννη

Α. ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ.
Η διάδοση και η επικράτηση του Χριστιανισμού στην Ναύπακτο, και γενικότερα στην Αιτωλοακαρνανία, δεν μπορεί να στηριχθή σε ασφαλείς πηγές και ειδήσεις. Όπως είναι γνωστό, η διάδοση του Χριστιανισμού στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως στον Απόστολο των Εθνών Παύλο και τους συνεργάτες του (Τιμόθεο, Τίτο κ.ά.), αλλά και στο κήρυγμα άλλων Αποστόλων, είτε από τον κύκλο των Δώδεκα, είτε από τον ευρύτερο των Εβδομήκοντα, όπως του Πρωτοκλήτου Ανδρέου, του Ευαγγελιστού Λουκά, του Ηρωδίωνος, του Ρούφου, του Ιάσωνος και του Σωσιπάτρου.
Είναι πολύ πιθανόν το Ευαγγέλιο να κηρύχθηκε στην Αιτωλοακαρνανία από την Αχαΐα, όπου κήρυξε ο Απόστολος Ανδρέας. Άλλωστε, η Αχαΐα περιελάμβανε ως Ρωμαϊκή επαρχία την σημερινή Αιτωλοακαρνανία. Αλλά και από την Νικόπολη της Ηπείρου, όπου έφθασε ο Απόστολος Παύλος, ήταν εύκολη η διάδοση του Χριστιανισμού στην γειτονική Ακαρνανία, καθώς επίσης και από την Εκκλησία των Νέων Πατρών (Υπάτη Φθιώτιδος) η οποία απετέλεσε την πρώτη χριστιανική εστία της Κεντρικής Ελλάδος και ο μάρτυρας επίσκοπός της Ηρωδίων ανήκε στους εβδομήκοντα Αποστόλους.
Πολλοί ερευνητές αναφέρουν ως πρώτο επίσκοπο Ναυπάκτου τον Καλλικράτη, το 197 μ. Χ., χωρίς ωστόσο αυτό να επιβεβαιώνεται από γραπτές πηγές. Στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325μ.Χ.) δεν αναφέρεται ότι έλαβε μέρος επίσκοπος Ναυπάκτου, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει απαραιτήτως την μη ύπαρξη επισκοπής στη Ναύπακτο. Κατά τον Θεοδώρητο, στην Σύνοδο της Νικαίας έλαβαν μέρος “όσοι της οδοιπορίας τον πόνο ενεγκείν ηδυνήθησαν”. Πάντως έδρα επισκοπής στη Ναύπακτο μαρτυρείται επίσημα από τα μέσα του Δ’ μ.Χ. αιώνος, με πρώτο γνωστόν επίσκοπο τον Μαρτύριο, ο οποίος το 343 μ.Χ. έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Σαρδικής - Σόφιας.
Από το 395 μ.Χ. (επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου Α’) η Ναύπακτος ως επισκοπή και η Αιτωλία, μαζί με τα Σάλωνα (Άμφισσα) και τους Δελφούς - σύμφωνα με τον Συνέκδημο του Ιεροκλέους - ανήκε στην εκκλησιαστική επαρχία Αχαΐας, υπό τον μητροπολίτη Κορίνθου. Ο επίσκοπος Ναυπάκτου εμφανίζεται να φέρη τον τίτλο “έξαρχος πάσης Αιτωλίας” και να βρίσκεται σε επιφανέστερη θέση έναντι των υπολοίπων επισκοπών της περιοχής και ιδιαιτέρως από τον 5ο αιώνα και μετά. Την ίδια περίοδο (πρωτοβυζαντινή εποχή, 284 -717μ.Χ.) η Ακαρνανία ανήκε στην εκκλησιαστική επαρχία Παλαιάς Ηπείρου υπό τον Μητροπολίτη Νικοπόλεως. Πάντως, σύμφωνα με διάφορες ιστορικές πηγές, η ευρύτερη περιοχή της Ναυπάκτου, όπως άλλωστε και όλες οι περιοχές της Ελληνικής χερσονήσου, υπαγόταν εκκλησιαστικά στο Βικαριάτο του Ιλλυρικού, υπό τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Το Βικαριάτο του Ιλλυρικού ανήκε αρχικά στην δικαιοδοσία του Πάπα Ρώμης και από το 731-2 μ.Χ. και μετά στην δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως. Στην κυρίως Ελλάδα μέχρι τότε (731μ.Χ.) υπήρχαν οι εξής μητροπόλεις: 1) η Θεσσαλονίκης, 2) η Νικοπόλεως (Παλαιάς Ηπείρου), 3) η Δυρραχίου (Νέας Ηπείρου), 4) η Λαρίσης (τής Θεσσαλίας), 5) η Κορίνθου, στην οποία υπαγόταν η επισκοπή Ναυπάκτου και 6) η Κρήτης.
Ο επισκοπικός κατάλογος της Επισκοπής αυτής έχει ως εξής:
Μαρτύριος, 343 μ.Χ. Συμμετείχε στην Σύνοδο της Σαρδικής - Σόφιας.
Καλλικράτης, 431 μ.Χ. Συμμετείχε στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου.
Ειρηναίος, 451 μ.Χ. Συμμετείχε στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος
Αντώνιος, 869/70, 879/80 μ.Χ. Έλαβε μέρος στις Συνόδους Κωνσταντινουπόλεως για την καταδίκη και αποκατάσταση του Μεγάλου Φωτίου.

Β. ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ.
Στα τέλη του 9ου αιώνος, λόγω βουλγαρικών επιδρομών, παρατηρείται μεγάλη παρακμή της Νικοπόλεως, η οποία μέχρι τότε ήταν έδρα διοικήσεως του ομωνύμου θέματος, με αποτέλεσμα η έδρα αυτή να μεταφερθή νοτιώτερα στο ασφαλές φρούριο της Ναυπάκτου. Αυτό όμως είχε σαν συνέπεια και την απόσπαση της επισκοπής Ναυπάκτου από τον μητροπολίτη Κορίνθου και την ανύψωσή της σε μητρόπολη Παλαιάς Ηπείρου, κάτι που έγινε μεταξύ των ετών 896-900 μ.Χ.
Η Μητρόπολη Ναυπάκτου, που περιελάμβανε την Παλαιά Ήπειρο και την Δυτική Στερεά, από τις αρχές του Ι’ αιώνος, αναφέρεται με διάφορες ονομασίες, όπως φαίνεται από τους τίτλους του Μητροπολίτη: “ο Ναυπάκτου Νικοπόλεως”, “ο Ναυπάκτου πάσης Αιτωλίας” κλπ. Επίσης η θέση της στην σειρά των μητροπόλεων του Οικουμενικού Θρόνου δεν ήταν σταθερή, αλλά άλλαζε από εποχή σε εποχή. Πάντως στα “Τακτικά” του Λέοντος Στ’ του Σοφού (886-912), του Πατριάρχου Νικολάου Μυστικού (901-907) και του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (912-959), η νέα μητρόπολη Ναυπάκτου κατέχει την 35η θέση και ηγείται ολοκλήρου της Δυτικής Ηπειρωτικής Ελλάδος. Σ’ αυτήν υπάγονται εννέα επισκοπές, από τις οποίες οι τρεις είναι νέες και καταλαμβάνουν μάλιστα τις τρεις πρώτες θέσεις, ενώ οι υπόλοιπες έξι προϋπήρχαν και υπάγονταν στην μητρόπολη Νικοπόλεως. Οι εννέα αυτές επισκοπές κατά σειρά είναι οι εξής:
α) Επισκοπή Βονδίτζης. Πρόκειται για την επισκοπή Βονίτσης Ακαρνανίας, η οποία αναγράφεται και ως επισκοπή Βονίτζης, Βοντίτζης και Βονδίτζης.
β) Επισκοπή Αετού, με έδρα τον Αετό Ακαρνανίας και από τον 16ο αιώνα και μετά αναφέρεται ως επισκοπή Αετού και Αγγελοκάστρου.
γ) Επισκοπή Αχελώου. Οι μελετητές προτείνουν διάφορες θέσεις για την ομώνυμη πόλη, που ήταν έδρα της επισκοπής. Από τα μέσα του 17ου αιώνος η έδρα μεταφέρεται στο Αγγελόκαστρο και ο επίσκοπος φέρει πλέον τον τίτλο Αχελώου - Αγγελοκάστρου.
δ) Επισκοπή Ρωγών. Είχε έδρα την πόλη Ρωγοί ή Αρωγοί που βρισκόταν στις όχθες του Λούρου ποταμού.
ε) Επισκοπή Ιωαννίνων. Αντικατέστησε την επισκοπή Δωδώνης, η οποία καταστράφηκε το 550 μ.Χ. από τους Γότθους. Το 1285 επί Ανδρονίκου Παλαιολόγου ανυψώθηκε σε μητρόπολη.
στ) Επισκοπή Φωτικής ή Φωτίκης. Πρόκειται για την επισκοπή Βελλάς, αφού η κώμη Βελλά, κοντά στον ποταμό Καλαμά, ταυτίζεται με την ερειπωμένη αρχαία πόλη της Ηπείρου Φωτική ή Φωτίκη.
ζ) Επισκοπή Αδριανουπόλεως (Δρυϊνουπόλεως). Παλαιά επισκοπή της Β. Ηπείρου, που αρχικά υπαγόταν στην Μητρόπολη Νικοπόλεως.
η) Επισκοπή Βουθρωτού. Έδρα της επισκοπής ήταν η αρχαία πόλη Βουθρωτό, κτισμένη στα δυτικά παράλια της Ηπείρου, απέναντι από την Κέρκυρα.
θ) Επισκοπή Χειμάρρας. Η επισκοπή αυτή της Β. Ηπείρου υπήχθη στην δικαιοδοσία της μητροπόλεως Ναυπάκτου από τα τέλη του 10ου αιώνος.
Αργότερα υπήχθησαν στην Μητρόπολη Ναυπάκτου και οι επισκοπές Άρτης και Κοζίλης.
Ως έδρα μητροπόλεως η Ναύπακτος γνώρισε μεγάλη εκκλησιαστική ακμή και αίγλη. Από τον 10ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε σαν επίσημο λιμάνι της αυτοκρατορίας για την επικοινωνία της με την Δύση και συνδεόταν οδικώς με την Κωνσταντινούπολη.
Το 1026 μ.Χ. αναφέρεται “ανώνυμος” μητροπολίτης Ναυπάκτου, ο οποίος σε εξέγερση του λαού της Ναυπάκτου, εξ αιτίας της δυσβάστακτης φορολογίας, διαπομπεύθηκε δημόσια και τυφλώθηκε. Το 1156 ο Ναυπάκτου Βασίλειος έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, επί αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού. Λίγο αργότερα (1172) γίνεται λόγος για τον “Λέοντα τον Σεμνόν Ναυπάκτου θυηπόλον”. Την περίοδο αυτή εποίμαναν την μητρόπολη Ναυπάκτου σπουδαίοι και επιφανείς εκκλησιαστικοί άνδρες, όπως ο λόγιος Κωνσταντίνος Μανασσής (1175;-1187;), ο Ανδρέας Τζίρος (1187;-1199;), ο πολύς Ιωάννης Απόκαυκος (1199-1232), σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα και ο Ιωάννης Ξηρός (1236-1272;).
Ο επισκοπικός κατάλογος της Μητρόπολης αυτής έχει ως εξής:
Ανώνυμος, 1026. Το έτος αυτό αναφέρεται ανώνυμος αρχιερεύς Ναυπάκτου ο οποίος έλαβε μέρος σε τοπική επανάσταση κατά του διοικητή και στρατηγού της πόλεως Γεωργίου, που ήταν γνωστός με το παρώνυμο Μαυρογεώργιος. Η στάση κατεστάλη βιαίως από αυτοκρατορικό στρατό και ο μητροπολίτης τιμωρήθηκε με την ποινή της τυφλώσεως.
Χρυσοβέργης, τέλη ΙΑ’ και αρχές ΙΒ’ αιώνος. Προς τον Μητροπολίτη αυτόν απευθύνει επιστολή ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Θεοφύλακτος (1078-1118).
Βασίλειος, 1156. Έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 1156 επί Αυτοκράτορος Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-1180).
Λέων, 1172. Το έτος αυτό συνυπέγραψε Συνοδικό έγγραφο προς τον Μανουήλ Α’ Κομνηνό.
Κωνσταντίνος Μανασσής, 1175-1187. Ιστοριογράφος και ποιητής συγγραφέας της γνωστής χρονογραφίας “Χρονική Σύνοψις”.
Ανδρέας ο Τζίρος, 1187-1199. Σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα του 12ου αιώνος. Σύμφωνα με μεταγενέστερη πληροφορία, συνελήφθη από πειρατές στον Κορινθιακό (πιθανώς Φράγκους), αλλά κατώρθωσε να εξαγοράση την ελευθερία του, αντί 500 χρυσών νομισμάτων.
Ιωάννης ο Απόκαυκος, 1199;-1229. Πολυγραφώτατος συγγραφέας και αναμφιβόλως η μεγαλύτερη εκκλησιαστική φυσιογνωμία του 13ου αιώνος.
Νικήτας Α’ ο Χωνιάτης, 1232-1236. Ανηψιός του Μητροπολίτου Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη, διαδέχθηκε τον Ιωάννη Απόκαυκο και κινδύνεψε σοβαρά από πειρατές, ερχόμενος το 1230-31 από την Νίκαια προς την Ναύπακτο, για να αναλάβη τα αρχιερατικά του καθήκοντα.
Ιωάννης Β’ ο Ξηρός, 1236; ή 1252-1272.
Ευστράτιος. Είναι άγνωστο πότε διετέλεσε μητροπολίτης Ναυπάκτου.
Γαβριήλ Α’, 1275. Διετέλεσε μητροπολίτης Ναυπάκτου επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου και επί Πατριάρχου Ιωάννου ΙΑ’ Βέκκου.
Ανώνυμος ο από Κεφαλληνίας, 1362. Μέχρι το 1362 ο μητροπολιτικός θρόνος της Ναυπάκτου ήταν κενός και την διοίκηση εξασκούσε ο τιτουλάριος επίσκοπος Κεφαλληνίας, ο οποίος τελικά μετατέθηκε με Συνοδική πράξη τον Σεπτέμβριο του 1362 στην Μητρόπολη Ναυπάκτου.
Σεβαστιανός ο Ιωαννίνων, 1365-1367. Με Συνοδική Πράξη είχε το δικαίωμα να “επέχη τον τόπον της Ναυπάκτου”, διότι η Ναύπακτος είχε καταληφθή από τους Λατίνους.

Γ’ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΡΤΗΣ.
Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος (1282-1328) ανύψωσε την μέχρι τότε επισκοπή Ιωαννίνων σε μητρόπολη, κάτι που επικυρώθηκε το 1318-19 και με Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στην δικαιοδοσία της νέας μητροπόλεως, που κατέλαβε την 53η θέση περιήλθαν οι επισκοπές Παραμυθίας, Βελλάς, Δρυϊνουπόλεως και Χειμάρρας, οι οποίες αποσπάσθηκαν από την μητρόπολη Ναυπάκτου. Η προαγωγή της επισκοπής Ιωαννίνων σε μητρόπολη είχε άμεση σχέση με την κατάληψη της Ναυπάκτου το 1294 από τους Ιταλούς, οι οποίοι μάλιστα από το 1307 εγκατέστησαν στην πόλη Λατίνο αρχιεπίσκοπο. Έτσι, ο Άνδρόνικος Β’ Παλαιολόγος, ανύψωσε τα Ιωάννινα σε μητρόπολη, “ίνα το της αποσπασθείσης μητροπόλεως εν αυτή διασώζοιτο και διατηροίτο σχήμα... τούτο δε ίνα και αι υπ’ αυτήν ούσαι επισκοπαί υπό μίαν μητρόπολιν ωσανεί μητέρα ή κεφαλήν τάττοιντο”.
Η εγκατάσταση Λατίνου επισκόπου στην Ναύπακτο έκανε προβληματική την παραμονή του οικείου μητροπολίτη στην έδρα του. Από το 1307 μέχρι το 1365 χειροτονήθηκαν τρεις μητροπολίτες Ναυπάκτου, από τους οποίους οι δύο αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την έδρα τους, ενώ ο τρίτος δεν έφθασε σ’ αυτήν. Το 1365 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων ο Σεβαστιανός και η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως “...διέγνω και κατεπράξατο, ως αν η ... μητρόπολις (αυτού), τα Ιωάννινα, επέχη τον τόπον της Ναυπάκτου, και πάσαι αι τελούσαι επισκοπαί, αί τε υπό την Ναύπακτον και αι υπό τα Ιωάννινα τελώσιν υπό τα Ιωάννινα, μέχρις αν η τοιαύτη Ναύπακτος υπό των Λατίνων κατέχηται...”
Το 1367 ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ματθαίος, καθορίζεται ότι “οφείλει έχειν την εαυτού καθέδραν επί της υπ’ αυτόν αγιωτάτης επισκοπής της εν Ακαρνανία Άρτης”. Αν και η εγκατάσταση του Ναυπάκτου στην Άρτα ήταν προσωρινή, έκτοτε η επισκοπή Άρτης έμεινε χωρίς επίσκοπο και ουσιαστικά ταυτίσθηκε με την μητρόπολη Ναυπάκτου. Ο μητροπολίτης διετήρησε τον τίτλο του (Ναυπάκτου) για πολλά χρόνια και μόλις το 1507 ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ευθύμιος, αποκτά τον σύνθετο τίτλο “Ναυπάκτου και Άρτης”, ο οποίος τίτλος διατηρήθηκε σε όλους τους μετέπειτα μητροπολίτες, μέχρι την Εθνεγερσία του 1821. Χαρακτηριστικά ο λόγιος μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης Μελέτιος Μήτρου (1691-1696) γράφει στην περίφημη Γεωγραφία του, που συνέγραψε στη Ναύπακτο: “Ναύπακτος ... Μητρόπολις απάσης της Λοκρίδος και Αιτωλίας, θρόνον Μητροπολίτου έχουσα...” Αλλά και στην Γεωγραφία των Δημητριέων υπάρχει η ίδια πληροφορία: “Έπαχτος το παλαιό Ναύπακτος, πόλη περίφημη ... είναι η μητρόπολη όλης της Οζολαίας Λοκρίδος και της Αιτωλίας ... θρόνος μητροπολίτου...”. Επισημαίνεται έτσι η προσωρινότητα της εγκαταστάσεως του μητροπολίτη Ναυπάκτου στην Άρτα, όπως διετηρείτο μέσα στους αιώνες. Παρ’ όλα αυτά, μάλλον προς χάριν συντομίας, επεκράτησε σιγά-σιγά ο μητροπολίτης να αποκαλείται Άρτης μόνον.
Μητροπολίτες Ναυπάκτου και Άρτης διετέλεσαν κατά καιρούς εξέχουσες προσωπικότητες με πλούσιο συγγραφικό έργο, όπως ο Δαμασκηνός Στουδίτης (1574-1577) συγγραφεύς του γνωστού βιβλίου “Θησαυρός”, ο φιλόσοφος Θεόφιλος Κορυδαλλεύς (1640-1641), ο ιστορικός και γεωγράφος Μελέτιος Μήτρου (1691-1696), ο Νεόφυτος Μαυρομμάτης (1703-1722), ο Ιγνάτιος ο μετέπειτα Ουγγροβλαχίας (1794-1805) και άλλοι.
Ο επισκοπικός κατάλογος της Μητρόπολης αυτής έχει ως εξής:
Ματθαίος Α’ ο από Λευκάδος, 1367. Εγκαταστάθηκε προσωρινά στην Άρτα, αφού η Ναύπακτος τελούσε υπό Ιταλική κατοχή.
Νικήτας Β’, 1377. Σε αθηναϊκό κώδικα του 1377 αναφέρεται το όνομα του “Νικήτα του ιερωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου”.
Ματθαίος Β’, 1382-1386. Επίσκοπος Κερνίτσης διωρίσθηκε Μητροπολίτης Ιωαννίνων “επέχων και τον Ναυπάκτου θρόνον”.
Γαβριήλ Β’, 1386. Μητροπολίτης Ιωαννίνων ο οποίος “επείχε” την θέση του Ναυπάκτου, όπως ο προκάτοχός του.
Μαρτύριος, 1437. Αναφέρεται η κοίμησίς του το έτος αυτό σε σημείωμα χειρογράφου Ευαγγελίου της διαλυμένης σήμερα Ιεράς Μονής Αγίας Παρασκευής Μυρταρίου Βόνιτσας.
Θεοδόσιος, 1451. Αναφέρεται η εις Επίσκοπον χειροτονία του σε άλλο σημείωμα του ιδίου χειρογράφου Ευαγγελίου.
Ματθαίος Γ’, 1467. Αναφέρεται “κατά Ιανουάριον 1467”.
Νεόφυτος Α’, 1476. Υπογράφει ως “Ναυπάκτου” σε έγγραφο του έτους αυτού.
Δωρόθεος, 1477. Αναφέρεται “κατά Ιούνιον 1477”.
Γεράσιμος, ο Χοϊδάς, 1480. Αναφέρεται ως “Ναυπάκτου και Νικοπόλεως”.
Ευθύμιος, 1507. Είναι ο πρώτος Επίσκοπος που χρησιμοποίησε τον τίτλο “Ναυπάκτου και Άρτης”. Αναφέρεται στο κτιτορικό του Μοναστηριού του Τιμίου Προδρόμου Δερβεκίστης.
Ιάκωβος Α’, 1510. Απαντάται “εν έτει 1510, ως εικάζεται εκ τινος επιγραφής”.
Ακάκιος Α’, 1516, 1520. Χειροτόνησε Ιερέα τον υποτακτικό του, Όσιο Δαβίδ τον Γέροντα (τόν εν Ευβοία).
Αθανάσιος, 1535. “Τω 1536 ο Παχώμιος Ρουσάνος καταγγέλει Ιωαννίκιόν τινα προς τον Ναυπάκτου - Άρτης Αθανάσιον, ότι μηχανορραφών εζήτει να διορισθή Μητρπολίτης Ναυπάκτου”.
Κύριλλος Α’, 1541.
Γρηγόριος Α’ ο Ξηροποταμηνός, 1544. Διετέλεσε Πατριαρχικός Πρωτοσύγκελλος και αναφέρεται ως “ευλαβής, μουσικός κάι ενάρετος”.
Παρθένιος Α’, 1546. Κατήγετο από τα Ιωάννινα και διετέλεσε Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης επί Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και επί Πατριάρχου Διονυσίου του Β’.
Κύριλλος Β’, 1550.
Γαβριήλ Γ’, 1561.
Ιωακείμ, 1564, 1565, 1570. Υπέγραψε το 1564 “κατά Κρούσιον εν Τουρκογραικία εδαφ. 174”, το 1565 υπόμνημα Μητροφάνους από Καισαρείας και το 1570 Συνοδική απόφαση για τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Μακάριο.
Δαμασκηνός ο Στουδίτης, 1574(;)-1577. Λόγιος, ενάρετος και πολυγραφώτατος Μητροπολίτης, συγγραφεύς του γνωστού βιβλίου “Θησαυρός Δαμασκηνού υποδιακόνου του Στουδίτου”.
Μητροφάνης, 1577-1580. Υπέγραφε το έτος 1580 τις επιστολές της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προς τον Τσάρο της Μοσχοβίας.
Παρθένιος Β’, 1580-1581. Υπέγραψε το 1580 Πατριαρχικό Σιγίλλιο “περί της εν Μετεώροις Μονής του Σωτήρος Χριστού”.
Γαβριήλ Δ’ ο Γκόρας, 1581-1589. Αναφέρεται το 1581 η εκλογή του και το 1589 (24 Ιουνίου) ο θάνατός του.
Μακάριος Α’, 1590-1600.
Γαβριήλ Ε’, 1601-1632. Το όνομά του αναφέρεται σε πολλά Σιγίλλια και Συνοδικές αποφάσεις, στα οποία υπέγραφε, όπως σε Σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου περί αγιοποιήσεως του οσίου Γερασίμου Κεφαλληνίας (Ιούλιου 1622).
Παρθένιος Γ’, 1632. Εξελέγη μετά τον Γαβριήλ ως Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης, αλλά το ίδιο έτος μετετέθη στην Μητρόπολη Ιωαννίνων.
Ζαχαρίας ο Γεργανός ή Γαργάνος, 1632. Λόγιος Ιεράρχης από την Άρτα, διετέλεσε Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης για σύντομο χρονικό διάστημα.
Λαυρέντιος ο από Διδυμοτείχου, 1633-1637. Παραιτήθηκε τον Ιούλιο του 1637.
Ακάκιος Β’, 1637-1640 και 1641-1643. Διετέλεσε Επίσκοπος Βουδίτζης (Βονίτσης) και κατόπιν Βελλάς καί, με την υπόδειξη του παραιτηθέντος Μητροπολίτου Λαυρεντίου, εξελέγη Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης.
Θεοδόσιος Β’, 1640-1641, ο γνωστός Αριστοτελικός φιλόσοφος και συγγραφέας με το κοσμικό όνομα Θεόφιλος Κορυδαλλεύς.
Γαλακτίων ο από Σερρών, 1643-1647. Παραιτήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1647, “επειδή δεν μπορεί ν’ ανταποκριθή στα χρέη της επαρχίας του? διατηρεί όμως το αξίωμα της αρχιερωσύνης”.
Γαβριήλ Στ’ ο Βλάσιος, 1647-1660.
Βαρθολομαίος, 1660-1692. Διετέλεσε Πρωτοσύγκελλος του Γαβριήλ Βλασίου και εξελέγη Μητροπολίτης στις 18 Ιουλίου 1660.
Μελέτιος Μήτρου, 1692-1697. Καταγόταν από τα Ιωάννινα και υπήρξε σπουδαίος εκκλησιαστικός ιστορικός και γεωγράφος.
Μακάριος Β’ ο από Μετρών, 1697. Λόγω αντιδράσεων κατοίκων της επαρχίας του, παραιτήθηκε συντόμως τον Ιούλιο του 1697.
Γρηγόριος Β’, 1697-1703.
Νεόφυτος ο Μαυρομμάτης, ο από Σαντορίνης, 1703-1722. Σπουδαίος και ικανός Ιεράρχης και συγγραφεύς.
Ανατόλιος, 1722.
Ιωαννίκιος ο από Βελλάς, 1722-1727. Λόγιος Ιεράρχης του οποίου σώζονται επιστολές, “ανήρ φιλότιμος και φιλόκοσμος”.
Παρθένιος Δ’, 1727-1756. Διετέλεσε Πρωτοσύγκελλος του Μητροπολίτου Λαρίσης. Το όνομά του αναφέρεται σε ιδρυτική επιγραφή του 1740, της Μονής Δρυμοναρίου Φλωριάδος Βάλτου.
Παΐσιος, 1756-1769.
Ιάκωβος Β’, 1769-1779. Διετέλεσε Πρωτοσύγκελλος του Παϊσίου.
Μακάριος Γ’, 1779-1794.
Ιγνάτιος ο κατόπιν Ουγγροβλαχίας, 1794-1805. Καταγόταν από την Λέσβο και υπήρξε λόγιος Ιεράρχης, ένας από τους πλέον διαπρεπείς άνδρες της προεπαναστατικής περιόδου.
Πορφύριος (τό α’) 1806-1808. Καταγόταν από την Βιθυνία και διετέλεσε Αρχιδιάκονος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Εξελέγη Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης τον Απρίλιο του 1806, αλλά τον Ιούνιο του 1808 μετετέθη στην Μητρόπολη Ελασσώνος, εφ’ όσον η Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης, με απαίτηση του Αλή Πασά της Ηπείρου, ενώθηκε με την Μητρόπολη Ιωαννίνων, υπό τον Μητροπολίτη Ιερόθεο (Τρέμουλα).
Ιερόθεος ο Τρέμουλας, 1808-1810. Καταγόταν από την Νάξο και ήταν ανηψιός του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Γαβριήλ Ζ’ ο Γκάγκας, ο από Λαρίσης, 1810-1813.
Πορφύριος (τό β’) 1813-1820. Τον Ιούνιο του 1813 η Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης ιδρύθηκε και πάλι, αφού αποσπάσθηκε από την Μητρόπολη Ιωαννίνων και ο Πορφύριος επανήλθε από την Ελασσώνα στην προηγούμενη έδρα του, μέχρι το 1820, οπότε παύθηκε και εξορίσθηκε στο Άγιον Όρος, λόγω της εθνικής του δράσεως.
Άνθιμος, 1820-1822. Εξελέγη τον Σεπτέμβριο του 1820, αλλά από τις 25-2-1822 με απόφαση της Γερουσίας Δυτικής Ελλάδος καταργήθηκε η δικαιοδοσία του ως Ναυπάκτου και Άρτης και διορίσθηκε ο πρώην Ναυπάκτου και Άρτης, Πορφύριος ως Αρχιεπίσκοπος της ελευθέρας Δυτικής Ελλάδος, ο δε Άνθιμος εποίμανε μέχρι το 1826 τις Τουρκοκρατούμενες περιοχές της Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Άρτης.
Πορφύριος (τό γ’), 1822-1833. Μέχρι το 1828 ο Πορφύριος εποίμανε τα ελεύθερα μέρη της Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Άρτης της οποίας υπήρξε ο τελευταίος Μητροπολίτης. Μετά την απελευθέρωση ονομάσθηκε Ναυπάκτου και Μεσολογγίου (1829-1833).
Παλιγγενεσία.
Στα χρόνια της Παλιγγενεσίας η Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης διχοτομήθηκε, εφ’ όσον η Ναύπακτος και ολόκληρη η Αιτωλοακαρνανία συμπεριελήφθη στο ελεύθερο Ελληνικό Κράτος. Η Μητρόπολη Άρτης διετήρησε υπό την δικαιοδοσία της τα τμήματα που τελούσαν ακόμη υπό Τουρκικό ζυγό.
Μετά την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους με Διάταγμα του 1833 η επαρχία Ναυπακτίας και οι επαρχίες Ακαρνανίας, Μεσολογγίου και Αγρινίου απετέλεσαν την “Επισκοπή Ακαρνανίας και Αιτωλίας” με έδρα το Μεσολόγγι. Την επισκοπή αυτή εποίμαναν “ο μέχρι τούδε Ναυπάκτου και Μεσολογγίου Σ. Μητροπολίτης” και πρώην Ναυπάκτου και Άρτης Πορφύριος (1833-1838) και ο Ιερόθεος (1841-1847), ενώ η διοίκηση της επισκοπής στο διάστημα 1847-1852 ανατέθηκε σε επισκοπική επιτροπή.
Το 1852 δια του Σ’ Νόμου η Ναυπακτία απεκόπη από την Επισκοπή Ακαρνανίας και Αιτωλίας και μαζί με την Ευρυτανία απετέλεσαν ξεχωριστή επισκοπή. Ο σχετικός νόμος όριζε ως έδρα της Επισκοπής το Καρπενήσι, η Ι. Σύνοδος όμως στις 12 Ιουλίου 1852 πρότεινε, “όπως έδρα της επισκοπής Ναυπακτίας και Ευρυτανίας είναι η Ναύπακτος” και λίγο αργότερα (30 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους) υπέδειξε όπως η μεν Ναύπακτος είναι χειμερινή έδρα, το δε Καρπενήσι θερινή.
Με τον ΒΧΔ’ Νόμο του 1899 η Ναυπακτία προσαρτήθηκε πάλι στην Επισκοπή Ακαρνανίας, η δε Ευρυτανία απετέλεσε ξεχωριστή Επισκοπή με έδρα το Καρπενήσι και με Επίσκοπο τον Σεραφείμ Δομβοΐτη που εκλέχθηκε το 1901. Το 1909 όμως μετά από νέα διαίρεση του Ελληνικού Κράτους, τροποποιήθηκαν και τα όρια μερικών επισκοπών. Η Ι. Σύνοδος για ιστορικούς λόγους και για τον λόγο ότι η Επισκοπή Ακαρνανίας κατελάμβανε τεράστια έκταση και παρουσίαζε διοικητικά προβλήματα, απεφάνθη “...υπέρ της επανακτήσεως της Επισκοπής Ευρυτανίας τής, προ του 1899, δικαιοδοσίας αυτής επί της επαρχίας Ναυπακτίας μεθ’ ής ούτω συναπαρτισθήσεται η πάλαι Επισκοπή Ναυπακτίας και Ευρυτανίας”. Έτσι, από τις 26/5/1910 ο Σεραφείμ έγινε επίσκοπος Ναυπακτίας και Ευρυτανίας.
Το 1923 η Επισκοπή Ναυπακτίας και Ευρυτανίας ονομάστηκε δια Νόμου Μητρόπολη (όπως άλλωστε και όλες οι επισκοπές της Ελλάδος) ενώ με το Β.Δ. της 3ης Ιανουαρίου 1923 νόμιμη έδρα της Μητροπόλεως ορίσθηκε η Ναύπακτος.
Στην ΙΕ’ Συνεδρία της 21ης Οκτωβρίου 1931 της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφασίστηκε η κατάργηση και η συγχώνευση της Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας σε γειτονικές Μητροπόλεις. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, “Εις την Ι. Μητρόπολιν Αιτωλίας και Ακαρνανίας συγχωνεύονται οι τέως δήμοι Αρακυνθίων, Ευρυτανίας, Παρακαμπυλίων, Αγραίων, και Απεραντίνων. Εις την Ι. Μητρόπολιν Φωκίδος συγχωνεύεται η επαρχία Ναυπακτίας και εις την Ι. Μητρόπολιν Φθιώτιδος ο τέως δήμος Κτημεντίων”.
Η διαίρεσις όμως αυτή, η οποία στηρίχθηκε σε έκθεση Επιτροπής Αρχιερέων, δεν πραγματοποιήθηκε, διότι στην Συνεδρία της 10ης Σεπτεμβρίου 1932 της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Αμβρόσιος (Νικολαΐδης) μετατιθέμενος στην μητρόπολη Φθιώτιδος, υπέδειξε νέα διαίρεση της υπό διάλυση Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, σύμφωνα με την οποία, “1. Η επαρχία Ναυπακτίας μετά των τέως δήμων Παρακαμπυλίων και Απεραντίων και των ενοριών Επισκοπής, Παλαιοχωρακίου, Τριποτάμου και της Ιεράς Μονής Τατάρνης του τέως δήμου Αγραίων της επαρχίας Ευρυτανίας υπάγονται εις την Ιεράν Μητρόπολιν Αιτωλίας και Ακαρνανίας. 2. Οι τέως δήμοι Καρπενησίου, Ευρυτάνων, Αρακυνθίων, Αγραίων (πλήν των ενοριών Επισκοπής, Παλαιοχωρακίου, και Τριποτάμου μετά της Ιεράς Μονής Τατάρνης, υπαγομένων εις την Ι. Μητρόπολιν Αιτωλίας και Ακαρνανίας) και ο δήμος Κτημεντίων, υπάγονται εις την Ιεράν Μητρόπολιν Φθιώτιδος, και 3. Οι τέως δήμοι Δολόπων, και Αγράφων υπάγονται εις την Ιεράν Μητρόπολιν Φαναρίου και Θεσσαλιώτιδος”.
Η κατάργηση της Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας ήταν προσωρινή, αφού στην συνεδρία της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας στις 9 Οκτωβρίου 1933 ανασυστάθηκε με τον ίδιο τίτλο και με τα ίδια όρια που είχε, και η διοίκησή της ανατέθηκε σε τοποτηρητή μέχρι τον Μάρτιο του 1936, οπότε εξελέγη Μητροπολίτης ο Γερμανός Γκούμας. Η Μητρόπολη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας διατηρήθηκε μέχρι το 1978, οπότε καταργήθηκε και πάλι. Η Ευρυτανία απετέλεσε την Μητρόπολη Καρπενησίου και η Ναυπακτία με τον τέως δήμο Παρακαμπυλίων της επαρχίας Τριχωνίδος την Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου.

Δ’ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΙΤΩΛΙΑΣ.
Η Επισκοπή Ακαρνανίας και Αιτωλίας ιδρύθηκε το 1833 και περιελάμβανε εκτός των επαρχιών Ακαρνανίας, Μεσολογγίου, Αγρινίου και την επαρχία Ναυπακτίας. Ο επισκοπικός κατάλογος της Επισκοπής αυτής έχει ως εξής:
Πορφύριος, ο πρώην Ναυπάκτου και Μεσολογγίου, 1833-1838.
Επισκοπική Επιτροπή, 1838-1841.
Ιερόθεος ο από Επιδαύρου Λιμηράς, 1841-1847.
Επισκοπική Επιτροπή, 1847-1852.

Ε’ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ.
Η Επισκοπή αυτή ιδρύθηκε με τον Σ’ Νόμο το 1852 και ο επισκοπικός κατάλογός της έχει ως εξής:
Άνθιμος Ολύμπιος, 1852-1881.
Επισκοπική Επιτροπή, 1881-1884.
Δαυίδ Τολμίδης, 1884-1896.
Επισκοπική Επιτροπή, 1896-1899.

ΣΤ’ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ.
Ιδρύθηκε με τον ΒΧΔ’ Νόμο του 1899 και είχε έναν μόνον Επίσκοπο.
Παρθένιος Ακύλας, 1899-1909.

Ζ’ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ.
Το 1909 μετά από νέα διαίρεση του Ελληνικού Κράτους, ιδρύθηκε και πάλι η Επισκοπή Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, την οποία εποίμαναν οι εξής Ιεράρχες:
Σεραφείμ Δομβοΐτης, 1910-1914.
Αμβρόσιος Νικολαΐδης ο από Χριστουπόλεως, 1914-1922.

Η’ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ.
Το 1923 η Επισκοπή Ναυπακτίας και Ευρυτανίας ονομάστηκε Μητρόπολη, όπως άλλωστε και όλες οι Επισκοπές της Ελλάδος. Την Μητρόπολη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας μέχρι το 1978, οπότε καταργηθήκε, εποίμαναν οι εξής Ιεράρχες:
Αμβρόσιος Νικολαΐδης, 1923-1932.
Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης, (Τοποτηρητής) 1932-1933.
Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας Ιερόθεος Παρασκευόπουλος, (Τοποτηρητής) 1933-1936.
Γερμανός Γκούμας, 1936-1945.
Χριστόφορος Αλεξανδρόπουλος, 1945-1958.
Δαμασκηνός Κοτζιάς ο από Μαραθώνος, 1958-1978.

Θ’ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ.
Ιδρύθηκε το 1978 και Ποιμενάρχες της διετέλεσαν μέχρι σήμερα οι εξής:
Δαμασκηνός Κοτζιάς, 1978-1984.
Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, 1984-1995.
Νικόδημος Ζαλούμης, 28/1/1995 - 21/5/1995.
Ιερόθεος Βλάχος, 1995.

Δεν υπάρχουν σχόλια: